Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010
Αποθήκη
Είπε: "Είμαι απλώς μια γυναίκα και σε ποθώ"
έπειτα της χάρισα λίγο λιτό χώρο στην αποθήκη
για να ταπεινώνεται
Έρχονταν λυσσασμένοι οι επισκέπτες
έτσι να την δουν λίγο να ουρλιάζει: "Σ'αγαπώ Λέοναρντ, μη μ'αφήνεις"
και ηδονίζονταν όσο περνούσε η ώρα και τη σφάγιαζαν οι πόνοι
από την έλλειψη ελέους
κι εγώ χαιρετούσα δια χειραψίας τους περίεργους
καθιστώντας πλαγίως σαφές πως εγώ είμαι ο ηθικός βασανιστής
Ένα απόγευμα με νίκησε δια παντός
ψιθύρισε "Θα φύγω, Λέοναρντ, αγαπημένε μου"
και έτριψε τη στενή χαρακιά που 'χε κάνει στο τραπέζι με το νύχι
Δυό πρωινά αργότερα χάθηκε
και δεν μου 'μεινε ούτε η χαρακιά, μα μονάχα η ανάμνηση της αλαζονείας μου
κι η κολακεία θα ήταν εντάξει, αν δεν με έκανε σκλάβο της ως το κόκκαλο
Ωστόσο πριν του τέλους ακόμη την ώρα επέμενε να με προσφωνεί "αγαπημένο της"
έτσι για να με σφαγιάζει μακρόθεν κι εκείνη
Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010
Λ
του Χάρου τα ονόματα απ' τις λίστες
τα δάχτυλα χορεύουν ζωηρά
πάνω στη φθορά του τζαμιού και στους χρήστες
όλες εκείνες οι κηλίδες αίματος
που κατηφορίζουν τα τσαλακωμένα μανίκια
πεταμένο φαί στα χαλίκια
τ' άφησαν φιλότιμοι για τα στερημένα παιδιά
μα πώς να μπαρκάρει η πόλη
αν δεν αλλάξει ο άνεμος, δεν πάμε πουθενά
Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009
Ζητούσε..
Ήρθαν κι άλλοι
Έτσι, άξαφνα έφτασαν με άλογα τρελαμένα.
Οι αστραποβροντές δεν λύγισαν τα γερασμένα μου παραθυρόφυλλα.
Τους είδα καθαρά στα μισοσκότεινα μέσα απ' τις γρίλιες.
Στο μυαλό μου ακούστηκε η ασφάλεια ενός σκουριασμένου σιδερικού.
Έπρεπε να καλύψω την κεφαλή.
Ή έστω να την κρύψω ανάμεσα στα πόδια μου.
Μα δεν την κάλυψα.
Και σαν έσπασαν την πόρτα
μου 'ριξαν δυο ματιές γεμάτες απορία και περιφρόνηση.
"Αυτό δα το κεφάλι πάντα συνηθισμένο στους βάρβαρους αέρηδες".
Δεν ήμουν σίγουρος.
Ίσως ήτανε η ώρα να κάμω το σταυρό μου.
Μα δεν τον έκανα.
Γιατί αυτό το κεφάλι
πάντα συνηθισμένο στους βάρβαρους αέρηδες.
Έπειτα άνοιξαν με τα νύχια τους μια τρύπα στον τοίχο.
Για να μπορούν τα τρένα τους να περνούν.
Λες και οι δικοί μου εφιάλτες άφηναν χώρο και για τρίτους.
Ίσως να έπρεπε τότε να ουρλίαξω.
Να κατεβούν τα δαιμόνια των γιορτών.
Να με σώσουν.
Θα με βεβήλωναν.
Όμως δεν ούρλιαξα.
Άλλωστε αυτή η κεφαλή πάντα συνηθισμένη
στην καταφρόνια των επιτυχών συμπτώσεων.
Σ' ολα τα μήκη της γης έβρεχε σιγανά.
Οι γυαλισμένες μπότες τους σύρθηκαν ως το κατώφλι
αφήνοντας πίσω όλο αυτό το βρεγμένο χώμα.
Πάντα κάτι μένει.
Κάπου βέβαια ξέχασαν να με σκοτώσουν σα σκυλί
πράγμα ταιριαστό για μια τέτοια βρόχινη νύχτα.
Κι αυτό το κεφάλι, όπως το τραγούδι θα ΄λεγε,
ήταν γεμάτο χρυσάφι.
Μα δεν άξιζε τίποτα.
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009
not a dumb
Those birds flaw a circle around their heads
The cup turned itself to dry
Some liquid sense of death sticks between my fingers
It's might wrong, who knows?
And those knees, they were waiting for a next life
but the guru made off with my money
and whole his fortune-telling charisma
however, roads became too wide
so i could get lost in a second
so i could find my self fortunately unable
and that smell of success
it couldn't even make me instantly high
he's found in a mess
and that famous direction to everywhere has arrived to a pointless meaning note
they're wide enough for a human
they're wide enough and i'm not a dumb
and Saturday nights he used to play his life in cards
and every dawn he spends his material success in a love lottery
where you can buy nothing but love pieces
and flesh pieces and vulgary broken bones
where your money can't buy a shit
they can't buy even a needless shit
and you're coming back home
and you've lost your life for paper kings and queens
who find theirselves so easy to be absent
and while counting fingers you cannot find
a better game to be spread
three nights before i've listened your lullaby by luck
as i was driving along the central avenue
it's been a lifetime
since those three days before
no same thing can be recognized
and i was driving a car along the central avenue
i'm a walker no more
trees on the pavement are just a grey mass
they don't smell, they don't narrate, they don't make a man longed to recall
i may am a bastard
but i am not a dumb
Faithless
from which everything can begin like a string
where Fairies enfold a possible tomorrow
but their will stays untold
'till the end of the line
Let Thiseus die with the wet sun of a morning
lovers' hearts are timed to be broken
once
is this the time for?
is this the twist?
i'm still praying
through all this defeat
faithless but consistent
i'm still praying in a God
sated by the toiled hands of a little girl
somewhere in a chinese factory
where he finds the birth of his existence
and there's no eternal hope
in a mortal soul
Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009
Lie tO mE
κι αγκαλιαζόταν από απελπισμένα χέρια,
έφευγε.
Έφευγε διωχθείς
κι αναλωνόταν μέρα με τη μέρα,
έφευγε.
Τα πρόσωπά τους μένουν στην μνήμη
σαν δυό ακίνητες φωτογραφίες φερμένες από το "κάποτε"
αναίσθητη αναπνοή στ'άσπρο χιόνι
λόγια τόσο στερεμένα από υποσχέσεις πλάι σε χαράδρες
που δεν διστάζουν να ορκιστούν αιώνες
απλά
και ξεδιάντροπα.
Ο ήχος που έκαναν τα φτερά των πουλιών, οι πευκοβελόνες που κείτονταν
ξαπλωμένες σε νιφάδες χαμένες πια από χέρι, τα σφιγμένα χέρια με τα πλεγμένα δάχτυλα,
οι ψίθυροι που ακόμη ορκίζονται.
Κι εκείνη η αδυναμία του κόσμου
να κατανοήσει την ύπαρξη ενός σύμπαντος ανέγγιχτου από χέρι
ενός σύμπαντος, όπου η αγάπη ζει..
Αιώνια, όπως την θέλησαν οι όρκοι.
Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009
Μονόδρομος για τον Charlie
Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009
παιδικούλιε
ο διάβολος έκανε μάτια γλυκά
en le reve de Francois
μπαινεί στη ντουλάπα, το λέει στη μαμά
à l'heure du déjeuner
ο φοβός του ανάβει σαν μη ελεγχόμενο καλοριφέρ
maman j'ai très de peur
υπάρχει ο διάβολος και ο Δρακουμέλ
en soir grands ils deviennent
με δόντια μεγάλα και περιβολές
Maman rit rassurante
πριν πέσεις για ύπνο πολύ να γελάς
δεν έχεις εγκέφαλο ούτε για ντιπ
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009
Το δηλητήριο
η γιατρεία
κι έτσι την κράτησε για χρόνια
την χειροβομβίδα του θανάτου
πάνω από το χρυσό του κεφάλι
πασχίζοντας για ένα κομμάτι
αιωνιότητας.
Κι έτσι κράτησε
το γαρύφαλλο
στα ματωμένα χέρια του
πάνω από τις αηδιαστικές επιθυμίες
ανθρώπινες ως το κόκκαλο
συγκράτησε μια αόριστη μυρωδία
Το δηλητήριο ήταν
η γιατρεία
απόψε θα ζήσει για πάντα.
Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009
Μελετώ την επιστροφή
αδημονώντας
για ένα αύριο ανεξακρίβωτο
που θα περάσουν αιώνες και μέρες
και λίγες ατέλειωτες ώρες
για να επιβεβαιωθεί
Μελετώ όπως χθές
με τη θέρμη που κρύβουν ακόμη
τα ακροδάχτυλα των άκαμπτα νεκρών εραστών
όπου δεν υπάρχει χρόνος να γυρίσει πίσω
δεν υπάρχει προοπτική αναίρεσης
παρά ένα φύσημα αέρα και σκόνης
και εδώ μελετώ
ίσως χωρίς διπλανό στα χαρτιά μου
με τα χέρια ψηλά κι εκείνο το μπλε κασκόλ
που κάποτε ξέμεινε πάνω μου
φερμένο από ξένο αυχένα
που πια δεν τον θυμάμαι
Και δεν θυμάμαι τίποτε πια παρά τη μυρωδιά
εκείνων των ημερών
δεν θυμάμαι τα πρόσωπα που καταπίνονται
μη διστάζοντας να φανούν εύκολα
στην λήθη και τους εγωισμούς
και δεν θυμάμαι τα χέρια
μα εκείνη η θέρμη από τα νεκρά ακροδάχτυλα
που ζωντανεύουν την πύρινη ανάμνηση
κατάφωτη από την αμαρτία
γι'αυτό γλυκιά
Μελετώ την επιστροφή
αδημονώντας
για ένα αύριο ανύπαρκτο
για μια ελπίδα που απόσπαρτάρισε
ξεστρατώντας από όσα οι Μοίρες όρισαν
μελετώ την επιστροφή
Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009
Τα ΚΤΕΛ των συγγραφέων
Έπεσε
στα απελπισμένα γόνατα του Θεού
η προσευχή
και κρεμάστηκε
με χέρια τρεμάμενα θολά
οι μνήμες ρίζωσαν
τα πουλιά πάγωσαν στην πτήση τους
η φωνή ζεστάθηκε. Έπειτα
ξύπνησαν ο ένας στα χέρια του άλλου
αφαίμαξε
το χρώμα των ματιών του
τα μυστικά έτοιμα να εκραγούν
προφυλαγμένα στη σιωπή.
Ο δαίμονας
που παρασιτεί στο στήθος,
στα τρεμάμενα χέρια και στα δάκρυα,
πόσο πεινούσε απόψε για μαρτύριο.
Έξω από τη μαρμάρινη αίθουσα του δικαστηρίου
ο βαρδάρης μετακίνησε λίγο το τοπίο,
τα φύλλα των δέντρων
και τις σκιές των πουλιών.
Μια νύχτα που κύλησε και χάθηκε
μια πρόδρομη σκέψη
που επέζησε
τα δάχτυλα που γλίστρησαν ανάμεσα σε δάχτυλα
μια υπόσχεση καθόλου εφικτή,
μια εγγύηση που ψεύδεται ασύστολα.
Απόψε, εχθές, μεθαύριο.
Αγαπώ.
Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009
τικ
Στις σκόρπιες κορυφές
τ' ανέγγιχτα, τ'απλησίαστα
σκαρφάλωσα
τα αστέρια έπεσαν σε μια στιγμή
δεν υπήρχε μυρωδιά γιασεμιού στα ποτήρια
κι η εξαναγκαστική νηφαλιότητα
πονούσε τόσο τις αισθήσεις.
Ένα πρωί
με ένπιξε η δίνη του λικέρ
σ'ενα ποτήρι ραγισμένο από φωνές
εχθές γελούσαν ή έκλαιγαν οι επάιτες
μα είχε πάντοτε τις ίδιες επιπτώσεις
κι όταν η πόλη άδειαζε
οι συνοικιές ξέβραζαν την νεκρική προσπάθεια
για λιγοστή συμπάθεια
και για χέρια πιασμένα σφιχτά σαν δεμένα
όμως κανείς δεν ήξερε
σαν πέρασε ο καιρός κι έμεινε μόνο η διήγηση στην παράδοση
αν ήτανε απλά μύθου αίνιγμα..
Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009
Το καπέλο
χαμογελούσε κρυφά
κάτω από το φθηνό του καπέλο
και στο κεφάλι του
δεν ήταν πάντα ο αρχηγός
μα ηγήθηκε
και έπειτα ήρθαν οι ήττες
σαν τις βροντερές καταιγίδες που δέρνουν
και δεν σε αφήνουν να σκεφτείς παρά μόνο την αναζήτηση
λίγων εκατοστών χώματος για να πέσεις
τα φτερά λυγίζουν, άλλοτε σπάνε και κόβονται
μα έτσι κι αλλιώς
χρειαζόταν μονάχα ένα άλμα
και λίγα σκαλιά να επιχειρήσει να συρθεί την άνοδο
και τις βασανιστικές τελείες που σ'αυτό το αράδιασμα
δεν μπαίνουν ποτέ
γιατί ουδέποτε ήξερε να πει
έναν αξιόλογο ορισμό για τη ζωή
και τί είναι το ψέμα και τι εξυπηρετεί
αλλά γνώριζε καλά να διαφυλάττει
κάτι άγνωστο που διέφευγε του νου
και πάντοτε αρκούσε..
Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009
Φύλλα πορείας
Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω.
Σε λίγο έβαλε στη χούφτα μου είκοσι δραχμές
και ένα κομμάτι κιτρινισμένο χαρτί.
Έτσι έφυγε.
Οι υποψιές αποκοιμιούνται στο μυαλό μου παθητικά. Στην παγωμένη αίθουσα ακούω τον ήχο των ρολογιών μέσα στα αυτιά μου,
εκωφαντικό,
απόκοσμο.
Έξω νυχτώνει, ίσως ξημέρωσε
δεν θυμάμαι πια γιατί πρέπει να αλλάζουν οι μέρες.
Δεν θυμάμαι γιατί προσπαθώ να λύσω την αινιγματική αυτή η κίνηση.
Έπαψα άλλωστε εδώ και καιρό να ονειρεύομαι
κάτι άλλο πέρα από την επιστροφή που μπορεί να κατακτηθεί
ίσως με μια νέα φυγή.
Η βρύση του μπάνιου στάζει τακτικά. Κανένας φόβος- μόνο αναμονή.
Αναμονή γιατί;
Για την επίπεδη γραμμή και το κιτρινισμένο χαρτί που περισσεύει.
Για τα λόγια του γερασμένου υπαλλήλου στο φαρμακείο.
Για την εξήγηση των άχρηστων 20 δραχμών που άφησε φεύγοντας.
Κανείς θάνατος.
Καμία ζωή.
Απλή, στεγνή, φειδωλή
Ματαιότητα.
Άλλωστε επέστρεφε στις βραδινές ονειρικές εξορμήσεις μου σε τόπους αλλόκοτους και μη πραγματικούς.
Δεν ξέρω πια αν ήθελα την επιστροφή
ή μόνο τα νυχτερινά όνειρα.
Φθινόπωρο.
Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009
Licking the right to crawl
Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009
Πολύ ταρίφας για να πεθάνει_επεισόδιο 4 (Σιγά τις πόρτες!)
Όσο οδηγούσε σκεφτόταν,όσο σκεφτόταν, του έρχονταν στον νου ένα ζευγάρι σχιστά μάτια μέσα από τα ρέιμπαν και έχανε τα λογικά. Το εγγόνι του δεν μπορούσε να βγει Κινέζος! Κανένας Καλαματιανός δεν την έχει 10 εκατοστά! Δ ε ν γ κ έ ν ε τ !! Θα πήγαινε στον πατέρα του πουΤσάκι Τσαν και θα του γαμούσε το κέρατο!! Θα του έλεγε: "τα τσόπστικς σου και σ'αλλη παραλία"! Θα τον απειλούσε!
Τραβά χειρόφρενο για να στρίψει επί τόπου με μια απότομη κίνηση!Ένας ξεχασμένος πελάτης- τραβεστί ουρλιάζει από πόνο στη θέση του συνοδηγού! Ενώ ο Σούλης αναζητά εκ νέου τον κανονικό μοχλό του χειροφρένου, το πι της γιαγιάς που διένυε την διάβαση σε ένα απόλυτα ατυχές τάιμινγκ θρυμματίζει τη βιτρίνα ενός chinese super store.
ΆΡΗΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ: "ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟ"
συνεχίζεται.............
Πολύ ταρίφας για να πεθάνει_επεισόδιο 3 (Ανακαλύπτοντας το αμυγδαλωτό μάτι του κακού)
Μια εβδομάδα έπειτα από τα ανίατα καθέκαστα, ο Σούλης παραλίγο να πάρει κούρσα τον Χάρο και μάλιστα χωρίς δώρο Πάσχα με αυτά που έμαθε: η μοναχοκόρη του η Μαρία, γνωστή και ως "η ξεκωλιάρα της γειτονιάς" ή "σεξουαλική επανένταξη για όλους" κυοφορούσε το πρώτο του εγγόνι. Και μη φανταστείς πως ο Σούλης ταράχτηκε φοβούμενος την κατακραυγή της γειτονιάς για το εκτός γάμου τέκνο (μπαστάρδι το έλεγαν στα χρόνια μου). Το υπέρτατο καράφλιασμα επήλθε με την γαμπριάτικη επιφάνεια: ο γαμπρός ήταν γόνος Κινέζου μεγαλομετόχου σε αλυσίδα τραπεζικών καταστημάτων.!! Τώρα το εγγόνι του θα ήταν μούφα καλαματιανό ! Αντί για ννιε και λλλιε θα πρόφερε το σουν και το τζου! Άσε που θα ήταν κιτρινιάρικο ! Πώς θα πιάσει το τιμόνι του ταξί; Θα το μπερδεύουν το παιδί με το καπό, ίδια κοψιά, ίδιο χρώμα! Πώ γαμώ τη τύχη , ήθελα να 'ξερα, το αστικό ΚΤΕΛ τους έστειλε για να τον ξεκάνουν;
Με τα προαναφερθέντα και λίγο κλισέ συζυγικό σεξ, ο Σούλης έδιωξε τον γαμπρό με τρόπο ευγενικό και με κανα-δυο σούσι στον κώλο, μαύρισε τη γυναίκα του στο ξύλο για να εξασφαλίσει λίγη αντίθεση ενόψει τόσης κιτρινίλας και επέβαλλε για τετρακισεκατομμυριοστή φορά στον μαλάκα τον γιό του, πρωτοπαλίκαρο της χέστρας, δίαιτα αυστηρή και χωρίς ψωμί. Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα,έφτυσε τα φτερά από τα μυγάκια και ξεκίνησε για τη δουλειά: τη μόνη στιγμή οπότε μπορούσε να συντονιστεί στο ντέρτι εφ εμ και συλλογιστεί καθαρά και ανεπηρέαστα.
Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009
Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009
Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009
Into the sea
Annie K used to talk about midnight moon landings
and the way she was fighting an internal enemy that always survives
how she got killed while hunting
and some tears of hate that turned to misty her eyes.
Falling her asthray on the floor with no noise
and sometimes her love was so annoying
Annie K used to narrate of a block forest home
and of too many times she has flight off her mind
human empathy just leave her alone
love torturing and the life she had fight
when the senses are gone
blank head-shell held on a phone
Annie K was a mistery punk
dyed pink hair and a bass playing funk
she had an alien lover
still she has had her mind fucked
seems to be never real sober
body nibbled run out of luck
human sympathy, so offered hands
just leave her alone
she was building her own mind's home
love torturing and the life she had fight
when the senses are gone
blank head-shell held on a phone
Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009
Απογευματινό τσάι (Τάσου Λειβαδίτη)
Άλλα γιατί με κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις. Ίσως
γιατί στέκομαι πάντα κάτω από μια μαρκίζα, αλλά δε βλέπουν ότι μια ζωή δεν αρκεί
όταν αρχίζει να βρέχει. Κι αλήθεια τι θα συμβεί αύριο; Τι συνέβη χτες; Πράξεις χωρίς καμιά σημασία
που κάνουν ακόμα πιο βαθύ το μυστήριο κι οι νεκροί μας φεύγοντας άφησαν στην είσοδο αυτή την ακαθόριστη ελπίδα
που κάνει πιο αβέβαιο τον κόσμο. Όλα τόσο θολά, σαν μια συνομιλία σ' έναν πολυθόρυβο δρόμο
«μα δεν ακούς, λοιπόν — δεν ακούς;» «ν' ακούσω τι;»
μια θλίψη παράξενη σαν κάποιος που έμαθε το μυστικό σου ν' απομακρύνεται αδιάφορος
κι άλλοτε είδα ανθρώπους πάνω στις έρημες αποβάθρες
να χειρονομούν απεγνωσμένα — ποιόν ειδοποιούσαν; Τι ήθελαν να πουν;
Απ’ όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το θυμάσαι.
Έτσι, παρ' όλο που το σπίτι ήταν άδειο, κανείς δεν ερχόταν, «αλήθεια, πόσος καιρός πέρασε», σκεφτόμουν
και θα πεθάνουμε ολομόναχοι — κι εκείνο το μικρό καράβι που μας
χάρισαν σε κάποια παιδικά γενέθλια
μας πήγε μακριά. (Πότε γυρίσαμε χωρίς να το καταλάβουμε!) Τώρα περιπλανιέμαι σε βράδια που δε θα ξανάρθουν ποτέ ή μένω
κλεισμένος στην κάμαρα μου — μόνο, για το Θεό, μην τραβήξετε την κουρτίνα
είναι ανατριχιαστικό!
«Μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε, είχε πει ο Φίλιππος, αλλά θα 'ναι αργά» και σκέφτηκα τα φαντάσματα
που εμφανίζονται όταν όλα έχουν τελειώσει (κι ίσως για να κρύψουν ακριβώς αυτό).
Άλλα τώρα χειμώνιασε, ας κατεβούμε στην κήπο κι ας θάψουμε τα παλιά χειρόγραφα.
Και κάποτε θα τρομάξεις
όταν καταλάβεις ποιος είσαι.
Κι οι εραστές υστέρα από μια νύχτα απερίγραπτη ξυπνάνε σ' ένα
φτωχό πρωινό του Νοέμβρη ενώ η βρύση στο νιπτήρα στάζει αργά σαν υπόμνηση της μονότονης
διαδοχής των ήμερων. Και πεθαίνουμε στερημένοι σ' έναν παράδεισο από λέξεις.
Κι άξαφνα
έρχεται η στιγμή που πρέπει να επιστρέψεις, βράδιασε, στη σάλα έχουν ανάψει τα φώτα — στάθηκα στο διάδρομο, είχα ένα σπουδαίο άλλοθι, αλλά το ξεχνούσα την κρίσιμη στιγμή — με κατηγορούσαν ότι συναντούσα, λέει, κρυφά τις σκιές τού παλιού σχολείου
ναι, δεν το αρνούμαι, όμως χυνόταν μόνο το δικό μου αίμα
κι υστέρα τα θλιβερά απογεύματα στέκομαι συνήθως έξω από κάποιο ορφανοτροφείο
κι απορούσα μάλιστα που στα άσυλα μοιράζουν πάντα τόσο νωρίς το δείπνο, ίσως γιατί το σούρουπο είναι μια δύσκολη ώρα
και καλύτερα να 'χει κανείς αλλού το νου του. Έξαλλου, εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες.
Γι’ αυτό κιόλας μ' αρέσει να χαιρετώ τα πλοία που φεύγουν για τον Άγιο Δομίνικο
ή έφτιαχνα πύργους με παμπάλαιες εφημερίδες που 'γραφαν για μια χαμένη εξέγερση — ποιος τη θυμάται;
κι αυτό το μυστικό που περίμενα χρόνια: κάποιος, λέει, θα με πλησίαζε και θα μου το ‘λεγε ξαφνικά —
έτσι δεν πρόσεξα τίποτ' άλλο στον κόσμο. Κι εσύ, καλέ μου φίλε, μόλις πεθάνω
θα σου γράψω με ειλικρίνεια, θα σου πω για τον άνθρωπο που μ' έφτυσε
για το κονιάκ που μου λείπει, για τα πουλιά το πρωί που με ξαναγυρίζουν στο σπίτι τού παππού.
Κι η Τερέζα κάθε φορά που πίναμε τσάι και μου επέστρεφε το φλιτζάνι, το χέρι
της ήταν ωχρό
απ’ το μακρύ ταξίδι — που είχε πάει και πότε θα γυρίσουν οι νεκροί «δε σέβεστε λοιπόν ούτε το άπειρο;» τραύλισα, γι' αυτό ετοιμάζω
τις αποσκευές μου αλλά δεν απομακρύνομαι — αφού για να γνωρίσεις τον κόσμο αρκεί
εν' ανεξήγητο όνειρο.
Τότε το εκκρεμές άρχισε να χτυπάει κι ακούστηκε η ώρα του αναπότρεπτου
έτρεξα να τους προλάβω στη σκάλα, «κανείς δεν πέθανε, τους λέω, μα όλοι είναι σιωπηλοί μάρτυρες γι' αύριο»
ενώ την ίδια στιγμή «κάπως έτσι θα 'ναι η τιμωρία», σκεφτόμουν — όπως και τα παιδικά μας χρόνια την ώρα του θανάτου μας
θα 'ναι εκεί και θα μας περιμένουν.
Και συχνά τις νύχτες ανέβηκα στις γέφυρες των σταθμών
και κοίταξα τα φωτισμένα τραίνα να χάνονται πέρα στο πουθενά.
Ώ εποχή μου, όλα ειπώθηκαν και μόνο το φθινόπωρο συνεχίζει το αιώνιο παράπονο του.
Ώσπου σιγά-σιγά το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο αίνιγμα και το φως της μέρας δεν έχει επιείκεια γι' αυτούς που ενδίδουν κι υστέρα είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο μιας αναγνώρισης που
άργησε οι φίλοι που πέθαναν, οι άλλοι που χάθηκαν κυνηγώντας κάτι
άπιαστο
λέξεις συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο τρωτό κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι από αύριο
ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή. Ποιόν θέλουμε να ξεγελάσουμε ή ποιος μας εμπαίζει;
Και καμία φορά τη νύχτα μια κραυγή που ζητάει βοήθεια ακούγεται απ’ το παρελθόν — ακριβώς γιατί ποτέ δεν το ζήσαμε
ή μας βασανίζουν αναμνήσεις από γεγονότα που δε συνέβησαν ποτέ — αλλά ποιος είναι βέβαιος για το τι συνέβη;
εξάλλου η κάμαρα μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της γης, θέλω να πω πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή ξένοι.
Ώ, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ' ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς
όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα
να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.
What i ignore is true
And those question marks were always so misty and the sign of salvation seemed always too far. What i ignore is true.
Well, i kept your little drama mixed with a fancy kitchy eau de toilette to feed your judging peeps. See, it was an eau toilette for sure..at least it works that way onto your photo where i'm parking my shit. So what i ignore is you.
Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009
Watch tiny steps inside huge shoes out.
He said "so cute but now you kid gotta go to bed", so she looked her shape and she was tiny dressed in a dress for adults.
I'm sorry Ann. You gotta hug your teddy bear now. The sea-house lives on your mind.
Ann said "Then don't pay me sympathy". And the sun went down as always
Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009
Το εμβατήριο που του 'μαθαν να λέει
"Κράτησα τη ζωή", έλεγε ο ποιητής, "γυρεύοντας το νερό που σ' αγγίζει",έπειτα σώπαινε γιατί κράτησε τη ζωή. "Έχτισα τείχη", έλεγαν οι τετράγωνοι, "να φράξω τη δυστυχία μου, την έδεσα ναυτικά με διπλό σκοινί". Στο τέλος - τέλος δεν φταίει κανείς..Τότε γιατί τίποτε δεν συγχωρείται; Γιατί το ένα δεν μεταστρέφεται; Εγώ πάντως ευτύχησα. Το εμβατήριο το έσβησα πια από τον νου. Πεθαίνω από ένα εκατομμύριο ντουφέκια που με κραυγάζουν προδότη. Αιωνιοβατώ ελεύθερος. Είχα διαλέξει. Ήταν φασίστικο...
..και του 'ρχεται να κλαίει..
Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009
Πρωινό νηφαλιότητας το βράδυ
Έτσι έζησα τη ζωή μου. Κάπως έτσι. Τουλάχιστον εκείνο το βράδυ έτσι έμοιαζαν τα πρόσωπα σαν ψεύτικα. Το πρωί έτρεξα ενστικτωδώς προς τα ΚΤΕΛ. Απεργούσαν και είπε το ίδιο να κάνει και η παραδοχή. Κάθισα σε ένα παγκάκι περιμένοντας να έρθεις να με πάρεις. Την επομένη μέρα, φοβάμαι να την αποκαλύψω εξαιτίας δεισιδαιμονιών και προλήψεων. Πάντως ο αέρας μύριζε σκόνη.
"Σουζάν, χόρεψε μαζί μου έναν τελευταίο χορό. Άσε να αναρωτιούνται που είμαστε. Παραμένεις πάντα στο μέρος εκείνο, όπου δεν χωρά κανείς. Πώς λοιπόν να ξεκολλήσουν τα χέρια σου από πάνω μου. Σουζάν, τραγούδησε μαζί μου τον τελευταίο ήλιο. Αιώνια."
Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009
Annie
she's a lover but she devout
heal and wounds meet on the same place
she's a loser she has lost face
sure this sweating is gonna drain her
they had raced fair he's on despair
now she stands against the winding
wail is plugged in now who's kidding
Doomin' insert, falling t-shirt
pay and buy whatever
acting pleasure, great kisser
she's a drama, seems a wisher
server
now she stands in front hell's bells
and she's open
and it's now and ever
acting pleasure, great kisser
she's a drama
but believe her never
Singing pulsing for a body hulking
and it's strange and lonely
tonight
Well he misses while she's hunting
and it's unfair, lack of rage and no way to fight
Crawling on their ugly lust playing
kinda dying, no one's praying
fancy talking, golden dishes
it's might taken
what she wishes
haunted dark is full of whispers
comes across with what is feared of
unforgiven are the sinners
from escapes and broken mirrors
Σάββατο 20 Ιουνίου 2009
Κυριακή, 21
Γιατί γράφω; Νιώθω μόνος, ίσως ξένος, όπως νιώθει πάντοτε κανείς ισορροπώντας πάνω στα πάτρια εδάφη. Πολύ περισσότερο: νιώθω θνητός. Ανακούφιση να 'ναι ή απογοήτευση; Μιας και είχα πειστεί πως θα σώσω τον κόσμο..
Βγαίνω στο μπαλκόνι,
βιαστικά σαν από συνήθεια. Θα γράφουν εκατομμύρια οι ξένοι στα πρόχειρα χαρτιά. Πάντως το μόνο που θα 'θελα σ'αυτήν μέσα την ολοσχερή μοναχικότητα, είναι να μείνω για λίγο μόνος.
Τρίτη 9 Ιουνίου 2009
Κατ' αρχάς, πήρε το όνομά της από τις Μούσες, θεωρούμενη ως η "Απολλώνεια των Τεχνών". Λέμε, σήμερα, οτι μουσική είναι ο επιτηδευμένος ήχος που παράγεται από τον άνθρωπο.
Όμως μικρή σημασία έχουν οι ορισμοί και εμείς σπαράζουμε για το χαμένο μας γκομενικό ακούγοντας Χατζηγιάννη.Οι Σπαρτιάτες, πάλι, εκστασιάζονταν στην μάχη εξαιτίας της ρυθμικής του αυλού. "Είναι ένα παραισθησιογόνο χωρίς εθιστική", ισχυρίζονταν.
Και είναι έτσι! Στον κόσμο ολόκληρο οι άνθρωποι παρηγορούνται, γιορτάζουν, επαναστατούν με αυτούς τους μικρούς σύνθετους τυχαίους ήχους, κάτι που με κάνει να πιστεύω πως η μουσική είναι αναμφίβολα το μοναδικό παγκοσμιώς κοινό "θρήσκευμα" μεταξύ ανθρώπων. Γιατί όλα αυτά; Γιατί η μουσική είναι η ανομολόγητη επικοινωνία με τον διπλανό μας ή ακόμη περισσότερο με τον ένθετο εαυτό μας, τον γκρινιάρη, τον χαζοχαρούμενο, τον κλαψιάρη, τον ερωτύλο..
Γι' αυτό στα πάρτυ οι νέοι βάζουν στη διαπασών τη μουσική. Γιατί είναι ώρες οπότε τα λόγια περισσεύουν. Γιατί η μουσική είναι ένα απεριόριστο ινδικό "namaste", ένα ξεσηκωτικό "άνθρωποι όλου του κόσμου ενωθείτε!" και ένα κίνητρο μεταφυσικό. Έτσι, τα βράδια οι πάντες σερφάρουν μοιράζοντας Links τραγουδιών στους ιστοτόπους, αναζητώντας τους μακρινούς "σύντροφους" τους κι εγώ, από την άλλη, βάζω το τελευταίο άλμπουμ των portishead και πάω να διαβάσω. Καλό σας βράδυ.
Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009
Δεν μπορούσε πια να τραγουδά τραγούδια θανάτου, πόνου βουβού για ταξιδεμένους που παρέλειψαν τον νόστο. Τίναξε τα χέρια του ψηλά. Τα άκουσα. Τα άκουσα να φτερουγίζουν σαν ένας Ίκαρος που τα κατάφερε.
Γιατί η αλήθεια είναι πως του αρέσει η μυρωδιά του ηλίου στα μισοβρεγμένα μαλλιά, στα μισοβρεγμένα μάτια του άρεσε η μυρωδία της ελπίδας.
Ένα πρωί ανέβηκε το βουνό. Ένα πρωί το κατέβηκε και πάλι. Θα το ξανανεβαίνει εσαεί, δεν κομπιάζει.
Η αλήθεια είναι πως του άρεσε η μυρωδία του ηλίου στα όνειρα των ανθρώπων τα τόσο θνητά.
Κυριακή 31 Μαΐου 2009
Σπληπιν γουιθ γκοουστς
Σάββατο 30 Μαΐου 2009
not like you do
Τρίτη 19 Μαΐου 2009
Χάνω την πίστη μου
Γιατί φοβάσαι, λοιπόν, γιατί
μελετάς την σιγή
μονο σε ώρες που δεν υπάρχει κανείς να ραντίσει το νεκρικό
απόγευμα μ'απαντήσεις. Η πόρτα
της ντουλάπας κλειστή
αιώνια ζεστή ανάσα μέσα της η φλόγα που σιγοκαίει
νόμιζα πως γεννήθηκες ήρωας
το ίδιο πίστευες κι εσύ
που 'ναι η σημασία όλη της κοσμικής ιστορίας,
που 'ναι η σημασία η βυθισμένη στη κόρη του ματιού σου.
Γιατί λες σκόρπια λόγια, γιατί μ'αφήνεις να μαντεύω εσφαλμένα, γιατί δεν μιλάς..
Στο καλάθι δίπλα στα πόδια
άστοχες επικρίσεις σε θεούς
καμιά πίστη στη δικαιοσύνη, πολιτική ανεπάρκεια
Τα βλέφαρα βαριά
από τα κλάματα που απόμειναν μέσα για πολύ
ο πολυκαιρισμένος πόνος
πώς να σου απλώσω το χέρι μου που μεγαλώνεις με τα μάτια τις αποστάσεις
πώς να βοηθήσεις και που ν'αρκεστώ
Είναι ένας αγώνας εν τη γεννέσει χαμένος
αέναος μόχθος χωρίς αντίκρυσμα
Που πήγαν οι ηθικιστικόλογες ανταμοιβές..
Δεν έχω πια τίποτε ενδιαφέρον να πω
κανένα αστείο να μειδιάσουν τα αδιάφορα χείλη των πάντοτε περαστικών στη ζωή
Παρά ένα κομμάτι κρέας στερεμένο, αφαιμαγμένο από τις ώρες εκείνες που δεν περιγράφονται
παραμένω ορθώς
ένα κομμάτι κρέας γρατζουνισμένο από την λάθος την μοιραία κλήρωση.
Κυριακή 17 Μαΐου 2009
Παρα(σ)τάσεις
Farewell και λυγμοί_ Πάμπλο Νερούδα
Από τα βάθη του είναι σου, γονατισμένο ένα παιδί θλιμμένο όπως εγώ μας κοιτάει.
Για αυτή τη ζωή που θα κάψει στις φλέβες του, θα πρεπε να δεθούν οι ζωές μας..
Για αυτά τα χέρια, παιδιά των χεριών σου, θα πρεπε να σκοτώσουν τα χέρια μου.
Για τα ανοιχτά του μάτια μες την γη, θα δώ τα δικά σου μια μέρα
Αγαπάω τον έρωτα των ναυτικών που φυλάνε κι φεύγουν..
Αφήνουν μια υπόσχεση…
Δεν γυρίζουν ποτέ πια..
Σε κάθε λιμάνι μια γυναίκα προσμένει..
Οι ναυτικοί φιλάνε και φεύγουν.
Μια νύχτα κοιμούνται με τον θάνατο στο κρεβάτι της θάλασσας
Αγαπάω τον έρωτα που μοιράζεται σε φιλιά, κρεβάτι και ψωμί.
Έρωτας που μπορεί να είναι αιώνιος και μπορεί να είναι φευγαλέος
Έρωτας που θέλει να απελευθερωθεί για να ξαναγαπήσει.
Έρωτας θεοποιημένος που πλησιάζει
Έρωτας θεοποιημένος που φεύγει..
Δεν θα συναντηθούν πια τα μάτια σου με τα μάτια μου..
Δεν θα γλυκαθεί πια μαζί με σένα ο πόνος μου
Κι όπου και αν πάς, θα σηκώσεις τον πόνο μου.
Ήμουνα δικός σου, ήσουνα δική μου, τι περισσότερο, μαζί κάναμε
Μια στροφή στον δρόμο όπου ο έρωτας πέρναγε,
Ήμουνα δικός σου ήσουνα δική μου,
Εσύ θα είσαι εκείνου που σ αγάπησε…
Εκείνου που κόβει σον κήπο σου ότι έσπειρα εγώ.
Εγώ φεύγω…
Είμαι θλιμμένος..όμως πάντα είμαι θλιμμένος,
Έρχομαι από τα μπράτσα σου..
Δεν ξέρω προς τα πού πάω
Απ την καρδιά σου μου λέει αντίο ένα παιδί..
κι εγώ του λέω αντίο..
~Πάμλο Νερούδα~
Τετάρτη 13 Μαΐου 2009
Ξέπνοες Οδύσσειες
Πέρασαν τόσα χρόνια..
γιατί δε με κοιτάζεις;
Μου είχες πει,
αυτή η άνοιξη θα 'ναι το δώρο σου, γλυκιά μου,
δε θυμάσαι;
Να την η άνοιξη, εσύ που είσαι,
να την η άνοιξη, είναι δική μου,
εσύ το είχες πει.
Γιατί δεν με κοιτάζεις....
Με πεθαίνεις, δεν το καταλαβαίνεις;
Είναι δική μου η άνοιξη,
την είχες τάξει.
Γιατί δεν με κοιτάζεις;
Γιατί δεν με κοιτάζεις;
[Η Οδύσσεια του Μήτσου, σελ. 69, Μπάμπης Τσικλιρόπουλος, εκδ.Κέδρος]
Δευτέρα 11 Μαΐου 2009
Γράμμα εν κενώ
Δεν μπορώ να υποσχεθώ μια νέα αρχή. Είναι που οι βουτίες σου έρχονται χωρίς να το καταλάβεις, από ένα άξαφνο σπρώξιμο στην άκρη του βατήρα, από ένα άξαφνο χέρι ένα μεσημέρι άξαφνο, ηλιόλουστο. Το να κάνεις το σωστό είναι συχνά ένα όπλο που βάζεις στο στόμα σου και δεν έχει σημασία αν το αποστρέψεις, αφού αν το χάσεις έχεις ήδη πεθάνει.
Μερικές μέρες θυμάμαι εκείνα τα απογεύματα που γίνονταν γρήγορα βράδια από τα ατέλειωτα τηλεφωνήματα, από τη μεταφορά πληροφοριών που δεν έβγαζαν πουθενά. Έτσι για να 'χουμε να ακούμε ο ένας τον άλλον. Όπως όλα τα άνθη, είναι κι αυτό μια πρασινάδα που μια μέρα μαραίνεται. Όμως η έννοια, η "άνθηση" είναι κι αυτή μια οντότητα που δεν χάνεται ολότελα ποτέ. Γι' αυτό είναι όμορφο να αγαπά κανείς. Είναι φοβήτρου αίνιγμα να παλεύεις.
Έχω καιρό να γράψω ένα γράμμα. Αλλά δεν έφυγα. Είναι καιρός που αφήνω πράγματα. Αλλά δεν παραιτήθηκα.
.........................................................Όπως πάντα
Τρίτη 5 Μαΐου 2009
Η δημοκρατία καταπίνεται τα μεσημέρια (Amber Alert:Αγνοείται καταστατικό μετρίου αναστήματος)
Στο Τμήμα Φιλολογίας ανακοινώθηκε προ μηνών η επικείμενη ψήφιση καταστατικού, γεγονός που , όπως φαινόταν, σύντομα θα αποτελούσε καθεστηκυία πραγματικότητα στο καλαματιανό ίδρυμα φλύαρων επιστημόνων. Περιμέναμε εναγωνίως, στρώσαμε κόκκινο χαλί, αδειάσαμε τους φραπέδες και μαζέψαμε τις γόπες από τον προαύλιο χώρο,αλλά καταστατικό πουθενά: φωνή βοώντος εν τη ερήμω!
Σήμερα εξακολουθούμε να στηριζόμαστε στον εύθραυστο ώμο παραταξιακών υποσχέσεων. Μπορεί να δηλώνουμε άθεοι για να ρίξουμε τις κνίτισσες γκόμενες, αλλά ως άλλοι Ισραηλίτες περιμένουμε τον Μωυσή-πολιτικάντη-άφαντο πρόεδρο του Δ.Σ., τον εκλεγμένο σχεδόοον νόμιμα, να μας οδηγήσει στην γη της Επαγγελίας, όπου μπορεί κανείς να μαζεύει με την απόχη του τα ανέμελα καταστατικά που αλανιάρικα πεταρίζουν πέρα-δώθε.
Όπως και να 'χει, εμείς καταστατικό δεν είδαμε! Μας έταξαν στην τελευταία συνέλευση πως θα ενημερωθούμε και θα ψηφίσουμε τα σχετικά μια ανάσα πριν από τις διακοπές του Πάσχα. Πέρασε το Πάσχα, μέχρι και ο Ιησούς αναστήθηκε, το καταστατικό αναζητάται ακόμη από το τοπικό Α.Τ. όπου κατετέθη η δήλωση εξαφάνισης. Στην προσπάθεια ανεύρεσης (αν και πιο πιθανό είναι να πάθουμε ανεύρυσμα) μετέχει το Φως στο Τούνελ και το χαμόγελο του γουδιού παιδιού.
"Και τί το θές τώρα ρε μαλάκα το καταστατικό; Δεν σε καλύπτουμε και βάλθηκες να μας εξοστρακίσεις τους εκλεγμένους καρεκλοκένταυρους; τι καρεκλοκένταυροι δηλαδή που ούτε μια καρεκλίτσα να παρκάρουμε τη κουρασμένη από την γενική αποχή και ξεκούραση κορμάρα μας δεν φέρατε."
Το πρόβλημα δεν καταδεικνύεται προσωποπαγώς, όχι οτι έχουμε και κανέναν ενδοιασμό να το κάνουμε. Το θέμα είναι η προβληματική της άσκησης του δημοκρατικού φοιτητικού δικαιώματος εντός των πολιτικών πλαισίων. Το θέμα είναι πως η εσωτερική διαχείρηση του τμήματος (υλικά και αναλυτικά) ανήκει σε κάποιον άλλον εκτών ημών. Το θέμα είναι οτι ουδείς κανόνας θεσμοθετεί τυπικά τις συνελεύσεις μας. Το θέμα είναι οτι οι αποφάσεις μας πάσχουν από ευθιξία και ευμεταβλητότητα. Η ψήφος μου αποβαίνει εν τέλει αμφισβητήσιμη.
Γι'αυτό στις 13 Μαίου, όπου κι αν κατευθύνεται η επιλογή μου, δεν ψηφίζω απλώς: απαιτώ! Δεν ξεχνώ, δεν αμελώ!
Αν δείτε το καταστατικό πουθενα -για να μην ξεχνιόμαστε- πείτε του να πάρει ένα τηλέφωνο εκείνη του φουκαριάρα τη μάνα του που γέρασε πριν την ώρα της, εμείς της λέμε πως είναι καλά στην υγειά του και οτι μάθαμε πως μπάρκαρε ανεπιστρεπτί.
Πέμπτη 30 Απριλίου 2009
Απογεύματα..
Κι έτσι απλά είχε αυτοπροσδιοριστεί ριψάσπις. Το πρωί έριχνε αδιάφορα το μπλε φουλάρι στο λαιμό.
Ήταν δεκάδες τα παρερχόμενα πρόσωπα. Ήταν χιλιάδες τα ίδια λόγια. Το μεθύσι από το κρασί ήταν περίπου το ίδιο.
Τα απογεύματα φυσούσε απαθώς τον καπνό, κάποιες στιγμές φυσούσε ακόμη τους δυσάρεστους άξαφνους στοχασμούς. Ενδότερα έρρεαν αγωνίες.
Έτσι απλά αυτοαποκλήθηκε προδότης. Στις μάχες έριχνε λευκό. Πού καιρός για αναταραχές στο εσώτερον!; Το αράδιασμα αποβαίνει στυφό.
Θα έρθει η στιγμή
που το φουλάρι δεν θα καλύπτει το παλίο σημάδι που ευλαβώς συντηρείς.
Τί σημασία έχει που γέρνας όπως άλλοτε; Πρέπει να μάθεις να πετάς.
Κυριακή 26 Απριλίου 2009
God please! I need one more life to waste..
Γι'αυτό σου λέω συνεχώς: Είμαστε εγκλωβισμένοι στο τι είναι καλύτερο για τον άλλο..
Γι'αυτό σου λέω, μικρής αξίας είναι..χρειάζομαι μια ακόμη ζωή να τη σπαταλήσω για το τίποτα.
Γι'αυτό επιμένω..χρειάζομαι άλλους τόσους ανθρώπους να παρέλθουν σαν να μην ήρθαν ποτέ, χρειάζομαι άλλες τόσες εμμονές να με αποτρελάνουν, χρειάζομαι άλλη μια ζωή κι όχι το φάρμακο κατά της θνητότητας..άλλωστε έχω κι ένα σύμπαν να σώσω!
Τρίτη 21 Απριλίου 2009
Επειδή...
Εκείνη αναστέναξε βαριά. Ξεκλείδωσε το μικρό ντουλαπάκι στη γωνία κι έβγαλε ένα μικρό τετράγωνο δοχειάκι φαγητού. Το άνοιξε. "Γιατί,γιατί..Γιατί είναι η πούτσα σου μικρή", απάντησε κι μπουκώθηκε με την σκορδαλιά.
(Δεν το περιμένατε, έτσι;)
Black soul choir
Και τώρα πρέπει να χτίσουμε ένα νέο κομμάτι για έναν ή ίσως για δύο.
Αναζητούνται, ως εκ τουτου, στάχτες προς άγραν. Διαβολεμένες ψυχές προς πώλησιν συμφέρουσα. Μιας κι αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος εντεύθεν δεν ήταν παρά η μεγαλύτερη απάτη του αιώνος. Παρά ταύτα, ακόμη και ο στεφηφόρος στο τέλος ανασταίνεται.
Τρίτη 14 Απριλίου 2009
Κάθε
Το διαισθάνομαι κάθε Παρασκευή βράδυ: οι άνθρωποι γύρω μου κι εγώ δεν έχουμε κανένα απολύτως κοινό. Ίσως μόνο εκείνο το αίσθημα μιας σταθερής ανικανοποίησης, όταν δεν βρίσκεις κάποιον να συνεννοηθείτε επιτέλους.
Κι εκείνη η προδιαγεγραμμένη μοίρα, η πολλά υποσχόμενη πολλάκις αποτέλεσε άλλοθι μοναξίας, αλλά να που σήμερα ανακάλυψες μέσα σου ένα τέρας και καμία μεγαλύτερη απογοήτευση από την συνειδητοποίηση οτι χειρίζεσαι ένα ταλέντο τόσο μα τόσο συνηθισμένο..
Δευτέρα 13 Απριλίου 2009
Αναβολές
Σάββατο 11 Απριλίου 2009
MayB
echoes come undone in the near-ending
let wailing die before it stops
you said pretty things so real
you insist on believe
but maybe i am a quitter
dreams for dreamers
shit for realists
see i keen on
but maybe i am a laughter
greys on mind
and your memory's so stuck on the walls
i'm living in a world of yours
well maybe i don't wanna go back home
maybe i don't wanna go back home
those ashes deprive us a lot
you tried to explain, i tried to laugh
although rain drops,hon, they never ask
i'd so tried to survive
maybe i am a non-brave
promises are flying like she holds on
i heard her crying on morning
she said they guide her,i swear they don't
so cut your easy pride of
maybe she's just a mental disorder
maybe she's rocking no more
Jester's the fate that offers
unknown remains what tommorow knows
maybe i'll find you inside my closet
with your black venom shirt i adore and some smell of nafthaline
maybe i hear your calling from
or maybe i'm just someone lost in a stranger's dreaming
or maybe i am only a quitter
Παρασκευή 10 Απριλίου 2009
Πολύ ταρίφας για να πεθάνει (επεισόδιο 2: σχιστομάτικη κατάρα)
Όπως προείπαμε, ο Σούλαρος δεν υπήρξε πρότυπο ψυχραιμίας, αλλά ένας ρηξικέλευθης φύσεως μαλάκας, ξεχειλισμένος από τσατίλα και διάθεση για άνευ αιτίας μπινελίκι. Ίσως έφταιγε η πίεση της δουλειάς, ίσως και η εν τη γεννέσει ανεβασμένη του πίεση. Μην ξεχνάμε οτι ο Σούλης είχε πίσω του και μια οικογένεια την οποία υπεραγαπούσε σχεδόν όσο και το ταξί του τις Παρασκευές, τις οποίες θεωρούσε αργίες και απέφευγε να τους σπάει στο ξύλο. Βέβαια, δεν είχε και άδικο..δυό δουλείες έκανε για να τους έχει στα ώπα κι εκείνοι τον έγραφαν στα αρχίδια του παππού. Γιατί ξέχασα να σας πω πως τα βράδια που ο Σούλης δεν κατέβαζε ιδεές για απάτες με το ταξίμετρο, κατέβαζε τα παντελόνια του στην πλατεία Μαβίλης για να βγάλει τουλάχιστον τις βενζίνες, όταν έπεφταν αναδουλειές.
Όμως για να μην φλυαρώ και μου καεί το φαγητό, ας μπώ στο ζουμί.
Τρίτη μεσημέρι κι ο Σούλης επιστρέφει στο σπίτι να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και να πιάσει κανένα συζυγικό κώλο, για να επιστρέψει στο καθημερινό του μόχθο, που πλέον είχε μετατραπεί σε πάθος χειρότερο κι από τον τζόγο. "Γυναίκα, τί διάολο θα φάμε γαμώ το μουνί της πάπιας;", ρωτά, "Παρήγγειλα κινέζικο" απάντησε η σύζυγος (αλβανικά:το τσίζυγκο) με μια αδιαφορία που έκανε τον Σούλη έξω φρενών, ειδικά όταν παρατήρησε πως η γυναίκα του τον τάιζε παπάρια σχιστομάτηδων επειδή παρακολουθούσε μια μαλακισμένη σαπουνόπερα στην τηλεόραση και το χειρότερο; Επρόκειτο περί ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΣΑΠΟΥΝΟΠΕΡΑΣ υπό τον τίτλο: "Που Τσου: ο γόης των ζουμπάδων"
Δεν φτάνει που τους έτρωγε στη μάπα στις κούρσες, ήταν τώρα αναγκασμένος να τους βλέπει και στο σπίτι του τους γαμημένους τους Κινέζους. "Εσύ ρε μούλε χοντρέ δεν μιλάς;", ρώτησε πληθωρικός από πατρική στοργή τον γούδακλα υιό του, που όμως είχε χαζέψει με ένα συλλεκτικό ατάρι, αποκύημα της καταραμένης κινέζικης τεχνολογίας.
Ο Σούλης πέταξε το κωλοφαγητό τους από το παράθυρο, τους σκυλόβρισε για να μην αφήσει απωθημένα κι είχε να κοινωνήσει την Κυριακή και χτύπησε την πόρτα πίσω του.
Σάββατο 4 Απριλίου 2009
Πολύ ταρίφας για να πεθάνει (επεισόδιο 1: η γνωριμία)
Ο Σούλης ήταν γνωστός τσάτσος του ταξιμέτρου. Είχε έναν γίο στην εφηβεία, ολίγον τι στρουμπουλό - εγκλωβισμένο μπόι απαιτούσε να το λέμε η γιαγιά- κολλημένο με την Χριστίνα από τα Αγγλικά, το nitendo και ανάξιο μαλάκα. Είχε επίσης μια κόρη, λίγο πιό νορμάλ, αν και αντιμετώπιζε μια παράξενη εμμονή με την τακτοποίηση της ντουλάπας. Στο τέλος, βέβαια, το μυστήριο της εμμονής επιλύθηκε κι αυτό, όταν ο Σούλης ανακάλυψε ανάμεσα στα μετεφηβικά σουτιέν της κόρης, τον κουνιάδο του, έναν παλιό γείτονα, έξι αγγούρια, δύο φούξια μαστίγια και έναν παππού με κάμερα.
Ο Σούλης, που λες, ήταν καλό παιδί, με μοναδικά ελαττώματα τον οξύθυμο χαρακτήρα και την καλαματιανή καταγωγή του. Δούλευε ταρίφας από 20 χρονών, με ελάχιστα επαγγελματικά διαλείμματα, όπως τότε που τον συνέλαβαν όταν τράκαρε χάνοντας τον έλεγχο του αυτοκινήτου, επειδή είχε μπερδέψει το GPS με το Grand Turismo.
Στην Αθήνα του 2009, έπαιρνε συχνά κούρσες με Κινέζους, που όμως είχαν αποποιηθεί πλέον την ιδιότητα του τουρίστα και είχαν μετατραπεί σε μόνιμους κατοίκους Ελλάδας και δη Αθηνών, πράγμα που έκανε την πορσελάνινη μασέλα του Σούλη να τρίζει από τη σύγχυση εκτοξεύοντας παράλληλα πάσης φύσεως μπινελικολογίες.
Επ; Είσαι η Βίλλυ Μπέλο από το Φέισμπουκ;!
Facebook: Φέρνει τους πρώην,τους μαλάκες και τις βλαμμένες διπλανές που θέλουμε να ξεχάσουμε κατευθείαν μέσα στο σπίτι μας.
Σάββατο 28 Μαρτίου 2009
Γαμώτο!
Δεν πεθαίνω.
Εσύ
Δεν εγκαταλείπεις.
χτυπημένοι στη φτέρνα
Οπότε έρχεται άξαφνα η απάντηση,
ο στίχος που παλεύεις να κρατήσεις στην άκρη των χειλιών
ισχυρίζονταν τα καζαντζάκεια γραπτά
κι εγώ φοβάμαι
στην έρημη πόλη"
Θυμάσαι; Λέγαμε: "κάποιες φορές θες απλώς να ξαπλώσει ήσυχα και να πεθάνεις"
Τώρα σταμάτησε να βρέχει κι είμαστε σχεδόν εκεί
Έψαχνε απλά έναν δρόμο προς διαφυγή.
"σ'αγαπώ", ψιθύρισε
και έσβησε το φως.
Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008
Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008
Your little grey things i swear to compose..
We have turned to friends
and we have been friends
I've been carried away
he's been carried away
Send really loveable emails
News of life, short details
And he talks sense
where i talk sense
It's only when we meet
i go insane,i'm on my feet
It's only when..
hormonespirits are going wild
thankful grey sweet advice
So there we are..
So there we are
no attachments,no flirts, no candles
I narrate how great is being alone
insist i was no ready at all
that he's still a great person and a mate
that our thing is out of date
I'm not that short seed pleasure
that's what i say
an ode to sad's a treasure
stupid things i say
Well we did,we did kuddle for a bit
we did indeed
and it was when i left,he was in my pray
but i swear i didn't try to suck his kiss away
you gave me comfort
you gain me comfort
but i still need some time to recover back
with ass on ground and emotions' lack
Hope read some more,words that bad
read your smoke this time not sad
so i hope you're ok
we have been friends
let me retire in end
Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008
Η βαλιστική και οι δηλώσεις Κούγια

Σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις του γοβόπληκτου δικηγόρου, η σφαίρα εξοστρακίστηκε έπειτα από πρόσκρουση σε διερχόμενο U.F.O, όταν το τελευταίο, καταδιωκόμενο από άνδρες της ομάδας Ζ, παραβίασε το κόκκινο φανάρι.
Το γεγονός επιβεβαίωσε ο οδηγός του U.F.O και πασίγνωστος νταής του ελληνικού πενταγράμμου κος.Καρβέλας σε συνέντευξη του σε γνωστή φυλλάδα, η οποία πρόσφατα απέκτησε διπλή χρήση σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την προσπάθεια των αναγνωστών-θυμάτων της οικονομικής κρίσης να κάνουν το σκατό τους παξιμάδι. «Όλα άρχισαν όταν αυτός ο τραμπούκος, αυτό το συνοικιακό μπατσόνι του κερατά με μπέρδεψε με τον Θεοφάνους», δήλωσε σε ξύλινη γλώσσα ο αηδία αοιδός.
Όπως αποφάνθηκε ο κος. Κούγιας κατά την προαναφερθείσα ενορατική διαδικασία που τώρα παίρνει διαστάσεις βαλλιστικής έρευνας: «Τη τελειωτική παρέμβαση στην πορεία της σφαίρας έκανε γλάρος που άργησε στην αποδήμηση, όταν με ένα πετάρισμα οδήγησε τη σφαίρα σε πρόσκρουση με ζαρντινιέρα γνωστή για το κακό της τάιμινγκ.». Αναζητήσαμε ματαίως το παντελώς αποπροσανατολισμένο πτηνό (μα γλάρος στα Εξάρχεια;;).
Η είδηση συγκίνησε το Πανελλήνιον που, αναθυμούμενο ένα παρόμοιο σκηνικό στο 12.347.497 επεισόδιο της Λάμψης, όπου ο Γιάγκος Δράκος έχανε το τελευταίο medium σακάκι Gaultier μέσα από τα χέρια του ένεκα των εορταστικών προσφορών (σκηνικό παντελώς άσχετο με το θέμα μας,αλλά κοινό είναι αυτό, ο,τι θυμάται χαίρεται) έσπευσε στο κέντρο προς τέρψιν της καταναλωτικής του βραδυνής λιγούρας. Δυστυχώς όμως, προς έκπληξην των λυσσασμένων πιστών του Άγιου Διαφημιστή, προστάτη του πλουραλισμού, η αγορά ήταν κλειστή εξαιτίας μιας πορείας οδοκαθαριστών της ευρύτερης περιοχής Εξαρχείων που διαμαρτύρονταν για ασέβεια της αστυνομίας απέναντι στο έργο τους με το σκόρπισμα καλυκων από εδώ κι από κει. Κάποια φώναξε: «Πίσω μωρή Μπουρνιαζιότισσα, το ταγέρ είναι δικό μου!» και το συγκλονιστικό σύνθημα της επανάστασης διαυλίστηκε αστραπίαια μέχρι τους τελευταίους της ουράς. Κάπως έτσι άρχισαν να καίνε την Αθήνα. Το χάος συμπλήρωσε ένας απόδημος της Ζαχάρως που σε μια προσπάθεια να νιώσει σαν στο σπίτι του έκαψε το δέντρο στο Σύνταγμα (κάκως! Το ίδιο το Σύνταγμα έπρεπε να κάψει).
Σειρά είχε η εμφάνιση του Αλέκου Αλαβάνου που προσπάθησε να καβατζώσει κι αυτός κανένα μπλουζάκι με γιακαδάκια μπας και πάρει πίσω την προεδρία από τον Αλέξη. Η αιρετικής φύσεως άρνηση του να πλένει τα πόδια του δημιούργησε εν τάχει ένα πλήθος κουκουλοφόρων, δηλαδή απλών μανιακών καταναλωτών που επιχειρούσαν να διαφύγουν της μπόχας. «Είμαι κατά βάθος κομμουνιστής», διακύρρησε ο φέρελπις πρόεδρος, αλλά πιστεύω πως αρκούσε μια αξύριστη μασχάλη…
Η αποψη του μακρυχερη ιερωμενου Εφραιμ για τα τελευταια γεγονοτα ζητηθηκε σε συνεντευξη του στο ασκητικο τζακουζι της μονης. Ο ίδιος αφοσιωμενος στην προσευχη και την Αννιτα Πανια, φαινεται πως αγνοουσε τα τεκτενομενα, καταφευγοντας ετσι σε απαίτηση αποσαφηνισης του ορου "τελευταια γεγονοτα".Ο δημοσιογραφος της εκπομπης μας "100 παραθυρα κι ολα του νομων" εξηγησε: «ενα παιδι εφαγε μια σφαιρα στα Εξαρχεια,εχετε κατι να πειτε για αυτο;».. «Βεβαίως! Ήταν τουλάχιστον νηστίσιμη;».
Σοκαρισμένος από την είδηση αποσυρθηκε εν τελει στα ιδιαιτερα του κανοντας δεηση τω κυρίω και νηστεια με κοκορετσι το οποιο επονομασε δια προσευχης αρακα"
Η συνέχεια μετά τα σουβλάκια..
Αυτή είναι η Γενιά των 700 εμποδίων!

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008
Κι έτσι έχασε τα πάντα..

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008
Των απίστων τεχνών..
Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008
Ενταση στο Παν.Αιγαίου και έπεα πτερρόεντα..
(Άλλωστε σε μια κοινωνία εγκληματιών,η μοναδική τελική αμαρτία είναι να σε πιάσουν,σ'εναν κόσμο ληστών το μόνο λάθος είναι η ηλιθιότητα,όπως έλεγε ο Τόμσον κι ο Πασχάλης ασχέτως ιδιότητας- ή απλά άσχετος στην ιδιότητα που επικαλείται-πιάστηκε αφ'εαυτώ και όχι μόνο αυτό,πιάστηκε σαν ηλίθιος.Διότι και το τελευταίο κλεφτρόνι ξέρει πως η ομολογία, όταν σ'εχουν στριμώξει, μειώνει μια ποινή κατά δύο έτη)
Ας επιστρέψω,όμως, στο πολύβοο θέμα τον φοιτητικών αντάρτικων, κάνοντας εν αρχή μια σημαντική παρατήρηση: Οι φοιτητές είναι αγανακτισμένοι κι οι πρυτάνεις έχουν τόσα συμφέροντα προς εξυπηρέτηση, οι φοιτητές έχουν μια φρούδα επανάσταση να ανάψουν κι οι πρυτάνεις μια ισορροπία να επιβάλλουν. Όλα αυτά αποτελούν όψεις του ιδίου ακριβώς ευρώ. Ακόμη και το αφορισμένο από κάθε λογής "αντάρτη" Σύστημα είναι ένα πάζλ στο οποίο μετέχουμε αλλά σαφώς υπάρχουν και πολλά άλλα κομμάτια που δεν μπορούμε να καθορίσουμε. Πιο απλά.το σύστημα, που φαίνεται πως μας καταδικάζει σ'εναν αμαρτωλό,ματεριαλιστικό,απαθή ή άφρων τρόπο ζωής (το επίθετο εξαρτάται πάντα από την παράταξη στην οποία ανήκεις) είναι σαν τον ίδιο μας τον εαυτό.
Και ποιοί είμαστε εμείς;Φυσικά εσύ είσαι Εσύ. Αλλά δεν είσαι μόνο εσύ, είσαι οι γονείς και ο δάσκαλος σου, ένας σωρός από προκαταλήψεις και πεποιθήσεις,η ύλη των πανελληνίων και το cosmopolitan που διαβάζεις, είσαι ένα μείγμα μιμήσεων,τα πρότυπα σου και αυτά που αποφεύγεις όπως ο διάβολος το λιβάνι. Μιλώντας λοιπόν για εξουσία, αναφέρεσαι σε μια εξουσία που έχεις και δεν έχεις. Δεν είσαι πιόνι επειδή βαριέσαι να αντιδράσεις, αλλά ούτε είναι αδύνατο να ξεφύγεις.Ακριβώς σαν δύο παιδιά που πήγαν σε εκκλησιαστικό σχολείο με συντηρητικούς γονείς και περίγυρο, το ένα έγινε παπάς, το άλλο χούλιγκαν..
Κι έτσι στα Πανεπιστήμια πέφτει ξύλο για ένα Σύστημα που όλοι κατονομάζουν και κανείς δεν γνωρίζει. Έτσι κι αλλιώς η λέξη "πολιτισμός" έχει πάψει να υφίσταται εδώ και δεκαετίες. Κι η αλήθεια είναι πως αν σε περικυκλώσουν λύκοι δεν θα ανοίξεις debate για το αν θα σε φάνε ή όχι. Κι αν ο πολιτισμός ορίζει μια συγκεκριμένη νομιμόφρονη συμπεριφορά εντός κάποιας κοινότητας,τότε λάβε υπόψιν πως κάθε κοινότητα δεν είναι "πόλη", υπάρχει και αγέλη και το μαντρί και το σμήνος κι εκεί οι "πολιτισμένες" συμπεριφορές μπορούν να σε φάνε λάχανο. Και τα Ακαδημαικά ιδρύματα είναι πια κέντρα εκπαίδευσης, όχι πνευματικής μόρφωσης. Κανένα τσιουάουα δεν εκπολιτίστηκε επειδή έμαθε να κατουράει στην αυλή.
Οπότε μην απορείτε καθόλου για τα γεγονότα. Ξύλο και βία και νοθεία και νάρθηκες και φίμωτρα. Τί διεκδικούν όλοι αυτοί; Άγνωστον! Λες και κέρδισε ποτέ κανείς κάτι με πορείες και καμμένες εγκυκλίους. Μόνο με σιδερικό γίνεται ανατροπή,από την ολιγαρχία στην Τυρρανίδα και τούμπαλιν. Λες και κατάλαβε ποτέ κανείς τι κέρδισε..
Πάααααααλι φλυαρώ..
Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008
Ταδε έφη.
Μερικές εκατοντάδες μίλια πιο πέρα,ο Οδε μουτρώνει όταν οι βοσκοί του πιάνουν κουβέντα."Ζει ασκητικά",ψιθυρίζουν στα κάτω χωριά κι ο Οδε το νιώθει για μομφή.Τους αγαπάει τους ανθρώπους,μα δεν τους θέλει.Κι ίσως να είναι το ίδιο εκείνο πρόσωπο, ο Όδε, βυθισμένος σε σκέψεις να κάθεται στη καμμένη γη σαν να 'ναι τα φύλλα ακόμη χλωρά."Είναι τρελλός,δεν πήρε μυρωδία τον εμπρησμό και,λένε,μιλάει με τα πουλιά και τα δέντρα" και κάτω από ψέμματα κι ανακρίβειες,γίνεται η ζωή του απλού μύθος παράξενος κι απόδειξη.Ίσως,σου λέω,να 'ναι το ίδιο το πρόσωπο.
Η πόρτα κλείνει βαριά.Ένα ρεύμα πετάει το καπέλο του στο πάτωμα,τα γόνατα λυγίζουν σαν ψεύτικα.Θα κλάψει;Θα γελάσει;Χρόνια στη μαντική. Άλλοτε παραγκωνισμένος και πότε-πότε θεός.Ο τελευταίος αφαιμακτής της ακούσιας φύσης αποχώρησε καλυμένος από τα λόγια κι η πόρτα έκλεισε.Δεν έβρεχε,ο καιρός ήταν γλυκός,ανοιξιάτικος.Ο Τις βρίσκεται στη μέση του στενού δωματίου,με τα γόνατα να σκάβουν το χαλί του ξεθωριασμένου μπορντό,σε υφάσματα ανάμεσα ,βελούδινα κι απόκοσμα.Πέρα από την ίδια του τη φύση,κανενα άλλο σάβανο δεν μπορεί να πάρει κανείς μαζί του.Το μόνο που σε τυλίγει στην άκρη του γκρεμού,λίγο πριν επιλέξεις αν θα πέσεις ή θα πνιγείς,τα δευτερόλεπτα εκείνα της ακινησίας,όπου βρυχώνται οι αποφάσεις σαν θηρία,μόνο η φύση σου σε ακολουθεί.Κι ίσως ούτε αυτή.
Όμως ο Τάδε ξέσπασε σε λυγμούς.Γιατί όσο κενή κι αδιαφανής κι αν φαινόταν η ζωή του,μυριάδες πρόσωπα ανυπόμονα έχαναν την ευκαιρία της προσμονής εξαιτίας εκείνης της δόλιας ανικανότητας των λέξεων να πάρουν τα ινία,να ξεστομηθούν,να σοκάρουν,να λατρευθούν.Κι όταν εκείνος κατέβασε το μοχλό,η καρέκλα δεν έδινε πια χώρο για εξηγήσεις, τα όνειρα κι οι συνειδήσεις πήραν φωτιά με την ευκολία των 1800 βόλτ.
Ο Εκείνος κρίνεται απόψε αθώος.Το πρωί θα είναι και πάλι ελεύθερος.Αστείο,τί σχέση έχει η ελευθερία με το ζήτημα της φυλακής;Ο Εκείνος κρίνεται αθώος,μα όχι επιλήσμων..
Εν μέσω (απόσπασμα)
Κανείς δεν μιλούσε και κυλούσε επιλήσμον το σκηνικό του πολέμου, όπου το ξύλινο τραπέζι μετατράπηκε σε σημαινόμενον κάποιου καταφυγίου και πάνω εκεί αφέθηκαν οι αλήθειες,οι σκέψεις κι όλα εκείνα τα απόκρυφα που χωρίζουν.
Θα περίμενε κανείς να ξεδιαλύνουν τα πράγματα,μα το σούρουπο και το τραπέζι-που είχε πια οικειοποιηθεί ένα σωρό συμβολισμούς και παραλογές- δεν ήρθαν για να σώσουν και να ξεμπερδέψουν,ήρθαν φέρνοντας μονάχα ένα τέλος και μια αρχή,πέρα από τις προαναφερθείσες αμαρτίες,πέρα πολύ κι από τα βογγύοντα αίματα.
Κάποιος πρακτικός συλλογισμός προσπάθησε έπειτα να λογαριάσει τα συμβάντα και τα αμφίβολα σημαινόμενα..Διαβολεμένη τύχη,η συνέντευξη και οι έρευνες,η γκρίνια και τα σημεία,η συναυλία,το εκεί στα χέρια,το εδώ και το τώρα.Μα ποιός να λογαρίασει, όταν εκλείπει η λογική και τα αίτια; Και γιατί να λογαριάσει κανείς,όταν η τύχη δεν ζητάει τη γνώμη μας πουθενά;
Η πόρτα άνοιξε αποφασιστικά,κάποιος άγνωστος στάθηκε για ένα λεπτό νευρικά:" Ε όχι!Όχι πια!Τώρα,πλέον, να καλοδέχεστε το πρόσωπο αυτό,που προσπάθησα να τ'αλλάξω χίλιες δύο φορές για το καλησπέρα σας.Ειδάλλως,κρατήστε τα χέρια κλειστά και τη φιλοξενία των ξένων να σωπάσει,στη πόρτα που δεν θα σπεύδω να την χτυπήσω,παρά μόνο με την όψη αυτή,τη γεμάτη από λάθη και κατορθώματα.Φτύστε ή πάψετε.." κι η φωνή κόπηκε στη μέση,αποκρύβοντας τα επικείμενα λόγια του.Γρύλλισε χωρίς κάποιο νόημα,στεκούμενος στη πόρτα ακόμα,εκείνο το άγνωστο το αρραγές πρόσωπο,που 'ρθε από το πουθενά.
Περίμενε κανείς να γυρίσει και να φύγει,μα όλοι σώπαιναν κι έτσι κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στη πόρτα, ίσως για να 'ναι κοντά στην έξοδο,πιθανότατα κι απο διακριτικότητα,μιας και θεώρησε τη σιωπή τους επιτίμηση.Έμεινε εκεί με το κεφάλι σκυμμένο-αμηχανία! Με ένα χαμόγελο κρυμμένο,που έγινε βαθμηδόν αγυγκράτητο. Γέλασαν οι άλλοι και του έκαναν νεύματα να πάει στο τραπέζι,να καθίσει κοντά,να εναποθέσει κι εκείνος τα θυμοειδή που δεν γνωρίζουν από κρίση και λογική,παρά μόνο από αταξία και προφανή ασυνέχεια.
Κι αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας της ζωής,των συμπτώσεων και του πατέρα πολέμου,ίσως δεν ήταν καν η αρχή,μιας κι ο χειμώνας θα ερχόταν ξανά γοητευτικά βροχερός με νέες αμαρτίες,νεόυς ξεγραμμένους και φρέσκα αίματα..(....)
Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008
Δοκιμιακά ερανίσματα για να σκοτώσετε την ώρα
Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008
Ημερολογιακά και αόριστα και ψευδή
Τις νύχτες με αυτή την όψη,ανακαλείται στην μνήμη μου-που με προδίδει ανέκαθεν και έχει την τάση να εκδικείται-η εικόνα των σταθμών ξημερώματα μέσα από το παράθυρο του τρένου.Αμφιβάλλω αν υπήρξε πιο μυστικιστική εικόνα.Κι έτσι μένω στο μπαλκόνι,άλλοτε με κρασί,πότε με λίγο ελληνικό καφέ να μου θυμίζει τον παππού, και περιμένω μια υποτιθέμενη επιστροφή,μια επίσκεψη απρόσμενη προσώπων επιβιωσαντων από σβησμένα μπλόγκς και απόπειρες της λήθης.Το πρωί δεν θυμάμαι να γραντζούνισε κανείς τον τοίχο πέρα από τα φαντάσματα.
Ίσως η μυθοπλασία που διέπει τις νύχτες με τη μυρωδιά της βροχής και την υγρασία να ευθύνεται για τα ρημαγμένα μου συρτάρια,για ξεθαμμένα γράμματα που τελικά δεν επιχειρώ να ξαναδιαβάσω.Πού ξανακούστηκε τέτοια βεβήλωσις διατυπώσεων που δεν αντιπροσώπευσαν τίποτε παραπάνω από την ίδια την στιγμή κατά την οποία συντάχθηκαν;!
Αυτά τα βράδια,κρυφοκοιτάς τα πεζοδρόμια,αναμένοντας το ξεμύτισμα απίστευτων πλασμάτων.Στο τέλος η νύχτα σε έχει κοροιδέψει ξανά,τίποτα δεν φάνηκε.Ούτε οι ταξιδιώτες,ούτε τα παραλελυθότα πρόσωπα,ούτε εχθροί.
Η μέρα θα είναι άλλη μια.Η ανάρτηση θα είναι και πάλι αόριστη,τα ψέμματα δεν θα 'ναι διόλου πρωτότυπα και οι αναμνήσεις δεν θα φέρουν πίσω τίποτα απολύτως.Πάλι καλά να λες..
Ζητείται ελπίς(workin on it)
Ξαφνικά σηκώθηκε,πέρασε από τον παλιό σταθμό των τραίνων ώσπου έφθασε στο πάρκο.Τότε μου ήρθε στο μυαλό σαν μεταφυσικό κι ανεξήγητο εκείνο το τραγούδι του Αγγελάκα.."Ο χαμένος τα παίρνει όλα"..Mελωδία μίζερη,με νότες που χτυπούν στην μνήμη νευρωτικά.Και δεν υπάρχει δρόμος για να γυρίσεις παρά μόνο χαλάσματα.Και δεν υπάρχει ούτε τώρα μα ούτε και πριν.Από αυτές τις στιγμές που αναδιπλώνεται μπροστά σου η ματαιότητα όλη του κόσμου και της ύπαρξης, σε χρόνια όπου προσπάθησες να καθορίσεις όσα θα παραμείνουν άγνωστα και εκπαιδεύτηκες να αγαπάς και να μισείς με έναν τρόπο και χόρτασες και στάθηκες ικανοποιημένος και υπερήφανος.Ώσπου ένα τραγούδι ενός μεθυσμένου,που δεν σημαίνει τίποτα, να σου θυμίσει τα τη συνειδησει απωθημένα και οικτρά.Πφφφ..δεν ήταν παρά ένας τύπος νευρικός σε ένα παγκάκι,πιθανόν ερωτευμένος ή αλλόκοτος,ίσως με μυστικά από αυτά που δεν ξεφεύγουν του τέλους.Τί τελικά μας δίνει τις ερωτήσεις δεν θα μάθω ποτέ,κι αν είμαι ο παίχτης ή η τράπουλα...
"Και εγώ δεν έχω άλλο όπλο,παρά να λέω ψεύτικες ιστορίες και να τις πιστεύω" (Τ.Λειβαδίτης)
Στα χέρια του έπαιζε έναν αναπτήρα..
Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008
Στα αγγλικά χώματα ψιχαλίζει,όπως πάντα
Ο Λέοναρντ Μίστ βρέθηκε μπροστά στο γκριζωπό από τη φυσική διάβρωση και τους ανθρώπινους αφορισμούς μνήμα και κάπου έσπευδε να μιλήσει, έπαιρνε μια βαθιά αναπνοή, φούσκωνε τον θώρακα με σοφίσματα και εξυπνακίστικα αποφθέγματα, μα ο νεκρός δεν άκουγε κι ο Λέοναρντ δεν μιλούσε. Ψιχάλιζε, όπως πάντα στα αγγλικά χώματα, ο νεοκόρος απέδιδε τιμές και σεβασμό ανάμεσα στους μουγκούς διαδρόμους του πρώτου νεκροταφείου των μεγάλων προσωπικοτήτων. Οι θαυμαστές των νεκρών πρωτοπόρων έφερναν μαζί τους μερικά αρωματισμένα χαρτιά με ποιήματα αφιερωμένα στα είδωλα της φορμόλης και της φυσικής αποσύνθεσης. Οι γυναίκες έφερναν φρέσκα λουλούδια και ξύδι να ασπρίσουν τα μάρμαρα. Οι ψιχάλες συγκρατούσαν την συνήθη ακίνητη ροή που συναντάται στα νεκροταφεία. Κάποιοι φανέρωναν τα υγρά τους μάγουλα πίσω από τα μαντήλια που κουβαλούσαν στο πέτο τους.
Μια μέρα του 1891 ψιχάλιζε. Οι φοιτητές έφερναν μαζί τους βιβλία και σημειωματάρια εκμυστηρευόμενοι στους νεκρούς πρωτοστάτες τις ιδέες για επανάσταση. Το απόγευμα μύριζε φρέσκο ψωμί από τον γειτονικό φούρνο. Το καφενείο δίπλα παρέμεινε σχεδόν άδειο, με μερικούς ξεχασμένους γεμάτους άλγος από την επιθυμία τους για τον νόστο-ναι! μερικούς κουρασμένους νοσταλγούς. Όμως ο Λέοναρντ Μίστ στάθηκε για ώρα μπροστά από ένα μνήμα που το 'χε φθείρει λίγο η παλιά φωτιά και προσπαθούσε να μιλήσει. Ο Λέοναρντ Μιστ δεν κατάφερε να βρει τα λόγια.Έφτυσε αυθόρμητα το χώμα και έκανε να φύγει.
"'Εφυγε ξαφνικά;" ρώτησε ο νεοκόρος, "Έφυγε γρήγορα κι επώδυνα,όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις,θα 'πρεπε να το ξέρει ο δήθεν σοφός,αυτό το πράγμα μόνο έτσι ξέρει να σκοτωνεί" απρόθυμα κι έκδηλα ενοχλημένος ο Λέοναρντ έριξε μια ματιά πίσω."Μα τί; Τί ήταν που τον σκότωσε, όπως λέτε,γρήγορα κι επώδυνα;Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν,ο λαός το ξέρει πως το γρήγορα είναι σίγουρα λύτρωση" κι η αντίδραση ήταν σχεδόν απόλυτη, ο νεοκόρος τον κοίταξε σαν ασεβές παιδόπουλο μηδαμινών αξιών."Τί ήταν; Μα τί άλλο;Η αλαζονεία του!",έφυγε με ρυθμικό βήμα,ανομολόγητα χαρούμενο από το ξεστόμισμα αυτό το βλάσφημο.
Κάπου μέσα στο μυαλό του γέλασε ρηχά,ασυγκράτητα..
Ο Λέοναρντ Μιστ ένα απόγευμα του 1891 που ψιχάλιζε ως συνήθως στα αγγλικά χώματα στάθηκε μπροστά σε ένα μνήμα ταλαιπωρημένο του πρώτου νεκροταφείου των νόμπελ και των εξεχουσών προσωπικοτήτων.Ο Λέοναρντ Μίστ έφτυσε στο έδαφος.Δεν εξέδωσε ποτέ τα δικά του βιβλία.Συνήθως έσκιζε τα γραπτά από αμφιβολία ή σιγουριά.Δεν μας απάντησε ποτέ.Ο Λέοναρντ Μιστ έκανε να φύγει.Κάπου βλασφήμησε παραφουσκωμένος από αμφισβήτηση και διαύγεια.Το βήμα του έγινε ζωηρό.Ο Λέοναρντ Μιστ έφτυσε στο έδαφος.
Ο Λέοναρντ Μιστ είναι ένας άνθρωπος που απελευθερώθηκε.
Δεν σώθηκε ποτέ.
Κι άλλωστε γιατί να θέλει κανείς να σωθεί;
Καλή σας μέρα =)
"A dreamer is one who can only find his way in the moonlight ..
...and his punishment is that he sees the dawn before the rest of the world"..
Σάββατο 30 Αυγούστου 2008
Σχεδόν 80 χρόνια από τη γέννησή του..
Victoria o muerte
Ο Ernesto Guevara ήρθε στην ύπαρξη την 14η ημέρα του Ιουνίου του 1928 σε μια Αργεντινή διανύουσα μια εκ των εντονότερων πολιτικών κρίσεων.Γνήσιος Αργεντίνος,ο Ερνέστο χρησιμοποιούσε συχνότατα το επιφώνυμα che κατά τον προφορικό λόγο,ένα επιφώνυμα που τόσο συσχετίστηκε μαζί του από τους Κουβανούς πλαισίους του αντάρτικου,ώστε ο ίδιος έμμελε να καθιερωθεί στην Ιστορία ως el Che.
Στην παιδική ηλικία ο Ερνέστο υποχρεούταν να περνάει πολύ χρόνο αναπαυόμενος εξαιτίας των συχνών κρίσεων άσθματος που,θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε μοιραίες,τον βασάνιζαν.Χάριν αυτής της κατάστασης μελετά φιλοσοφία και λογοτεχνία για να σκοτώσει τον χρόνο του.Στην εφηβεία καμία κρίση δεν δύναται να τον κρατήσει στο κρεββάτι,κρυφά από τους γονείς του μετέχει σε ομάδα ράγκμπυ σε μια προσπάθεια να σκληραγωγήσει τον εαυτό του.
Κάποτε κάνει τον γύρο της Λατινικής Αμερικής με σύντροφο τον βιολόγο φίλο του Αλμπέρτο Γρανάδο,με τον οποίο πιάνει δουλεία εν τέλει σε ένα απλησίαστο λεπροκομείο (ο Τσε διαθέτει πια την ιδιότητα του γιατρού).Στο δίαστημα αυτό θα ανακαλύψει ένα νέο εντομοκτόνο και μερικές θεραπευτικές αγωγές για κάποιο είδος λέπρας.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Τσε, σε μια εποχή όπου ταλανίζεται από ποικίλες κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες, θα γνωρίσει τον Φιντέλ Κάστρο,έναν νεαρό δικηγόρο και ηγητή του Κινήματος της 26 Ιουλίου.Ο Κάστρο μόλις έχει αποφυλακιστεί έπειτα από τη σύλληψη του για το χτύπημα του στρατοπέδου της Μονκάδα με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος της Κούβας (δικτατορία Μπατίστα).Σύντομα ο Τσε προσχωρεί στο κίνημα και συμμετέχει στο ένοπλο σώμα των Κουβανών ανταρτών στην οροσειρά Σιέρα Μαέστρα με σκοπό την απόκατάσταση της λαικής κυριαρχίας.Παράλληλα προσφέρει τις ιατρικές τους υπηρεσίες στο στράτευμα,εκδίδει χειρόγραφη εφημερίδα από το πολεμικό μέτωπο και θεραπεύει τους κατοίκους των χωριών της Σιέρα Μαέστρα,ενημερώνοντας τους για τα κίνητρα της Επανάστασης.Έχει ήδη ασπαστεί τον κομμουνισμό. Η Κούβα απελευθερώνεται και ο Τσε εργάζεται ως Υπουργός Εξωτερικών και διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης.
Η Ιστορία διδάσκει πως μετά την Επανάσταση ο Κάστρο ρώτησε σε μια συγκέντρωση των επαναστατών "Υπάρχει κανένας οικονομολόγος (economista)", ο Τσε όμως άκουσε κομμουνιστής (communista) και έτσι τυχαία ανέλαβε την διοίκηση της Τράπεζας.
Αρνούμενος πια να αποδεχθεί τις ιμπεριαλιστικές τάσεις της ελεύθερης Κούβας,η οποία σε μια προσπάθεια να ανταπεξέλθει στον αποκλεισμό της από την Αμερική,συμμαχεί με την Σοβιετική Ένωση,η οποία εγκαθιστά πυρηνικούς πυραύλους στρεφόμενους προς την Αμερική στο νησί.Ο Τσε σύντομα παραιτείται από την λογοκρισία στην οποία υπόκειται πλέον (αν και η κουβανέζικη ιστορία αρνείται πεισματικά κάτι τέτοιο),φεύγει από την Κούβα και σχεδιάζει της βολιβιανής επανάστασης.Ο λαός της Κούβας τον έχει όμως αγιοποιήσει και αντιδρά στην φυγή του.Η Cia συλλαμβάνει και σκοτώνει τον Τσε κατά την διάρκεια πολεμικής πρωτοβουλίας στην Βολιβία,υποθέτω εύλογα ανακαλύπτοντας τον με αρωγό την κουβανέζικη κυβέρνηση.
Αυτός είναι ο Τσε με πολύ λίγα λόγια.Συγγραφέας,ποιητής,πολεμιστής,πολιτικός, ιδεολόγος,επανάστάτης,γιατρός...Μα πάνω από όλα μια εξαιρετική προσωπικότητα που ενδεχομένως κλήθηκε από την Ιστορία,ώστε να αποτελέσει σήμερα το πρότυπο εκατομμυρίων νέων και τον πνευματικό ηγέτη χιλίαδων ιδεολόγων ανά τον σκατένιο αυτό πλανήτη που μισώ και θέλω να βάλω φωτία να τον κάψω σαν μπαγιάτικο μεταλλαγμένο εισαγώμενο πασχαλινό οβελία.