Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Le misanthrope


[...]"Όταν αποφάσισα πια να γίνω παντελώς γαϊδούρα ήταν ήδη πολύ αργά για το "παντελώς". Συν τοις άλλοις, το δραματικό μου ταλέντο με είχε εγκαταλείψει δια παντός και -τώρα που το σκέφτομαι- μαζί του αποχώρησε το τελευταίο δείγμα υπομονής που με μεγάλη επιμέλεια είχα φροντίσει να σφαλίσω στην ντουλάπα. Φυσικά, η υπομονή και ο Παλαιοκώστας βρίσκουν πάντα τον τρόπο.
Κάπως έτσι, η Πανδώρα έβγαλε για ακόμη μια φορά το πώμα και κρυφοκοίταξε στον πάτο του πυθαριού. Too late, η Πανδώρα έχασε την Ελπίδα μέσα από τα χέρια της κι εγώ πήρα τα αρχίδια της.
(για την Ελπίδα άκουσα πως εθεάθη σε γνωστό ριάλιτι σόου του Ant1)
Μέσα σ' όλα, το αγόρι μου είχε καταληφθεί από μια βαρβάτη εμμονή μίσους ενάντια στο ΔΝΤ που δεν τον άφηνε να κλέισει μάτι. Ξημερώματα σηκωνόταν κι έτρεχε στις λαϊκές αγορές με την ελπίδα να συναντήσει κάποιον ανταποκριτή του Αυτιά και να του βάλει το αγγούρι στον κώλο. Ήταν δυο χρόνια πρωτύτερα, όταν αγόρασε το βιβλίο του γνωστού δημοσιοκάφρου ονόματι "Τα όσα θα προσφέρει το ασφαλιστικό στα έξοδα κηδεία σας". Τώρα δεν υπήρχε καν ασφαλιστικό ζήτημα. Μάλιστα, όταν κάποτε ο σύντροφος του ταψιού και της ζωής μου αποφάσισε να στείλει ανοιχτή επιστολή στον γνωστό για τα ωτικά του πτερύγια κύριο, εκείνος ανταπάντησε: "Δεν σας είχα πει ότι θα λυθεί το ζήτημα της Ασφάλισης; Ε λύθηκε! Για την ακρίβεια: καταλύθηκε!".
Όπως και να 'χει, όλη αυτή η ιστορία μας είχε ταράξει όλους όσους τρέχαμε βραδιάτικα να μαζέψουμε τον Μήτσο από τα παραρτήματα του Ερυθρού Σταυρού, τον οποίο ο Μητσουλέιτορ θεωρούσε υπεύθυνο της κρίσης για λόγους που θα εξηγήσουμε μετά το επόμενο μπουκάλι ούζο. "

Γιαγιά: "Έλα τώρα καμάρι μου, κοιμήσου. Θα συνεχίσουμε αύριο αυτό το παραμύθι"
Εγγονή: "Εντάξει γιαγιά... αλλά τί είναι αυτός ο θόρυβος".
Γιαγιά: "Τα δόντια του παππού τρίζουν ακόμη και μέσα από το βαζάκι"
Εγγονή: "Ό,τι μικρομάθεις, δεν το γεροντοαφήνεις... έτσι δεν είναι γιαγιά ;"
Γιαγιά: "Άη γαμήσου."

Επιστολές του Δ.Στ.



Κάθε φορά συνέβαινε κάτι το απίστευτο: για 'σένα αψηφούσα κάθε κίνδυνο. Περνούσα θάλασσες, πηδούσα ουρανούς, αστέρια γκρέμιζα, νικούσα τέρατα. Αιώνια πάλη ανάμεσα στο απτό και το ακατόρθωτο.

Έκλεινα τα μάτια και τα χέρια έγραφαν από μόνα τους μακρόσυρτες ερωτικές επιστολές, που φρόντιζα πάντα να στέλνω με χωλά περιστέρια. Κάπως έτσι γλίτωσα εφάπαξ απ'τα δεινά της έκθεσης.

"Να πετάς έστω και με ένα φτερό", ονειρευόμουν πως με συμβούλευε η μάνα μου. Ύστερα, το 'πιανε και με μια κίνηση μου το ἐσπαγε. Κι έπρεπε τώρα εγώ να πετάξω με το τίποτα.

Ταξίδευα, λοιπόν, μονάχος και πεζός απάνω σ'έναν δρόμο τρομακτικά επίπεδο και λείο κι έλεγα "θέε μου, στείλε μου λόφους να τους περάσω". Κι έλεγα "θέε μου" γιατί φοβόμουν πως δεν ακούει κανείς.

Μια μέρα το όπιο τέλειωσε.

Δεν το γνωρίζεις, μα μέσα μου πέρασα από ουρανούς και χθόνιους. Για 'σενα μίλησα με αγρίμια. Συ κοιμάσαι μειδιάζοντας στην γαλήνη του γνώριμου κρεβατιού. Πάντοτε επικίνδυνα όμορφη.

Στεκόμουν έτσι συχνά έρμαιο μιας γοητείας ενδότερης, για την οποία κατά τύχη βρέθηκα να κατέχω τα κατάλληλα γυαλιά. Και σε ζητούσα και σε φλέρταρα.

Κάπου-κάπου εκλιπαρούσα, όπως τότε στην αποθήκη.

Δεν το γνωρίζεις, ωστόσο μειδιάζεις στον ύπνο ανταπαντώντας στο όνειρο.

Μη μου τρομάζεις. Δεν διεκδικώ παρά τον ήχο της ανάσας που κρύβεται και τροφοδοτεί το αμυδρό σου χαμόγελο. Μένω εδώ σαν του Νερούδα το άθικτο ξύλο.

Πάντα.

Δ.Στ.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

εποχές..

Δεν ήταν αλαζονεία,
                          ήταν ερώτηση.
Δεν ήταν εγωπάθεια, δεν ήταν νους,
                                  ήταν αλλόφρον βίωμα.

Ήλιος με δόντια στις αρχές της Άνοιξης.
                                    Πάντα στις αρχές της Άνοιξης.

Ευδαιμονία



Η ευδαιμονία.
Φοβόμουν να πετάξω τα παλιά κλειδιά στο συρτάρι. Πολύ περισσότερο: αντιμετώπιζα με τρόμο το ενδεχόμενο της λησμονιάς. Έτσι, κρατούσα για μήνες δύο μπρελόκ στη τσάντα. Παρόν και παρελθόν σε μόνιμη ασυμφωνία. Φοβόμουν. Όσοι έχουν κάνει το βήμα προς τα έξω μπορούν να το καταλάβουν. Όλα αλλάζουν στο πέρασμα της κάθε ημέρας. Τα τσίγαρα αλληλοδιαδέχονται στα δάχτυλα. Το αλκοόλ αντικαθίσταται από μια νοητή πληγή που ξύνεται μοναχή της κάθε απόγευμα. Ξέρεις, τις ώρες που οι μνήμες αφυπνίζονται φυσικά και αυθόρμητα. Ώσπου μια μέρα γεννάται μια τόση δα ευδαιμονία που ολοένα αυξάνεται. Για λίγες στιγμές γίνεται έκσταση. Έπειτα σβήνει. Μελαγχολία. Βέβαια, το γρανάζι του χρόνου δεν επιτρέπει καμία βολή κι η κατάθλιψη γίνεται πάλι μειδίαμα.
Κάπως έτσι, καταιονιζόμουν από έναν κουβά γεμάτο ημιπνευματικότητα και χρησιμοποιώ το πρόθημα του μισού γιατί ετούτο εδώ το παράδοξο δεν περιείχε μονάχα γνώση. Το αντίθετο, ξεχείλιζε από μυριάδες κολασμένα τινά, όπως πάθος, έκσταση, ενσυναίσθηση, αντιδράσεις, εκδίκηση, αλαζονεία, ανεπιφύλαξη, λαβωματιές με ουλές που δεν κρύβονται καλά από τα ψηλά κασκόλ. Ένας κουβάς γεμάτος ενοχή, απόγνωση και θολούρα. Πάντως, ο κουβάς έγερνε πάνω από το κεφάλι μου πάντα την κρίσιμη στιγμή, την ύστατη ώρα σας ταχυδρόμος των δαιμόνων. Χείλη που στάζουν από έλλειψη.
Όσοι έχουν κάνουν το βήμα προς τα έξω μπορούν να καταλάβουν. Το βήμα προς τα έξω που είναι πιο πολύ προς τα μέσα. Επικοινωνιακή εσωστρέφεια. Κενά και χάσματα αδιαπέραστα. Ο κουβάς πάντα με έσωζε το τελευταίο λεπτό.

Κι απόψε τον περιμένω.

Τί ήταν για μένα η ποίηση; Ο περίπατος του αναπήρου πάνω στη θάλασσα, ό,τι απέμεινε δικό μου στο κουτί της Πανδώρας, αιώνια απορία και φάρμακο.

Γι'αυτό απόψε την περιμένω.

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Όμως ο κόσμος

Όμως ο κόσμος χλώμιαζε κι εγώ εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω.
Ἐξω χίονιζε κι εμείς δεν είχαμε κουβέρτα. Αγκαλιαζόμασταν, λοιπόν, σε μια προσπάθεια να παρακάμψουμε τα σώματά μας που ακόμη εμπόδιζαν το σφίξιμο των μπράτσων.
Επιπλέον, συνέχισε να χιονίζει κι έτσι δεν είχε αστέρια. Μπορέσαμε, το λοιπόν, να σταθούμε μόνοι χωρίς μικρούς πρίγκηπες και φώτα και κάρτες και ευχές. Το μάθαμε από την τηλεόραση: ήταν Χριστούγεννα. Απάθεια. Τα είχαμε όλα:
τις αφορμές
   τα χέρια
 τα σώματα
Πες μου απόψε, μίλα μου. Τί 'γιναν τα οράματα του κόσμου, τα χαλάσματα, οι φόβοι;
Πού πήγε ο έρωτας και αποχρωματίστηκε; Πες μου, γιατί δεν πετούν πια τα πουλιά;
Πέτερ, ο κόσμος χλώμιασε κι εγώ
εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τίποτα....

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Επανάσταση



Ρωτούν επιμόνως για την φύση της,
καταραμένοι από την μοίρα που δεν θα νιώσουν ποτέ
τούτο το ρίγος της σωστής απόφασης.
Ρωτούν συνεχώς για την φύση της,
μα δεν κοντοστέκονται ποτέ ν'αφουγκραστούν.
Έτσι τα λόγια ρέουν σε αδιέξοδα,
φουσκώνουν,
φουσκώνουν ο νους και τα οράματα
μες στα λακκάκια, σε υπονόμους, σε σάπια μυαλά φουσκώνουν
θα ξεχυθούν.
Ρωτούν για την φύση της.
Ένα τσιγάρο που τελείωνει πάντα με ακρίβεια την ώρα εκείνη της δικαίωσης,
τη στιγμή της συγχώρεσης η απολογία,
φεγγάρι χλωμό πάνω από το κεφάλι του "φτιαγμένου"
Εκείνη ήταν η φύση της

Παλιά την 'λεγάν "ἐκσταση"