Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Εικασίες




Ένιωθε πως έπεφτε χάμω στα πόδια της
και την καρδιά του να ικετεύει με λυγμούς
λόγια αγάπης
κι εκείνη κοιτούσε το τηλέφωνο κι έλεγε
"κι εγώ σ' αγαπώ κι ας είσαι κι εκείνο και τούτο και τ' άλλο"
Αυτός όμως κάπου το 'ξερε
πως το συναίσθημά της ήταν μια ολόκληρη αλήθεια
κι έτσι έσκυβε ικεσία στο γόνατο
κι έλεγε "συγχώρησε μου.."
κι εκείνη έδινε άφεση μα δεν συγχωρούσε ποτέ.
Κι η κακία της όλη ήταν
αυτή δα η αλήθεια που έκρυβε
μέσα σε μια φλέβα του καρπού της
κι η απέραντη παράδοση του κορμιού της
κι αυτός θα 'χε μείνει αμετάκλητα ικέτης
αν μια μέρα δεν τον προσφωνούσε δειλό

Τ' αμάρτημα


"Μ'ακούς πάντα, αλλά έπαψες πια να κατανοείς τα λόγια μου", του είπε και έλυσε τη ποδιά. Μια ανάσα μετά, τη πέταξε κάτω με αγανάκτηση, πιότερο θλιμμένη παρά από οργή. Εκείνος κρατούσε το βλέμμα προσηλωμένο σε έναν ρόζο του ξύλου εντυπωμένο στο μπράτσο της απέναντι καρέκλας. Εκείνη έσπευσε να του γεμίσει το ποτήρι με νερό. Αιώνια πιστή κι αμετάκλητη. Δυο 'βδομάδες πριν είχε πετάξει τα ρούχα του έξω από τη καρδιά της, μα εκείνον τον κρατούσε σφιχτά σαν δεμένο και πάνω του έκανε κόμπους τη προσευχή μιλώντας του για κόσμους αλλότινους, μαγικούς, που ούτε ήξερε αν τάχα πίστευε στην ύπαρξη τους. "Τα κατάλαβα όλα μεμιάς", μουρμούριζε εκείνος με το εύλογο παραπόνο, "όταν πετούσες τα ρούχα στο κατώφλι κι έβλεπα τα μάτια σου τέτοια που δεν γυαλίζουν πια κι έμοιαζαν αλμυρά τα μάγουλά σου. Σάμπως θες,τάχα δεν θές; Ποιός το ξέρει και ποιός τυχερός πολύ είναι για να το μαντέψει;". Κι εκείνη έτσι σάστιζε χωρίς να μιλά, έπειτα έπιανε να του τρίψει τα παπούτσια και δεν μπορούσε να ζητήσει συγγνώμη γιατί όλο της τ' αμάρτημα το έβλεπε στον πόνο του και στη κόρη του ματιού του τη καρφωμένη στην αντικρινή καρέκλα. Κι εκείνη σκεφτόταν να τον φιλήσει στο μέτωπο με την κρυφή προσδοκία να κλέψει τις άδικες τούτες μνήμες που έκαναν τη ζημιά κι όλο της τ' αμάρτημα το έβλεπε στο ποτήρι με το νερό και δεν άγγιζε, μη τύχει και φέρει κανέναν πόνο ξανά, τέτοιον που να οδηγεί τα σπινθηροβόλα βλέμματα στην αδρανή παρατήρηση μιας παλαιάς κι ανούσιας καρέκλας.

hey darkness


Τραγουδούσαν,
κι έτσι
δεν μπορούσαν να ακούσουν

ο,τι ήταν πραγματικό και υπήρχε
μια πνοή μέσα σε θάνατο

μια ελπίδα που κατάφερε να ξεβραστεί
σώα και ζωντανή

μα δεν του άρεσε να απομονώνεται

κι όλα εκείνα τα αντικοινωνικά τεχνάσματα
δεν ήταν παρά η αιματηρή του προσπάθεια

ν' ακούσει το τραγούδι
που ερχόταν
από το θρόισμα των φύλλων κι από τη σιωπή που δανείζεται
ο ήλιος όταν δύει