Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Λέοναρντ

Mισούσε τη λέξη "αυγή"
ο Λέοναρντ και μισούσε τη ζάχαρη στον καφέ
έπειτα βρήκε ένα υποκατάστατο όλων αυτών των ναρκωτικών
του έδωσε διάφορα ονόματα
καθώς δεν πίστευε στον έρωτα
κι έπειτα έπεσε πίσω από κάποιον τυχαίο φίλο να πνιγεί
για να παραβεί την γραφική γονεική συμβουλή
πάντως το υποκατάστατο του είχε φορτώσει μια ανεπιθύμητη διαλλακτικότητα
κι έτσι αποφάσισε να το κόψει και να αρχίσει να βάζει ζάχαρη
σίγουρα ο Λέοναρντ δεν ήταν σέξι
τί να τα κάνει τα υποκατάστατα
δεν ήταν σέξι, κάπου-κάπου επιχειρούσε να είναι αστείος
στο κρεβάτι προτιμούσε να γελάει, όπως θα 'λεγε ο Άντι Γουόρχολ,
δεν ήταν σέξι
και το υποκατάστατο -α! μα άγνωσται αι βουλαί- έβλεπε πάνω του πράγματα απίθανα
και μαρτυρούσε χαρίσματα που ένας θεός ξέρει που τα φαντάστηκε
έτσι ξαναέκοψε τη ζάχαρη στον καφέ
μια μέρα ομως το υποκατάστατο τον ζεμάτισε
σαν την ηλεκτρική καρέκλα, ούτε μπορούσε να αντέξει το ρεύμα αυτό που του έκαιγε τις φλέβες
και του τέντωνε τα νεύρα παράξενα, παράλογα, ανεπιτήδευτα, διαβολικά
μια μέρα, σου λέω, τον έκαψε
το κεφάλι του άχνισε
ο ήχος εύθυμου ταμπούρου, στον αέρα καπνοί
όλοι, Λέοναρντ, στο είχαμε πει:
name it

stain

Γοητείες θανάτων
τ' ανήμερα θηρία μου βροντούσαν τη πόρτα ρηχά
έξω στα αβαθή λακκάκια των βροχών
Γελούσα κι έκλαιγα
γιατί έβλεπα στο πλατύσκαλο τις μνήμες,
τα χνάρια των σκοτωμένων
κι όλοι σκοτώνονται στη διαδρομή
αυτός ήταν όλος-όλος ο νόστος
Γελούσα κι έκλαιγα
Έτσι τρεμόσβηνα τον αναπτήρα χωρίς να ανάβω τσιγάρο
μου έκαιγε ελαφρα βέβαια των δαχτύλων τους κόμπους
κι έτσι καθισμένος στο παράθυρο
αγνάντευα τα πόδια των περαστικών γυναικών
κι όταν τυς έδινα την ελάχιστη πραγματική προσοχή
Γελούσα κι έκλαιγα
γιατί έβλεπα στο σταυροδρόμι τα φευγαλέα τακούνια της
σαν τα εγκατέλειπε για μια ζώνη σφαίρες
κι έλεγε "Ω μα είναι για την Ελευθερία !"
κι όλοι σκοτώνται στη διεκδίκηση
ελεύθεροι και λαβωμένοι για πάντα
ύστερα ζύγωναν δυό πουλιά από το πουθενά
κοιτούσα τα μάτια τους που τους λείπαν τα βλέφαρα
κι έτσι πονούσα κι έκαιγα
για μια στιγμή μονάχα
τα ήμερα πρωινά

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Αποθήκη



Είπε: "Είμαι απλώς μια γυναίκα και σε ποθώ"
έπειτα της χάρισα λίγο λιτό χώρο στην αποθήκη
για να ταπεινώνεται
Έρχονταν λυσσασμένοι οι επισκέπτες
έτσι να την δουν λίγο να ουρλιάζει: "Σ'αγαπώ Λέοναρντ, μη μ'αφήνεις"
και ηδονίζονταν όσο περνούσε η ώρα και τη σφάγιαζαν οι πόνοι
από την έλλειψη ελέους
κι εγώ χαιρετούσα δια χειραψίας τους περίεργους
καθιστώντας πλαγίως σαφές πως εγώ είμαι ο ηθικός βασανιστής
Ένα απόγευμα με νίκησε δια παντός
ψιθύρισε "Θα φύγω, Λέοναρντ, αγαπημένε μου"
και έτριψε τη στενή χαρακιά που 'χε κάνει στο τραπέζι με το νύχι
Δυό πρωινά αργότερα χάθηκε
και δεν μου 'μεινε ούτε η χαρακιά, μα μονάχα η ανάμνηση της αλαζονείας μου
κι η κολακεία θα ήταν εντάξει, αν δεν με έκανε σκλάβο της ως το κόκκαλο
Ωστόσο πριν του τέλους ακόμη την ώρα επέμενε να με προσφωνεί "αγαπημένο της"
έτσι για να με σφαγιάζει μακρόθεν κι εκείνη

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

Λ

Στερεύουν ολοένα τα αποθέματα
του Χάρου τα ονόματα απ' τις λίστες
τα δάχτυλα χορεύουν ζωηρά
πάνω στη φθορά του τζαμιού και στους χρήστες
όλες εκείνες οι κηλίδες αίματος
που κατηφορίζουν τα τσαλακωμένα μανίκια
πεταμένο φαί στα χαλίκια
τ' άφησαν φιλότιμοι για τα στερημένα παιδιά
μα πώς να μπαρκάρει η πόλη
αν δεν αλλάξει ο άνεμος, δεν πάμε πουθενά