Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Lie tO mE

Έφευγε
κι αγκαλιαζόταν από απελπισμένα χέρια,
έφευγε.
Έφευγε διωχθείς
κι αναλωνόταν μέρα με τη μέρα,
έφευγε.
Τα πρόσωπά τους μένουν στην μνήμη
σαν δυό ακίνητες φωτογραφίες φερμένες από το "κάποτε"
αναίσθητη αναπνοή στ'άσπρο χιόνι
λόγια τόσο στερεμένα από υποσχέσεις πλάι σε χαράδρες
που δεν διστάζουν να ορκιστούν αιώνες
απλά
και ξεδιάντροπα.
Ο ήχος που έκαναν τα φτερά των πουλιών, οι πευκοβελόνες που κείτονταν
ξαπλωμένες σε νιφάδες χαμένες πια από χέρι, τα σφιγμένα χέρια με τα πλεγμένα δάχτυλα,
οι ψίθυροι που ακόμη ορκίζονται.
Κι εκείνη η αδυναμία του κόσμου
να κατανοήσει την ύπαρξη ενός σύμπαντος ανέγγιχτου από χέρι
ενός σύμπαντος, όπου η αγάπη ζει..
Αιώνια, όπως την θέλησαν οι όρκοι.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Μονόδρομος για τον Charlie

Το πρωί ξημερώνοντας, ήταν μια μέρα τόσο συνηθισμένη, σημαδεμένη εξ'αρχής από το τέλος της, χαραγμένη στο πρόσωπο σαν από κατάρας ατύχημα. Έσυρες τον αβάσταχτο εαυτό σου ως τον καθρέφτη του μπάνιου. Ακούμπησες με τις άκρες των δαχτύλων το πρόσωπο σαν πρωταντικρυσμένο. Και ξυρίστηκες. Όμως δεν ένιωθες. Έτρεχες τα ακροδάχτυλα στις παρειές, κοβόσουν ανεπαίσθητα με το ξυράφι και καθώς ξέπλενες την βεβαρυμένη ατμόσφαιρα από τα μάγουλα,δεν αισθανόσουν τίποτα. Παρά μόνο αυτό το πρωινό βάρος το ασήκωτο. Δεν έφευγε, το ξέρω,ήσουν δυστυχισμένος κι ούτε ήξερες Τσάρλι έναν τρόπο κι ούτε έβρισκες κάτι να του χαμογελάς. Όλα ήταν απλώς χλιαρά, Τσάρλι, το ξέρω,ήταν ασήκωτα. Τα πλήκτρα της γραφομηχανής δεν θύμιζαν πια γλυκιά μελωδία, είχαν γίνει μονότονα, μουγγά. Τσάρλι, σωπαίνεις, μην μου εξηγείς. Σ'άρεσε η βροχή, μα ήταν συνέχεια βροχερά. Σκίστηκε ο μέσα σου στα δυό, πόνεσε φρικτά, έπειτα έγινε σκληρός, δεν μιλούσε, δεν τραγουδούσε, δεν λαχταρούσε. Τσάρλι, σκίστηκε στα δυό, το ξέρω, μα μη μου δίνεις εξηγήσεις.