Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011



Σε ικετεύω, μη μου χαλάς την σίγουρη ηρεμία, είπε και ρούφηξε στα γρήγορα μια πνιχτή γουλιά κρασιού. Ωστόσο, καταλαβαίνω πως υπάρχουν πράγματα πιο σημαντικά από τα δέντρα κι από εκείνες τις καταθέσεις που γίνονται εφάπαξ. Καμιά φορά το γνωρίζω πως το μυστήριο έχει όρια εδώ στη γη που έχω βρεθεί. Λίγη βροχή δεν αρκεί να κάνει τον θάνατο ποίηση και να τον σβήσει με ένα ηρωικό ξέπλυμα, σαν σύμπτωση, σαν θαύμα. Κι εγώ δεν θέλω να το δω να τρικλίζει, μα ούτε είναι δική μου η φωτιά και τα σπίρτα. Τώρα μονάχα είναι η ώρα που σωπαίνει ο Λέοναρντ, κάποιοι γελούν λέγοντας ότι δεν ξέρουν τάχα πως βουβαίνεται. Όλα τα δέντρα γίνονται στάχτη, αποκαϊδια. Οι μέλισσες ξερόχορτα και έρημη γη. Ζω ατελώς σ' ένα τέλειο σύμπαν. Μια επιστολή μου, μονάχα μια να διαβαζόταν πάνω απ' το κερί και την νύχτα ξανά,  να έφερνε πίσω τους δαίμονες. Μια επιστολή.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Και να που γύρισε ο Λέοναρντ τρίζοντας τα παλιωμένα του παπούτσια πάνω στο αυτοσχέδιο ξύλινο σκαλοπάτι με τις στραβοδεμένες σανίδες. Και να που κλωτσάει ξανά τα χαλίκια κι όλα θυμίζουν τραγούδι επιτάφιο. Όμως θα ΄ρθει ένα πουλί και θα του ψιθυρίσει κι ο Λέοναρντ θα σώζεται την τελευταία στιγμή εις τους αιώνας των αιώνων.

Χόρεψα μια καντάδα μου στην βροχή, μου είπε. Στάθηκα μόνος κάτω απ΄ το δέντρο κι αποφάσισα πως τα μπαομπάμπ ήταν πολύ μεγάλα μέσα μου και τα ξερίζωσα. Χόρεψα ωστόσο μεθυστικά κι ελευθερώθηκα απ' τους όρκους και τους ξανάδωσα. 


Όλοι νόμιζαν πως ήταν μυθιστόρημα, μα το πουλί που μιλάει με ψιθύρους είναι το μόνο αληθινό στις ιστορίες του. Ήξερε, άλλωστε, ότι έμοιαζε κάπου στον μικρό πρίγκιπα, καθώς υπήρξε κι αυτός ακατανόητος -σχεδόν παράφρων-, μα όχι τόσο όμορφος και ξανθός. Άναψε ένα σπίρτο.


Καιγόταν το σακάκι κι η φωτιά μου έλιωνε το πουκάμισο. Μόνο αυτός που κατόρθωσε να αγαπήσει μ' αυτήν την διφορούμενη ειλικρίνεια, τίμια και αδέκαστα, μόνο αυτός βρίσκει χαμένο στην τσέπη του το σπίρτο που ανάβει. Ξέρεις γιατί στους ανθρώπους αρέσει η φιλανθρωπία; Για να φουσκώνουν την ψευδαίσθηση της αναγκαιότητάς τους στο σύμπαν. Το σύμπαν δε, χαμογελάει με τρυφερότητα κι αφήνει την ανοησία να αναπτύσσεται -ξέρει από πριν την ώρα που τούτο δω το μπαλόνι θα γίνει κομμάτια. 


Βέβαια, Λέοναρντ, ήσουν ένας όμορφος άνθρωπος και κάθε 230 χρόνια βασάνων που έβρισκες το σπίρτο σαν από σύμπτωση, ξεσπούσε μια αλλόκοτη καταιγίδα, βροχή με ήλιο κι έσβηνε το παραδομένο σου κορμί όταν όλα έμοιαζαν να 'χουν τελειώσει. Μα εσύ σήκωνες το χέρι και σηκωνόσουν δειλά.

Φτου κι απ' την αρχή. Το μικρό σύμπαν μέσα μου, το ανακάλυψα τυχαία στα 8. Μα τώρα είναι ένας άλλος γαλαξίας του οποίου στερούμαι το οξυγόνο. Κι είναι ένας άλλος γαλαξίας ο ζωοδότης μου. Αυτό σημαίνει ότι η φωτιά δεν θα σβήσει την επόμενη φορά από συγκυριακά σύννεφα. Έχω αποφασίσει να γίνω στάχτες για τα λουλούδια του κήπου που σε κάνει να χαίρεσαι. 


Έτσι, άφησε πίσω το σκαλοπάτι και μαζί του την εξώθυρα του παραδείσου και βάδισε για τα άλλα 230 χρόνια -γεμάτα βάσανα, το ήξερε, μα δεν μοχθούσε.



Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Η ταράτσα

Φοβάμαι
τον εαυτό που χάνω
για εκείνον που κακίζει
για εκείνον που θυμάται.

Φοβάμαι
την φρέσκια οικειότητα
μ' ερήμους και ταράτσες
και τη βολή σ' ασφάλτους.

Αφρόντιστα
τα λόγια και αστόλιστα
ένας τυχαίος φόνος
μόνος πιστός ο δρόμος.




Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

This old house






Κοντεύει 19.30 κι έχει ήδη νυχτώσει. Πόσο άδειο μοιάζει το σπίτι απ' τα πολλά φωτάκια κι εκείνες τις βαρετές μελωδίες των γιορτών με την στιγμιαία τους ευαισθησία. Είναι κι αυτός ένας λόγος για τον οποίο γεμίζω τους τοίχους με φωτογραφίες. Κοιμάμαι με φαντάσματα. Όμως σαν να μ' αρέσει που είναι θολό το τζάμι και υγρό. Έτσι θα παραμείνουν για πάντα ανεπιβεβαίωτα τα χαμόγελα που μπορώ να φαντάζομαι ότι σύρθηκαν μέχρι το κεφαλόσκαλο. Κι αν είναι η φρίκη έξω απ' την πόρτα, θαρρώ δεν θα το μάθουμε.






Επιστροφή. Σαν έμψυχη ομίχλη που όλο απλώνεται και ψιθυρίζει. Ας μην γελιόμαστε, δεν μας χωρίζει μονάχα το τζάμι και δυο παραθυρόφυλλα. Ανάμεσά μας χύνονται έτη φωτός. Όμως γιατί γυρίζεις; Η αγάπη δεν θέτει όρους. Η αγάπη δεν κάνει διαλείμματα. Κάτι ξεχνάς και γυρίζεις. Κάτι ελπίζεις.






Τι με νοιάζουν εμένα τα ρολόγια; Αφήνω την τηλεόραση να παίζει και όσα θυμίζουν κάτι να ρεμβάζουν μέσα από τις κορνίζες τους. Άλλωστε, πόσο μ' αρέσει η τσαγιέρα που σφυρίζει. Θα γεμίσω το τραπέζι με κούπες και ζάχαρη. Αν κι όπως καταλαβαίνεις δεν έχω καλεσμένους. Κοιμάμαι με φαντάσματα.


Ίσως νομίζεις ότι κατόρθωσα να γίνω εκείνος που ονειρεύτηκες ν' αγαπάς ή κάποιος που αντέχεις να αποδέχεσαι. Μου φαίνεται πια πως είναι αργά, πολύ αργά για γιορτινές ευχές και γκι στην πόρτα. Αλλά μπορεί κανείς να ζωγραφίσει διάφορα με λίγη ανάσα και τ' ακροδάχτυλο. Για μια στιγμή μπορεί να υποθέσει ακόμη λίγη ζεστασιά αληθινή, όχι αυτό το ψύχος του καλοριφέρ.






Μια μέρα θα μ' ακούσεις να διηγούμαι ιστορίες, πως κάποτε ένα πλάσμα έρημο βρέθηκε στην πόρτα μου με ασήκωτα μπαγκάζια. Ημέρες Χριστουγέννων. Πως του χάρισα φιλοξενία χωρίς να ρωτήσω το όνομά του ή από που έρχεται. Πως έπειτα του παραχώρησα ευχαρίστως μια κλίνη στην καρδιά μου. Ας στριγγλίζει το άθλιο κουδούνι, είμαι χαμένος σε μια χώρα μισού τετραγωνικού και δεν θα ξεκολλήσω από το παράθυρο. Δικαιούμαι για μια μοναδική φορά να φανταστώ το πρόσωπό όπως θέλω εγώ ή να αγγίζω με τον αγκώνα το περβάζι και να μαντέψω την εξωτερική θερμοκρασία, όπως την θέλω.






Όμως γιατί γυρίζεις; Εσύ που ξέρεις μονάχα να λαβώνεις μ' άδικα δόρατα. Ποιον νεανικό σου εαυτό που ξεστράτισε αναζητάς μέσα σε μένα; Εσύ που σαν τον Ηρόστρατο καις τους ναούς της Αρτέμιδος για μια μνεία. Ξεχάστηκες κάπου αγνοημένος πια στην ιστορία. Επιστροφή. Πάντα με μια καλογυαλισμένη κάνη στην τσέπη στο σακάκι σου και με μια καλοφτιαγμένη υπόσχεση ζωής γραμμένη στις σφαίρες σου. Αλλά γιατί αρνείσαι σ' αυτούς που διώχνεις να περιπλανηθούν και γιατί εμποδίζεις κάθε ίχνος ζωής να υπάρξει μακριά από σένα; Αφού δεν είμαι ελπίδα σου. Αφού δεν είμαι εγγύηση της συνέχειας σου. Δεν είμαι εγώ το λεπίδι σου το κοφτερό, μ' αυτό θα πληγιάζεις ανθρώπους που υπομένουν το άγγιγμα το δαχτύλων.






Να που η λάμπα έσπασε και μείναμε χωρίς φως. Εγώ μέσα από το κρύο το τζάμι μου να παραμερίζω την στενή λογική μου. Εσύ με τούτη την αιώνια σιγουριά της συμπονετικής ακρόασης. Λες να 'ρθουν και λύκοι; Μα τι να φοβηθώ πια εγώ που συζώ με τόσες οπτασίες! Το κουδούνι τσιρίζει κι αυτό το σκοτάδι μου ανήκει. Μου ανήκει. Μου ανήκει.


Κι εσύ έρχεσαι πάντα για να θυμίσεις και να σκοτώσεις. Αυτή είναι όλη κι όλη σου η δύναμη. Τι με νοιάζει εμένα ο Βόρειος Πόλος στο σπίτι σου; Πόσο μόχθησες να τον κουβαλήσεις ως τα ελάχιστα σκαλοπάτια μου! Μόνο για να θυμίσεις και να σκοτώσεις. Αυτό ήταν δα όλο σου το νόημα.