Αριστερά και δεξιά στο πρόσωπο,πλάι στα μάτια του,κατά το μήκος που ακολουθεί η θλίψη που δεν ομολογείται,δυό γκρίζα κάγκελα ακουμπούσαν το δέρμα που φίμωνε τις τόσες διηγήσεις.Κάγκελα ροκανισμένα, όχι από τον χρόνο,μιας κι ο καθένας ξέρει πως ο χρόνος δεν υφίσταται εδώ.Κάγκελα ροκανισμένα από τις εξομολογήσεις,από τις ερωτήσεις εκείνες που τρεμοπαίζουν στα χείλη και δεν ειπώνονται.Τα ουρλιαχτά που έσβηναν όσο προχωρούσε ο διάδρομος σαν να μην ακούγονται απόψε. Κάποιος πιο πέρα κρεμάζεται,κι ο Εκείνος ανασαίνει βαθιά.Καθώς η νύχτα πορεύεται οπλισμένη και νεκρή,φαντάστηκε πως στο βάθος έπαιζε μουσική,από αυτές που προτιμούν στις ταινίες,αυτές που αφυπνίζουν μικρά σβησμένα σπίρτα και ξανακολλούν αδέξια τους καθρέφτες.
Μερικές εκατοντάδες μίλια πιο πέρα,ο Οδε μουτρώνει όταν οι βοσκοί του πιάνουν κουβέντα."Ζει ασκητικά",ψιθυρίζουν στα κάτω χωριά κι ο Οδε το νιώθει για μομφή.Τους αγαπάει τους ανθρώπους,μα δεν τους θέλει.Κι ίσως να είναι το ίδιο εκείνο πρόσωπο, ο Όδε, βυθισμένος σε σκέψεις να κάθεται στη καμμένη γη σαν να 'ναι τα φύλλα ακόμη χλωρά."Είναι τρελλός,δεν πήρε μυρωδία τον εμπρησμό και,λένε,μιλάει με τα πουλιά και τα δέντρα" και κάτω από ψέμματα κι ανακρίβειες,γίνεται η ζωή του απλού μύθος παράξενος κι απόδειξη.Ίσως,σου λέω,να 'ναι το ίδιο το πρόσωπο.
Η πόρτα κλείνει βαριά.Ένα ρεύμα πετάει το καπέλο του στο πάτωμα,τα γόνατα λυγίζουν σαν ψεύτικα.Θα κλάψει;Θα γελάσει;Χρόνια στη μαντική. Άλλοτε παραγκωνισμένος και πότε-πότε θεός.Ο τελευταίος αφαιμακτής της ακούσιας φύσης αποχώρησε καλυμένος από τα λόγια κι η πόρτα έκλεισε.Δεν έβρεχε,ο καιρός ήταν γλυκός,ανοιξιάτικος.Ο Τις βρίσκεται στη μέση του στενού δωματίου,με τα γόνατα να σκάβουν το χαλί του ξεθωριασμένου μπορντό,σε υφάσματα ανάμεσα ,βελούδινα κι απόκοσμα.Πέρα από την ίδια του τη φύση,κανενα άλλο σάβανο δεν μπορεί να πάρει κανείς μαζί του.Το μόνο που σε τυλίγει στην άκρη του γκρεμού,λίγο πριν επιλέξεις αν θα πέσεις ή θα πνιγείς,τα δευτερόλεπτα εκείνα της ακινησίας,όπου βρυχώνται οι αποφάσεις σαν θηρία,μόνο η φύση σου σε ακολουθεί.Κι ίσως ούτε αυτή.
Όμως ο Τάδε ξέσπασε σε λυγμούς.Γιατί όσο κενή κι αδιαφανής κι αν φαινόταν η ζωή του,μυριάδες πρόσωπα ανυπόμονα έχαναν την ευκαιρία της προσμονής εξαιτίας εκείνης της δόλιας ανικανότητας των λέξεων να πάρουν τα ινία,να ξεστομηθούν,να σοκάρουν,να λατρευθούν.Κι όταν εκείνος κατέβασε το μοχλό,η καρέκλα δεν έδινε πια χώρο για εξηγήσεις, τα όνειρα κι οι συνειδήσεις πήραν φωτιά με την ευκολία των 1800 βόλτ.
Ο Εκείνος κρίνεται απόψε αθώος.Το πρωί θα είναι και πάλι ελεύθερος.Αστείο,τί σχέση έχει η ελευθερία με το ζήτημα της φυλακής;Ο Εκείνος κρίνεται αθώος,μα όχι επιλήσμων..
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τεχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τεχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008
Εν μέσω (απόσπασμα)
(..)Η απόφαση ήρθε συντριπτικά και αυτόβουλα,χωρίς να ρωτήσει αν είναι ευπρόσδεκτη ή λογική.Σταθήκαμε εκεί, εν μέσω της συγκυριακής ολότητας, όπου πλήθος συμπτώσεων φανέρωνε την αδυναμία να καθορίσουμε τα πράγματα.Σταθήκαμε λοιπόν μπροστά στο παλιό ξύλινο τραπέζι, όπου ξυπνούσαν τα αίματα και οι αμαρτίες κι απαιτούσαν πια να δώσουμε τα χέρια-έστω διστακτικά.
Κανείς δεν μιλούσε και κυλούσε επιλήσμον το σκηνικό του πολέμου, όπου το ξύλινο τραπέζι μετατράπηκε σε σημαινόμενον κάποιου καταφυγίου και πάνω εκεί αφέθηκαν οι αλήθειες,οι σκέψεις κι όλα εκείνα τα απόκρυφα που χωρίζουν.
Θα περίμενε κανείς να ξεδιαλύνουν τα πράγματα,μα το σούρουπο και το τραπέζι-που είχε πια οικειοποιηθεί ένα σωρό συμβολισμούς και παραλογές- δεν ήρθαν για να σώσουν και να ξεμπερδέψουν,ήρθαν φέρνοντας μονάχα ένα τέλος και μια αρχή,πέρα από τις προαναφερθείσες αμαρτίες,πέρα πολύ κι από τα βογγύοντα αίματα.
Κάποιος πρακτικός συλλογισμός προσπάθησε έπειτα να λογαριάσει τα συμβάντα και τα αμφίβολα σημαινόμενα..Διαβολεμένη τύχη,η συνέντευξη και οι έρευνες,η γκρίνια και τα σημεία,η συναυλία,το εκεί στα χέρια,το εδώ και το τώρα.Μα ποιός να λογαρίασει, όταν εκλείπει η λογική και τα αίτια; Και γιατί να λογαριάσει κανείς,όταν η τύχη δεν ζητάει τη γνώμη μας πουθενά;
Η πόρτα άνοιξε αποφασιστικά,κάποιος άγνωστος στάθηκε για ένα λεπτό νευρικά:" Ε όχι!Όχι πια!Τώρα,πλέον, να καλοδέχεστε το πρόσωπο αυτό,που προσπάθησα να τ'αλλάξω χίλιες δύο φορές για το καλησπέρα σας.Ειδάλλως,κρατήστε τα χέρια κλειστά και τη φιλοξενία των ξένων να σωπάσει,στη πόρτα που δεν θα σπεύδω να την χτυπήσω,παρά μόνο με την όψη αυτή,τη γεμάτη από λάθη και κατορθώματα.Φτύστε ή πάψετε.." κι η φωνή κόπηκε στη μέση,αποκρύβοντας τα επικείμενα λόγια του.Γρύλλισε χωρίς κάποιο νόημα,στεκούμενος στη πόρτα ακόμα,εκείνο το άγνωστο το αρραγές πρόσωπο,που 'ρθε από το πουθενά.
Περίμενε κανείς να γυρίσει και να φύγει,μα όλοι σώπαιναν κι έτσι κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στη πόρτα, ίσως για να 'ναι κοντά στην έξοδο,πιθανότατα κι απο διακριτικότητα,μιας και θεώρησε τη σιωπή τους επιτίμηση.Έμεινε εκεί με το κεφάλι σκυμμένο-αμηχανία! Με ένα χαμόγελο κρυμμένο,που έγινε βαθμηδόν αγυγκράτητο. Γέλασαν οι άλλοι και του έκαναν νεύματα να πάει στο τραπέζι,να καθίσει κοντά,να εναποθέσει κι εκείνος τα θυμοειδή που δεν γνωρίζουν από κρίση και λογική,παρά μόνο από αταξία και προφανή ασυνέχεια.
Κι αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας της ζωής,των συμπτώσεων και του πατέρα πολέμου,ίσως δεν ήταν καν η αρχή,μιας κι ο χειμώνας θα ερχόταν ξανά γοητευτικά βροχερός με νέες αμαρτίες,νεόυς ξεγραμμένους και φρέσκα αίματα..(....)
Κανείς δεν μιλούσε και κυλούσε επιλήσμον το σκηνικό του πολέμου, όπου το ξύλινο τραπέζι μετατράπηκε σε σημαινόμενον κάποιου καταφυγίου και πάνω εκεί αφέθηκαν οι αλήθειες,οι σκέψεις κι όλα εκείνα τα απόκρυφα που χωρίζουν.
Θα περίμενε κανείς να ξεδιαλύνουν τα πράγματα,μα το σούρουπο και το τραπέζι-που είχε πια οικειοποιηθεί ένα σωρό συμβολισμούς και παραλογές- δεν ήρθαν για να σώσουν και να ξεμπερδέψουν,ήρθαν φέρνοντας μονάχα ένα τέλος και μια αρχή,πέρα από τις προαναφερθείσες αμαρτίες,πέρα πολύ κι από τα βογγύοντα αίματα.
Κάποιος πρακτικός συλλογισμός προσπάθησε έπειτα να λογαριάσει τα συμβάντα και τα αμφίβολα σημαινόμενα..Διαβολεμένη τύχη,η συνέντευξη και οι έρευνες,η γκρίνια και τα σημεία,η συναυλία,το εκεί στα χέρια,το εδώ και το τώρα.Μα ποιός να λογαρίασει, όταν εκλείπει η λογική και τα αίτια; Και γιατί να λογαριάσει κανείς,όταν η τύχη δεν ζητάει τη γνώμη μας πουθενά;
Η πόρτα άνοιξε αποφασιστικά,κάποιος άγνωστος στάθηκε για ένα λεπτό νευρικά:" Ε όχι!Όχι πια!Τώρα,πλέον, να καλοδέχεστε το πρόσωπο αυτό,που προσπάθησα να τ'αλλάξω χίλιες δύο φορές για το καλησπέρα σας.Ειδάλλως,κρατήστε τα χέρια κλειστά και τη φιλοξενία των ξένων να σωπάσει,στη πόρτα που δεν θα σπεύδω να την χτυπήσω,παρά μόνο με την όψη αυτή,τη γεμάτη από λάθη και κατορθώματα.Φτύστε ή πάψετε.." κι η φωνή κόπηκε στη μέση,αποκρύβοντας τα επικείμενα λόγια του.Γρύλλισε χωρίς κάποιο νόημα,στεκούμενος στη πόρτα ακόμα,εκείνο το άγνωστο το αρραγές πρόσωπο,που 'ρθε από το πουθενά.
Περίμενε κανείς να γυρίσει και να φύγει,μα όλοι σώπαιναν κι έτσι κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στη πόρτα, ίσως για να 'ναι κοντά στην έξοδο,πιθανότατα κι απο διακριτικότητα,μιας και θεώρησε τη σιωπή τους επιτίμηση.Έμεινε εκεί με το κεφάλι σκυμμένο-αμηχανία! Με ένα χαμόγελο κρυμμένο,που έγινε βαθμηδόν αγυγκράτητο. Γέλασαν οι άλλοι και του έκαναν νεύματα να πάει στο τραπέζι,να καθίσει κοντά,να εναποθέσει κι εκείνος τα θυμοειδή που δεν γνωρίζουν από κρίση και λογική,παρά μόνο από αταξία και προφανή ασυνέχεια.
Κι αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας της ζωής,των συμπτώσεων και του πατέρα πολέμου,ίσως δεν ήταν καν η αρχή,μιας κι ο χειμώνας θα ερχόταν ξανά γοητευτικά βροχερός με νέες αμαρτίες,νεόυς ξεγραμμένους και φρέσκα αίματα..(....)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)