Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

78



Πέρασαν κάμποσοι αιώνες
μολονότι τα κλαδιά των δέντρων ταλαντεύονταν μονότονα
όπως παλιά
κι εσύ έφευγες κι εγώ ευχόμουν να με θυμάσαι
όπως τότε
που η καρδιά μου δεν ήταν ζαρωμένη από το γήρας
τα χέρια μου στριφογυρνούσαν ανώριμα στον άνεμο
μα τώρα πάει
σαν να ερωτεύομαι εκείνη την εικόνα του παλιού εαυτού
που δεν είναι εδώ και δεν θα 'ρθει
κι άλλωστε μου διαφεύγει
πότε έπαψε να μου στέλνει γράμματα από κάπου αλλού
η αργοπορημένη, η ξεχασμένη αφέλεια

Σου λέω πως γερνώ,
μα το θεό, γερνώ κι εξανθρωπίζομαι, τι κατάρα!
Σου λέω πως μπορώ και κλαίω,
τι όνειδος για έναν πολεμιστή του μισοσκόταδου!

Κι εσύ έφευγες
-κι ας μην το 'ξερες-
σαν εκείνα τα παλιά τραίνα που χάθηκαν
στις επιτάξεις
και δεν θα γυρνούσες ποτέ για μένα
συ, γοητεία της ασχήμιας που βασιλεύεις
μέσα στη μουσική πνοή
για λίγο μόνο, όπως όλα

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

πίσω

Σαν άμμος κύλησα
ζωή με ξέχασες
κάτω απ' τις σκιές των δέντρων
να ζω αιώνια

Αιώνια στην αναμονή
Μα σε συγχώρησα

Σαν άλλος έπλεξα
μύθους για ναυτικούς
κι επινοήσεις
για νόστους εραστών

Κι αυτό το πρόσωπο
σαν να με περιμένει

Κάποτε γύρισες,μόνο,
φέρνοντας το κλειδί
χούφτα μισή δικαιολογίες
στενά μαντήλια κεντητά

Για τα φαντάσματά μου
Δυο-τρεις ελπίδες για κάτι πραγματικό

Και ας μην την ζητώ πίσω την ελευθερία μου

Γραμμές

Μόλο που ήρθε χρόνος
οπότε η ακινησία γινόταν ζωή
τα πάθη άχθη ανυπόφορα
ως είθισται

Φυσικά δεν είχε πάψει να κοιτά
μέσα από το φίλτρο όπου όλα
φαινόντουσαν ασήκωτα
κι αγιάτρευτα κι ανήκουστα

Όμως κάθε βράδυ ο Κόσμος ξανανιώνει
κι όμως κάθε ξημέρωμα
βαδίζει σε χθεσινά αόρατα χνάρια χωρίς να το ξέρει
ώσπου να φτάσει στην άλλη μεριά
και να πεθάνει
μέχρι το επόμενο βράδυ
στην ίδια γραμμή με τις μικρές καμπύλες και τις στροφές
που το φίλτρο σου την μοιάζει Γολγοθά

κι εσύ χτυπάς τους τοίχους
σαν τρίζουν τα παντζούρια
για 'κεινη την θνητή κατάρα που ειπώθηκε
μια μέρα αλλόκοτη
στης μέθης του Κόσμου τις στροφές

και έπεσε κι απόγινε και πνίγηκε
Πενθείς.




Μα κάθε βράδυ εκείνος ξανανιώνει,
γίνεται παιδί...