Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Ο δρόμος

Κάποια μοιραία νύχτα ακούμπησες τα πράγματά μου σ' έναν σωρό στο κεφαλόσκαλο.
Έπειτα έσπρωξες το μέτωπό μου στα χείλη σου
"Καλό μου παιδί, μακρύς ο δρόμος".
Στάθηκα στο πλατύσκαλο για έντεκα ημέρες ζυγίζοντας εικοσιένα γραμμάρια και κάτι.
Εντούτοις, κάποτε τ' αποφάσισα κι αναχώρησα για έναν προορισμό που ήταν μονάχα αίνιγμα
κι έτσι τράβηξα από ένστικτο για τον ήλιο και την σελήνη.
Ο θολός ουρανός της Ανατολής -όπου τα μικρόσωμα πουλιά πετάριζαν δειλά κι εκ του ασφαλούς σε μέτρια ύψη- με ατένιζαν παράξενα καθώς σκούπιζα την άσφαλτο από το πρόσωπό μου
και την φυγή από τα ρούχα μου.
Και να που κινάω πάλι για ένα άγνωστο που 'ναι συνάμα τόσο προβλέψιμο
παρέα με τον κούφιο ήχο που συνοδεύει τις αδειανές αποσκευές.
Κι αφού ο δρόμος δεν είναι ξεκάθαρος, διασχίζω την παράκαμψη κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών υπερπηδώντας ανάλαφρα εκείνους τους άλλους που επιχειρούν να σηκωθούν τινάζοντας κι εκείνοι την πίσσα απ' το λαιμό και το στέρνο τους.
Τα αγριόχορτα στην άκρη του δρόμου λικνίζονται απ' αεράκι ανάρμοστο και παράταιρο.
Βρέχει, χιονίζει ή ανθίζει τούτος ο τόπος περιπαίζεται απ' τον χρόνο.
Κι εδώ που φθάνω μου σκίζουν την βαλίτσα και με χτυπούν ελαφρά κι αυστηρά στο κεφάλι:
"Δω είναι οι αποσκευές, βαλίτσες δεν δεχόμαστε".
Κι εδώ που φθάνω είμαστε όλοι νεκροί. Πιο νεκροί από το χώμα.