Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

τικ

Σ' έχω απογοητέυσει.
Στις σκόρπιες κορυφές
τ' ανέγγιχτα, τ'απλησίαστα
σκαρφάλωσα
τα αστέρια έπεσαν σε μια στιγμή
δεν υπήρχε μυρωδιά γιασεμιού στα ποτήρια
κι η εξαναγκαστική νηφαλιότητα
πονούσε τόσο τις αισθήσεις.
Ένα πρωί
με ένπιξε η δίνη του λικέρ
σ'ενα ποτήρι ραγισμένο από φωνές
εχθές γελούσαν ή έκλαιγαν οι επάιτες
μα είχε πάντοτε τις ίδιες επιπτώσεις
κι όταν η πόλη άδειαζε
οι συνοικιές ξέβραζαν την νεκρική προσπάθεια
για λιγοστή συμπάθεια
και για χέρια πιασμένα σφιχτά σαν δεμένα
όμως κανείς δεν ήξερε
σαν πέρασε ο καιρός κι έμεινε μόνο η διήγηση στην παράδοση
αν ήτανε απλά μύθου αίνιγμα..

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Το καπέλο

Σε βέλη στιγμών ανύποπτων
χαμογελούσε κρυφά
κάτω από το φθηνό του καπέλο
και στο κεφάλι του
δεν ήταν πάντα ο αρχηγός
μα ηγήθηκε
και έπειτα ήρθαν οι ήττες
σαν τις βροντερές καταιγίδες που δέρνουν
και δεν σε αφήνουν να σκεφτείς παρά μόνο την αναζήτηση
λίγων εκατοστών χώματος για να πέσεις
τα φτερά λυγίζουν, άλλοτε σπάνε και κόβονται
μα έτσι κι αλλιώς
χρειαζόταν μονάχα ένα άλμα
και λίγα σκαλιά να επιχειρήσει να συρθεί την άνοδο
και τις βασανιστικές τελείες που σ'αυτό το αράδιασμα
δεν μπαίνουν ποτέ
γιατί ουδέποτε ήξερε να πει
έναν αξιόλογο ορισμό για τη ζωή
και τί είναι το ψέμα και τι εξυπηρετεί
αλλά γνώριζε καλά να διαφυλάττει
κάτι άγνωστο που διέφευγε του νου
και πάντοτε αρκούσε..

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Φύλλα πορείας

Βάδιζε νευρικά στο δωμάτιο.
Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω.
Σε λίγο έβαλε στη χούφτα μου είκοσι δραχμές
και ένα κομμάτι κιτρινισμένο χαρτί.
Έτσι έφυγε.
Οι υποψιές αποκοιμιούνται στο μυαλό μου παθητικά. Στην παγωμένη αίθουσα ακούω τον ήχο των ρολογιών μέσα στα αυτιά μου,
εκωφαντικό,
απόκοσμο.
Έξω νυχτώνει, ίσως ξημέρωσε
δεν θυμάμαι πια γιατί πρέπει να αλλάζουν οι μέρες.
Δεν θυμάμαι γιατί προσπαθώ να λύσω την αινιγματική αυτή η κίνηση.
Έπαψα άλλωστε εδώ και καιρό να ονειρεύομαι
κάτι άλλο πέρα από την επιστροφή που μπορεί να κατακτηθεί
ίσως με μια νέα φυγή.
Η βρύση του μπάνιου στάζει τακτικά. Κανένας φόβος- μόνο αναμονή.
Αναμονή γιατί;
Για την επίπεδη γραμμή και το κιτρινισμένο χαρτί που περισσεύει.
Για τα λόγια του γερασμένου υπαλλήλου στο φαρμακείο.
Για την εξήγηση των άχρηστων 20 δραχμών που άφησε φεύγοντας.
Κανείς θάνατος.
Καμία ζωή.
Απλή, στεγνή, φειδωλή
Ματαιότητα.

Άλλωστε επέστρεφε στις βραδινές ονειρικές εξορμήσεις μου σε τόπους αλλόκοτους και μη πραγματικούς.
Δεν ξέρω πια αν ήθελα την επιστροφή
ή μόνο τα νυχτερινά όνειρα.

Φθινόπωρο.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Licking the right to crawl

i won't pick up the phone and i will dance along all alone drinking wine for a while. Tonight. What if it ain't no right? What if my banjo sounds bizzarious enough.? And i will sing funeral bells and evil playthings will build my own hommie hell. Well it sounds bizzarious ain't it? Me and my bastards, we're gonna make it red or lust. I'm gonna smoke till i fall like a smart-ass going fast. I'm licking the right to crawl. What if it aint that proper?

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Πολύ ταρίφας για να πεθάνει_επεισόδιο 4 (Σιγά τις πόρτες!)

Ο Σουλάρας είχε αποφασίσει να μην δεχτεί πελάτες σήμερα. Για να καταλήξει κάπου η συλλογιστική του πορεία έπρεπε να χαλαρώσει.Ακολούθησε λοιπόν την προσφιλέστερη μέθοδο χαλάρωσης που πάντοτε τον έκανε να νιώθει σαν τον Τζών Λένον στο εξώφυλλο του rolling stone-μετρούσε καταστήματα Έβερεστ καθ'όλη τη διαδρομή-ώστε απεφάνθη: θα έβρισκε τον καρντάση τον πατέρα του φέρελπι γαμπρού του, του Μάο, και θα τα κανόνιζαν σαν άντρες που ήταν.

Όσο οδηγούσε σκεφτόταν,όσο σκεφτόταν, του έρχονταν στον νου ένα ζευγάρι σχιστά μάτια μέσα από τα ρέιμπαν και έχανε τα λογικά. Το εγγόνι του δεν μπορούσε να βγει Κινέζος! Κανένας Καλαματιανός δεν την έχει 10 εκατοστά! Δ ε ν γ κ έ ν ε τ !! Θα πήγαινε στον πατέρα του πουΤσάκι Τσαν και θα του γαμούσε το κέρατο!! Θα του έλεγε: "τα τσόπστικς σου και σ'αλλη παραλία"! Θα τον απειλούσε!

Τραβά χειρόφρενο για να στρίψει επί τόπου με μια απότομη κίνηση!Ένας ξεχασμένος πελάτης- τραβεστί ουρλιάζει από πόνο στη θέση του συνοδηγού! Ενώ ο Σούλης αναζητά εκ νέου τον κανονικό μοχλό του χειροφρένου, το πι της γιαγιάς που διένυε την διάβαση σε ένα απόλυτα ατυχές τάιμινγκ θρυμματίζει τη βιτρίνα ενός chinese super store.

ΆΡΗΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ: "ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟ"

συνεχίζεται.............

Πολύ ταρίφας για να πεθάνει_επεισόδιο 3 (Ανακαλύπτοντας το αμυγδαλωτό μάτι του κακού)

Ο Σούλης ήταν πλέον πεπεισμένος πως η επικράτηση του κινέζικου γένους αποτελούσε απειλή τόσο για την ήδη κλονισμένη ανθρώπινη επικοινωνία, όσο και για την διατήρηση του εθνικού φρονήματος, μιας και οι τρισκατάρατοι μπρουσλήδες προέβαλλαν τώρα την δική τους αρχαία κλασική εποχή, που να τους έλαχε ο Λεβέντης για πρωθυπουργός! Δεδομένης της οικονομικής κρίσης που καταπολεμάται ολίγον τι με τους σανδαλοκαλτσοφόρους βρωμοκιτρινιαρηδες τουρίστες και του σεξουαλικού εμπάργκο από τη σύζυγο αν δεν είχε πάρει τη δόση της από κινέζικη σαπουνόπερα, αποφάσισε να κάνει τουμπεκί ή ακόμη να το "βιδώνει το μπουλόνι" όταν έπαιζε μηνιαιώς τηλεταινία προς εμπέδωση της σαπουνόπερας που προανέφερα.

Μια εβδομάδα έπειτα από τα ανίατα καθέκαστα, ο Σούλης παραλίγο να πάρει κούρσα τον Χάρο και μάλιστα χωρίς δώρο Πάσχα με αυτά που έμαθε: η μοναχοκόρη του η Μαρία, γνωστή και ως "η ξεκωλιάρα της γειτονιάς" ή "σεξουαλική επανένταξη για όλους" κυοφορούσε το πρώτο του εγγόνι. Και μη φανταστείς πως ο Σούλης ταράχτηκε φοβούμενος την κατακραυγή της γειτονιάς για το εκτός γάμου τέκνο (μπαστάρδι το έλεγαν στα χρόνια μου). Το υπέρτατο καράφλιασμα επήλθε με την γαμπριάτικη επιφάνεια: ο γαμπρός ήταν γόνος Κινέζου μεγαλομετόχου σε αλυσίδα τραπεζικών καταστημάτων.!! Τώρα το εγγόνι του θα ήταν μούφα καλαματιανό ! Αντί για ννιε και λλλιε θα πρόφερε το σουν και το τζου! Άσε που θα ήταν κιτρινιάρικο ! Πώς θα πιάσει το τιμόνι του ταξί; Θα το μπερδεύουν το παιδί με το καπό, ίδια κοψιά, ίδιο χρώμα! Πώ γαμώ τη τύχη , ήθελα να 'ξερα, το αστικό ΚΤΕΛ τους έστειλε για να τον ξεκάνουν;

Με τα προαναφερθέντα και λίγο κλισέ συζυγικό σεξ, ο Σούλης έδιωξε τον γαμπρό με τρόπο ευγενικό και με κανα-δυο σούσι στον κώλο, μαύρισε τη γυναίκα του στο ξύλο για να εξασφαλίσει λίγη αντίθεση ενόψει τόσης κιτρινίλας και επέβαλλε για τετρακισεκατομμυριοστή φορά στον μαλάκα τον γιό του, πρωτοπαλίκαρο της χέστρας, δίαιτα αυστηρή και χωρίς ψωμί. Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα,έφτυσε τα φτερά από τα μυγάκια και ξεκίνησε για τη δουλειά: τη μόνη στιγμή οπότε μπορούσε να συντονιστεί στο ντέρτι εφ εμ και συλλογιστεί καθαρά και ανεπηρέαστα.

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Into the sea



Annie K used to talk about midnight moon landings
and the way she was fighting an internal enemy that always survives
how she got killed while hunting
and some tears of hate that turned to misty her eyes.
Falling her asthray on the floor with no noise
and sometimes her love was so annoying

Annie K used to narrate of a block forest home
and of too many times she has flight off her mind
human empathy just leave her alone
love torturing and the life she had fight
when the senses are gone
blank head-shell held on a phone

Annie K was a mistery punk
dyed pink hair and a bass playing funk
she had an alien lover
still she has had her mind fucked
seems to be never real sober
body nibbled run out of luck
human sympathy, so offered hands
just leave her alone
she was building her own mind's home
love torturing and the life she had fight
when the senses are gone
blank head-shell held on a phone

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

Απογευματινό τσάι (Τάσου Λειβαδίτη)





Άλλα γιατί με κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις. Ίσως
γιατί στέκομαι πάντα κάτω από μια μαρκίζα, αλλά δε βλέπουν ότι μια ζωή δεν αρκεί
όταν αρχίζει να βρέχει. Κι αλήθεια τι θα συμβεί αύριο; Τι συνέβη χτες; Πράξεις χωρίς καμιά σημασία
που κάνουν ακόμα πιο βαθύ το μυστήριο κι οι νεκροί μας φεύγοντας άφησαν στην είσοδο αυτή την ακαθόριστη ελπίδα
που κάνει πιο αβέβαιο τον κόσμο. Όλα τόσο θολά, σαν μια συνομιλία σ' έναν πολυθόρυβο δρόμο
«μα δεν ακούς, λοιπόν — δεν ακούς;» «ν' ακούσω τι;»
μια θλίψη παράξενη σαν κάποιος που έμαθε το μυστικό σου ν' απομακρύνεται αδιάφορος
κι άλλοτε είδα ανθρώπους πάνω στις έρημες αποβάθρες
να χειρονομούν απεγνωσμένα — ποιόν ειδοποιούσαν; Τι ήθελαν να πουν;

Απ’ όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το θυμάσαι.

Έτσι, παρ' όλο που το σπίτι ήταν άδειο, κανείς δεν ερχόταν, «αλήθεια, πόσος καιρός πέρασε», σκεφτόμουν
και θα πεθάνουμε ολομόναχοι — κι εκείνο το μικρό καράβι που μας
χάρισαν σε κάποια παιδικά γενέθλια
μας πήγε μακριά. (Πότε γυρίσαμε χωρίς να το καταλάβουμε!) Τώρα περιπλανιέμαι σε βράδια που δε θα ξανάρθουν ποτέ ή μένω
κλεισμένος στην κάμαρα μου — μόνο, για το Θεό, μην τραβήξετε την κουρτίνα
είναι ανατριχιαστικό!

«Μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε, είχε πει ο Φίλιππος, αλλά θα 'ναι αργά» και σκέφτηκα τα φαντάσματα
που εμφανίζονται όταν όλα έχουν τελειώσει (κι ίσως για να κρύψουν ακριβώς αυτό).
Άλλα τώρα χειμώνιασε, ας κατεβούμε στην κήπο κι ας θάψουμε τα παλιά χειρόγραφα.
Και κάποτε θα τρομάξεις
όταν καταλάβεις ποιος είσαι.

Κι οι εραστές υστέρα από μια νύχτα απερίγραπτη ξυπνάνε σ' ένα
φτωχό πρωινό του Νοέμβρη ενώ η βρύση στο νιπτήρα στάζει αργά σαν υπόμνηση της μονότονης
διαδοχής των ήμερων. Και πεθαίνουμε στερημένοι σ' έναν παράδεισο από λέξεις.

Κι άξαφνα
έρχεται η στιγμή που πρέπει να επιστρέψεις, βράδιασε, στη σάλα έχουν ανάψει τα φώτα — στάθηκα στο διάδρομο, είχα ένα σπουδαίο άλλοθι, αλλά το ξεχνούσα την κρίσιμη στιγμή — με κατηγορούσαν ότι συναντούσα, λέει, κρυφά τις σκιές τού παλιού σχολείου
ναι, δεν το αρνούμαι, όμως χυνόταν μόνο το δικό μου αίμα
κι υστέρα τα θλιβερά απογεύματα στέκομαι συνήθως έξω από κάποιο ορφανοτροφείο
κι απορούσα μάλιστα που στα άσυλα μοιράζουν πάντα τόσο νωρίς το δείπνο, ίσως γιατί το σούρουπο είναι μια δύσκολη ώρα
και καλύτερα να 'χει κανείς αλλού το νου του. Έξαλλου, εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες.

Γι’ αυτό κιόλας μ' αρέσει να χαιρετώ τα πλοία που φεύγουν για τον Άγιο Δομίνικο
ή έφτιαχνα πύργους με παμπάλαιες εφημερίδες που 'γραφαν για μια χαμένη εξέγερση — ποιος τη θυμάται;
κι αυτό το μυστικό που περίμενα χρόνια: κάποιος, λέει, θα με πλησίαζε και θα μου το ‘λεγε ξαφνικά —
έτσι δεν πρόσεξα τίποτ' άλλο στον κόσμο. Κι εσύ, καλέ μου φίλε, μόλις πεθάνω
θα σου γράψω με ειλικρίνεια, θα σου πω για τον άνθρωπο που μ' έφτυσε
για το κονιάκ που μου λείπει, για τα πουλιά το πρωί που με ξαναγυρίζουν στο σπίτι τού παππού.

Κι η Τερέζα κάθε φορά που πίναμε τσάι και μου επέστρεφε το φλιτζάνι, το χέρι
της ήταν ωχρό
απ’ το μακρύ ταξίδι — που είχε πάει και πότε θα γυρίσουν οι νεκροί «δε σέβεστε λοιπόν ούτε το άπειρο;» τραύλισα, γι' αυτό ετοιμάζω
τις αποσκευές μου αλλά δεν απομακρύνομαι — αφού για να γνωρίσεις τον κόσμο αρκεί
εν' ανεξήγητο όνειρο.

Τότε το εκκρεμές άρχισε να χτυπάει κι ακούστηκε η ώρα του αναπότρεπτου
έτρεξα να τους προλάβω στη σκάλα, «κανείς δεν πέθανε, τους λέω, μα όλοι είναι σιωπηλοί μάρτυρες γι' αύριο»
ενώ την ίδια στιγμή «κάπως έτσι θα 'ναι η τιμωρία», σκεφτόμουν — όπως και τα παιδικά μας χρόνια την ώρα του θανάτου μας
θα 'ναι εκεί και θα μας περιμένουν.

Και συχνά τις νύχτες ανέβηκα στις γέφυρες των σταθμών
και κοίταξα τα φωτισμένα τραίνα να χάνονται πέρα στο πουθενά.
Ώ εποχή μου, όλα ειπώθηκαν και μόνο το φθινόπωρο συνεχίζει το αιώνιο παράπονο του.

Ώσπου σιγά-σιγά το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο αίνιγμα και το φως της μέρας δεν έχει επιείκεια γι' αυτούς που ενδίδουν κι υστέρα είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο μιας αναγνώρισης που
άργησε οι φίλοι που πέθαναν, οι άλλοι που χάθηκαν κυνηγώντας κάτι
άπιαστο
λέξεις συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο τρωτό κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι από αύριο
ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή. Ποιόν θέλουμε να ξεγελάσουμε ή ποιος μας εμπαίζει;

Και καμία φορά τη νύχτα μια κραυγή που ζητάει βοήθεια ακούγεται απ’ το παρελθόν — ακριβώς γιατί ποτέ δεν το ζήσαμε
ή μας βασανίζουν αναμνήσεις από γεγονότα που δε συνέβησαν ποτέ — αλλά ποιος είναι βέβαιος για το τι συνέβη;
εξάλλου η κάμαρα μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της γης, θέλω να πω πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή ξένοι.

Ώ, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ' ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς
όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα
να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.

What i ignore is true

Fragmented image is such a pathetic thing to happen, but fragmented mirrors are able to create little bastards or heroes for ur postered walls.
And those question marks were always so misty and the sign of salvation seemed always too far. What i ignore is true.

Well, i kept your little drama mixed with a fancy kitchy eau de toilette to feed your judging peeps. See, it was an eau toilette for sure..at least it works that way onto your photo where i'm parking my shit. So what i ignore is you.