Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

2 Φεβρουαρίου: Επίκληση

Ξεχείλιζε από επιθυμίες. Είχε, ωστόσο, δυο μάτια κουρασμένα και θαμπά, πως λοιπόν να διεκδικήσει τον κόσμο με μπουχτισμένα βλέφαρα και μ' αυτά τα χέρια τα τόσο θλιμμένα;  Κι άραγε εσύ πόσο μπορούσες να δεις πια πίσω από αυτά και πόσο κοίταζες;

Καμιά φορά ξυπνούσε μέσα του ένας τρόμος καταιγιστικός και τότε έψαχνε μονάχα μια θηλιά ή μια παλιά γραβάτα. Τότε αισθανόταν ότι όλα αυτά για τα οποία ντύθηκε άπαξ μια ζώνη σφαίρες δεν ήταν παρά ένα ακαλαίσθητο αστείο χωρίς ευαισθησίες και συμπόνοια για την ανθρώπινη ευπιστία. 

Κι όμως εσύ τα κατάφερνες ακόμη να γεννάς μικρά θαύματα άθελά σου. Ετούτη ήταν η αιματοβαμμένη η αιχμή του δόρατός σου, η ακουσιότητα. Κι άραγε θα τα άγγιζες πια τα χέρια τα θλιμμένα; Τα ζαρωμένα χείλη θα τα φιλούσες; Ποιός νοιάζεται τώρα να ακούσει τις ιστορίες του; Ποιός νοιάζεται να εκπλαγεί από τις φαεινές του σκέψεις;

ΤΙ θλιβερό να μοιράζεσαι με αλλότριους τ' άπειρο!

Τούτο εδώ το μαξιλάρι μοιάζει άδειο. Πιο άδεια μοιάζουν τα άδικα χέρια του κι η στοργή. Και πως δυο όμορφα λόγια μπορούν να σκοτώσουν, αυτό το μάθαμε. 

Η κλήση έμενε πάντα αναπάντητη. Όμως συνοδευόταν από μια εύστοχη δικαιολογία. Ο καλών έγερνε ευσπλαχνικά στο ακουστικό και φανταζόταν πως στην άλλη άκρη κατέρρεε το έδαφος, ήταν τόσα τα γυναικόπαιδα που έπρεπε να σωθούν, ήταν τόση η ανάγκη για σιωπηλή προσευχή. Όχι, όχι, η έλλειψη απόκρισης ήταν μονάχα ατύχημα. Ατύχημα οι κύκλοι στους αιώνες και ατύχημα τα τρικλίσματα. 

Όμως η αγάπη είναι ένα σύννεφο δίχως καμιά αξία και υπόσταση όταν έχει ανάγκη από επαιτεία. Να μας συνδέει όχι η ανάγκη μα η επιθυμία. 

Σε μία κάμαρα, το τηλέφωνο πιο σιωπηλό κι απ' τον θάνατο περίμενε. Κι οι κλήσεις όσο κι αν χρεώνονταν, παρέμεναν αταίριαστες, χωλές.