Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

Εν μέσω (απόσπασμα)

(..)Η απόφαση ήρθε συντριπτικά και αυτόβουλα,χωρίς να ρωτήσει αν είναι ευπρόσδεκτη ή λογική.Σταθήκαμε εκεί, εν μέσω της συγκυριακής ολότητας, όπου πλήθος συμπτώσεων φανέρωνε την αδυναμία να καθορίσουμε τα πράγματα.Σταθήκαμε λοιπόν μπροστά στο παλιό ξύλινο τραπέζι, όπου ξυπνούσαν τα αίματα και οι αμαρτίες κι απαιτούσαν πια να δώσουμε τα χέρια-έστω διστακτικά.

Κανείς δεν μιλούσε και κυλούσε επιλήσμον το σκηνικό του πολέμου, όπου το ξύλινο τραπέζι μετατράπηκε σε σημαινόμενον κάποιου καταφυγίου και πάνω εκεί αφέθηκαν οι αλήθειες,οι σκέψεις κι όλα εκείνα τα απόκρυφα που χωρίζουν.

Θα περίμενε κανείς να ξεδιαλύνουν τα πράγματα,μα το σούρουπο και το τραπέζι-που είχε πια οικειοποιηθεί ένα σωρό συμβολισμούς και παραλογές- δεν ήρθαν για να σώσουν και να ξεμπερδέψουν,ήρθαν φέρνοντας μονάχα ένα τέλος και μια αρχή,πέρα από τις προαναφερθείσες αμαρτίες,πέρα πολύ κι από τα βογγύοντα αίματα.

Κάποιος πρακτικός συλλογισμός προσπάθησε έπειτα να λογαριάσει τα συμβάντα και τα αμφίβολα σημαινόμενα..Διαβολεμένη τύχη,η συνέντευξη και οι έρευνες,η γκρίνια και τα σημεία,η συναυλία,το εκεί στα χέρια,το εδώ και το τώρα.Μα ποιός να λογαρίασει, όταν εκλείπει η λογική και τα αίτια; Και γιατί να λογαριάσει κανείς,όταν η τύχη δεν ζητάει τη γνώμη μας πουθενά;

Η πόρτα άνοιξε αποφασιστικά,κάποιος άγνωστος στάθηκε για ένα λεπτό νευρικά:" Ε όχι!Όχι πια!Τώρα,πλέον, να καλοδέχεστε το πρόσωπο αυτό,που προσπάθησα να τ'αλλάξω χίλιες δύο φορές για το καλησπέρα σας.Ειδάλλως,κρατήστε τα χέρια κλειστά και τη φιλοξενία των ξένων να σωπάσει,στη πόρτα που δεν θα σπεύδω να την χτυπήσω,παρά μόνο με την όψη αυτή,τη γεμάτη από λάθη και κατορθώματα.Φτύστε ή πάψετε.." κι η φωνή κόπηκε στη μέση,αποκρύβοντας τα επικείμενα λόγια του.Γρύλλισε χωρίς κάποιο νόημα,στεκούμενος στη πόρτα ακόμα,εκείνο το άγνωστο το αρραγές πρόσωπο,που 'ρθε από το πουθενά.

Περίμενε κανείς να γυρίσει και να φύγει,μα όλοι σώπαιναν κι έτσι κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στη πόρτα, ίσως για να 'ναι κοντά στην έξοδο,πιθανότατα κι απο διακριτικότητα,μιας και θεώρησε τη σιωπή τους επιτίμηση.Έμεινε εκεί με το κεφάλι σκυμμένο-αμηχανία! Με ένα χαμόγελο κρυμμένο,που έγινε βαθμηδόν αγυγκράτητο. Γέλασαν οι άλλοι και του έκαναν νεύματα να πάει στο τραπέζι,να καθίσει κοντά,να εναποθέσει κι εκείνος τα θυμοειδή που δεν γνωρίζουν από κρίση και λογική,παρά μόνο από αταξία και προφανή ασυνέχεια.

Κι αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας της ζωής,των συμπτώσεων και του πατέρα πολέμου,ίσως δεν ήταν καν η αρχή,μιας κι ο χειμώνας θα ερχόταν ξανά γοητευτικά βροχερός με νέες αμαρτίες,νεόυς ξεγραμμένους και φρέσκα αίματα..(....)

Δεν υπάρχουν σχόλια: