Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Ζητούσε..

Ζητούσε πάντα να τον αφήνουν να βαδίζει πάνω στη θάλασσα. Να τεντώνουν εκείνα τα αόρατα σκοινιά, παντοτινά. Κι έλεγε "θέε μου, παίρνε αυτές τις φθηνές αμαρτίες από πάνω μου κι άσε με, θεέ, να βογγάω σαν το σκυλί από αδυναμία ανθρώπινη, να υψώνομαι ανάλαφρα με βήματα ανεπαίσθητα, να συμπάσχω τη θέρμη εκείνη των μελλοθάνατων", έλεγε έτσι και για πάντα.

Ήρθαν κι άλλοι

Ήρθαν κι άλλοι.
Έτσι, άξαφνα έφτασαν με άλογα τρελαμένα.
Οι αστραποβροντές δεν λύγισαν τα γερασμένα μου παραθυρόφυλλα.
Τους είδα καθαρά στα μισοσκότεινα μέσα απ' τις γρίλιες.
Στο μυαλό μου ακούστηκε η ασφάλεια ενός σκουριασμένου σιδερικού.
Έπρεπε να καλύψω την κεφαλή.
Ή έστω να την κρύψω ανάμεσα στα πόδια μου.
Μα δεν την κάλυψα.
Και σαν έσπασαν την πόρτα
μου 'ριξαν δυο ματιές γεμάτες απορία και περιφρόνηση.
"Αυτό δα το κεφάλι πάντα συνηθισμένο στους βάρβαρους αέρηδες".
Δεν ήμουν σίγουρος.
Ίσως ήτανε η ώρα να κάμω το σταυρό μου.
Μα δεν τον έκανα.
Γιατί αυτό το κεφάλι
πάντα συνηθισμένο στους βάρβαρους αέρηδες.
Έπειτα άνοιξαν με τα νύχια τους μια τρύπα στον τοίχο.
Για να μπορούν τα τρένα τους να περνούν.
Λες και οι δικοί μου εφιάλτες άφηναν χώρο και για τρίτους.
Ίσως να έπρεπε τότε να ουρλίαξω.
Να κατεβούν τα δαιμόνια των γιορτών.
Να με σώσουν.
Θα με βεβήλωναν.
Όμως δεν ούρλιαξα.
Άλλωστε αυτή η κεφαλή πάντα συνηθισμένη
στην καταφρόνια των επιτυχών συμπτώσεων.
Σ' ολα τα μήκη της γης έβρεχε σιγανά.
Οι γυαλισμένες μπότες τους σύρθηκαν ως το κατώφλι
αφήνοντας πίσω όλο αυτό το βρεγμένο χώμα.
Πάντα κάτι μένει.
Κάπου βέβαια ξέχασαν να με σκοτώσουν σα σκυλί
πράγμα ταιριαστό για μια τέτοια βρόχινη νύχτα.
Κι αυτό το κεφάλι, όπως το τραγούδι θα ΄λεγε,
ήταν γεμάτο χρυσάφι.
Μα δεν άξιζε τίποτα.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

not a dumb

I'm not a dumb
Those birds flaw a circle around their heads
The cup turned itself to dry
Some liquid sense of death sticks between my fingers
It's might wrong, who knows?
And those knees, they were waiting for a next life
but the guru made off with my money
and whole his fortune-telling charisma
however, roads became too wide
so i could get lost in a second
so i could find my self fortunately unable
and that smell of success
it couldn't even make me instantly high
he's found in a mess
and that famous direction to everywhere has arrived to a pointless meaning note
they're wide enough for a human
they're wide enough and i'm not a dumb
and Saturday nights he used to play his life in cards
and every dawn he spends his material success in a love lottery
where you can buy nothing but love pieces
and flesh pieces and vulgary broken bones
where your money can't buy a shit
they can't buy even a needless shit
and you're coming back home
and you've lost your life for paper kings and queens
who find theirselves so easy to be absent
and while counting fingers you cannot find
a better game to be spread
three nights before i've listened your lullaby by luck
as i was driving along the central avenue
it's been a lifetime
since those three days before
no same thing can be recognized
and i was driving a car along the central avenue
i'm a walker no more
trees on the pavement are just a grey mass
they don't smell, they don't narrate, they don't make a man longed to recall
i may am a bastard
but i am not a dumb

Faithless

How i prayed for a loss
from which everything can begin like a string
where Fairies enfold a possible tomorrow
but their will stays untold
'till the end of the line
Let Thiseus die with the wet sun of a morning
lovers' hearts are timed to be broken
once
is this the time for?
is this the twist?
i'm still praying
through all this defeat
faithless but consistent
i'm still praying in a God
sated by the toiled hands of a little girl
somewhere in a chinese factory
where he finds the birth of his existence
and there's no eternal hope
in a mortal soul

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Lie tO mE

Έφευγε
κι αγκαλιαζόταν από απελπισμένα χέρια,
έφευγε.
Έφευγε διωχθείς
κι αναλωνόταν μέρα με τη μέρα,
έφευγε.
Τα πρόσωπά τους μένουν στην μνήμη
σαν δυό ακίνητες φωτογραφίες φερμένες από το "κάποτε"
αναίσθητη αναπνοή στ'άσπρο χιόνι
λόγια τόσο στερεμένα από υποσχέσεις πλάι σε χαράδρες
που δεν διστάζουν να ορκιστούν αιώνες
απλά
και ξεδιάντροπα.
Ο ήχος που έκαναν τα φτερά των πουλιών, οι πευκοβελόνες που κείτονταν
ξαπλωμένες σε νιφάδες χαμένες πια από χέρι, τα σφιγμένα χέρια με τα πλεγμένα δάχτυλα,
οι ψίθυροι που ακόμη ορκίζονται.
Κι εκείνη η αδυναμία του κόσμου
να κατανοήσει την ύπαρξη ενός σύμπαντος ανέγγιχτου από χέρι
ενός σύμπαντος, όπου η αγάπη ζει..
Αιώνια, όπως την θέλησαν οι όρκοι.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Μονόδρομος για τον Charlie

Το πρωί ξημερώνοντας, ήταν μια μέρα τόσο συνηθισμένη, σημαδεμένη εξ'αρχής από το τέλος της, χαραγμένη στο πρόσωπο σαν από κατάρας ατύχημα. Έσυρες τον αβάσταχτο εαυτό σου ως τον καθρέφτη του μπάνιου. Ακούμπησες με τις άκρες των δαχτύλων το πρόσωπο σαν πρωταντικρυσμένο. Και ξυρίστηκες. Όμως δεν ένιωθες. Έτρεχες τα ακροδάχτυλα στις παρειές, κοβόσουν ανεπαίσθητα με το ξυράφι και καθώς ξέπλενες την βεβαρυμένη ατμόσφαιρα από τα μάγουλα,δεν αισθανόσουν τίποτα. Παρά μόνο αυτό το πρωινό βάρος το ασήκωτο. Δεν έφευγε, το ξέρω,ήσουν δυστυχισμένος κι ούτε ήξερες Τσάρλι έναν τρόπο κι ούτε έβρισκες κάτι να του χαμογελάς. Όλα ήταν απλώς χλιαρά, Τσάρλι, το ξέρω,ήταν ασήκωτα. Τα πλήκτρα της γραφομηχανής δεν θύμιζαν πια γλυκιά μελωδία, είχαν γίνει μονότονα, μουγγά. Τσάρλι, σωπαίνεις, μην μου εξηγείς. Σ'άρεσε η βροχή, μα ήταν συνέχεια βροχερά. Σκίστηκε ο μέσα σου στα δυό, πόνεσε φρικτά, έπειτα έγινε σκληρός, δεν μιλούσε, δεν τραγουδούσε, δεν λαχταρούσε. Τσάρλι, σκίστηκε στα δυό, το ξέρω, μα μη μου δίνεις εξηγήσεις.

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

παιδικούλιε

quelques brèves fois
ο διάβολος έκανε μάτια γλυκά
en le reve de Francois
μπαινεί στη ντουλάπα, το λέει στη μαμά
à l'heure du déjeuner
ο φοβός του ανάβει σαν μη ελεγχόμενο καλοριφέρ
maman j'ai très de peur
υπάρχει ο διάβολος και ο Δρακουμέλ
en soir grands ils deviennent
με δόντια μεγάλα και περιβολές
Maman rit rassurante
πριν πέσεις για ύπνο πολύ να γελάς
le bruit et le diable passe vite
δεν έχεις εγκέφαλο ούτε για ντιπ

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Το δηλητήριο

Το δηλητήριο ήταν
η γιατρεία
κι έτσι την κράτησε για χρόνια
την χειροβομβίδα του θανάτου
πάνω από το χρυσό του κεφάλι
πασχίζοντας για ένα κομμάτι
αιωνιότητας.

Κι έτσι κράτησε
το γαρύφαλλο
στα ματωμένα χέρια του
πάνω από τις αηδιαστικές επιθυμίες
ανθρώπινες ως το κόκκαλο
συγκράτησε μια αόριστη μυρωδία

Το δηλητήριο ήταν
η γιατρεία
απόψε θα ζήσει για πάντα.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009



Μελετώ την επιστροφή
αδημονώντας
για ένα αύριο ανεξακρίβωτο
που θα περάσουν αιώνες και μέρες
και λίγες ατέλειωτες ώρες
για να επιβεβαιωθεί
Μελετώ όπως χθές
με τη θέρμη που κρύβουν ακόμη
τα ακροδάχτυλα των άκαμπτα νεκρών εραστών
όπου δεν υπάρχει χρόνος να γυρίσει πίσω
δεν υπάρχει προοπτική αναίρεσης
παρά ένα φύσημα αέρα και σκόνης
και εδώ μελετώ
ίσως χωρίς διπλανό στα χαρτιά μου
με τα χέρια ψηλά κι εκείνο το μπλε κασκόλ
που κάποτε ξέμεινε πάνω μου
φερμένο από ξένο αυχένα
που πια δεν τον θυμάμαι
Και δεν θυμάμαι τίποτε πια παρά τη μυρωδιά
εκείνων των ημερών
δεν θυμάμαι τα πρόσωπα που καταπίνονται
μη διστάζοντας να φανούν εύκολα
στην λήθη και τους εγωισμούς
και δεν θυμάμαι τα χέρια
μα εκείνη η θέρμη από τα νεκρά ακροδάχτυλα
που ζωντανεύουν την πύρινη ανάμνηση
κατάφωτη από την αμαρτία
γι'αυτό γλυκιά
Μελετώ την επιστροφή
αδημονώντας
για ένα αύριο ανύπαρκτο
για μια ελπίδα που απόσπαρτάρισε
ξεστρατώντας από όσα οι Μοίρες όρισαν
μελετώ την επιστροφή

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Τα ΚΤΕΛ των συγγραφέων






Έπεσε
στα απελπισμένα γόνατα του Θεού
η προσευχή
και κρεμάστηκε
με χέρια τρεμάμενα θολά
οι μνήμες ρίζωσαν
τα πουλιά πάγωσαν στην πτήση τους
η φωνή ζεστάθηκε. Έπειτα
ξύπνησαν ο ένας στα χέρια του άλλου
αφαίμαξε
το χρώμα των ματιών του
τα μυστικά έτοιμα να εκραγούν
προφυλαγμένα στη σιωπή.
Ο δαίμονας
που παρασιτεί στο στήθος,
στα τρεμάμενα χέρια και στα δάκρυα,
πόσο πεινούσε απόψε για μαρτύριο.
Έξω από τη μαρμάρινη αίθουσα του δικαστηρίου
ο βαρδάρης μετακίνησε λίγο το τοπίο,
τα φύλλα των δέντρων
και τις σκιές των πουλιών.
Μια νύχτα που κύλησε και χάθηκε
μια πρόδρομη σκέψη
που επέζησε
τα δάχτυλα που γλίστρησαν ανάμεσα σε δάχτυλα
μια υπόσχεση καθόλου εφικτή,
μια εγγύηση που ψεύδεται ασύστολα.
Απόψε, εχθές, μεθαύριο.
Αγαπώ.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

τικ

Σ' έχω απογοητέυσει.
Στις σκόρπιες κορυφές
τ' ανέγγιχτα, τ'απλησίαστα
σκαρφάλωσα
τα αστέρια έπεσαν σε μια στιγμή
δεν υπήρχε μυρωδιά γιασεμιού στα ποτήρια
κι η εξαναγκαστική νηφαλιότητα
πονούσε τόσο τις αισθήσεις.
Ένα πρωί
με ένπιξε η δίνη του λικέρ
σ'ενα ποτήρι ραγισμένο από φωνές
εχθές γελούσαν ή έκλαιγαν οι επάιτες
μα είχε πάντοτε τις ίδιες επιπτώσεις
κι όταν η πόλη άδειαζε
οι συνοικιές ξέβραζαν την νεκρική προσπάθεια
για λιγοστή συμπάθεια
και για χέρια πιασμένα σφιχτά σαν δεμένα
όμως κανείς δεν ήξερε
σαν πέρασε ο καιρός κι έμεινε μόνο η διήγηση στην παράδοση
αν ήτανε απλά μύθου αίνιγμα..

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Το καπέλο

Σε βέλη στιγμών ανύποπτων
χαμογελούσε κρυφά
κάτω από το φθηνό του καπέλο
και στο κεφάλι του
δεν ήταν πάντα ο αρχηγός
μα ηγήθηκε
και έπειτα ήρθαν οι ήττες
σαν τις βροντερές καταιγίδες που δέρνουν
και δεν σε αφήνουν να σκεφτείς παρά μόνο την αναζήτηση
λίγων εκατοστών χώματος για να πέσεις
τα φτερά λυγίζουν, άλλοτε σπάνε και κόβονται
μα έτσι κι αλλιώς
χρειαζόταν μονάχα ένα άλμα
και λίγα σκαλιά να επιχειρήσει να συρθεί την άνοδο
και τις βασανιστικές τελείες που σ'αυτό το αράδιασμα
δεν μπαίνουν ποτέ
γιατί ουδέποτε ήξερε να πει
έναν αξιόλογο ορισμό για τη ζωή
και τί είναι το ψέμα και τι εξυπηρετεί
αλλά γνώριζε καλά να διαφυλάττει
κάτι άγνωστο που διέφευγε του νου
και πάντοτε αρκούσε..

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Φύλλα πορείας

Βάδιζε νευρικά στο δωμάτιο.
Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω.
Σε λίγο έβαλε στη χούφτα μου είκοσι δραχμές
και ένα κομμάτι κιτρινισμένο χαρτί.
Έτσι έφυγε.
Οι υποψιές αποκοιμιούνται στο μυαλό μου παθητικά. Στην παγωμένη αίθουσα ακούω τον ήχο των ρολογιών μέσα στα αυτιά μου,
εκωφαντικό,
απόκοσμο.
Έξω νυχτώνει, ίσως ξημέρωσε
δεν θυμάμαι πια γιατί πρέπει να αλλάζουν οι μέρες.
Δεν θυμάμαι γιατί προσπαθώ να λύσω την αινιγματική αυτή η κίνηση.
Έπαψα άλλωστε εδώ και καιρό να ονειρεύομαι
κάτι άλλο πέρα από την επιστροφή που μπορεί να κατακτηθεί
ίσως με μια νέα φυγή.
Η βρύση του μπάνιου στάζει τακτικά. Κανένας φόβος- μόνο αναμονή.
Αναμονή γιατί;
Για την επίπεδη γραμμή και το κιτρινισμένο χαρτί που περισσεύει.
Για τα λόγια του γερασμένου υπαλλήλου στο φαρμακείο.
Για την εξήγηση των άχρηστων 20 δραχμών που άφησε φεύγοντας.
Κανείς θάνατος.
Καμία ζωή.
Απλή, στεγνή, φειδωλή
Ματαιότητα.

Άλλωστε επέστρεφε στις βραδινές ονειρικές εξορμήσεις μου σε τόπους αλλόκοτους και μη πραγματικούς.
Δεν ξέρω πια αν ήθελα την επιστροφή
ή μόνο τα νυχτερινά όνειρα.

Φθινόπωρο.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Licking the right to crawl

i won't pick up the phone and i will dance along all alone drinking wine for a while. Tonight. What if it ain't no right? What if my banjo sounds bizzarious enough.? And i will sing funeral bells and evil playthings will build my own hommie hell. Well it sounds bizzarious ain't it? Me and my bastards, we're gonna make it red or lust. I'm gonna smoke till i fall like a smart-ass going fast. I'm licking the right to crawl. What if it aint that proper?

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Πολύ ταρίφας για να πεθάνει_επεισόδιο 4 (Σιγά τις πόρτες!)

Ο Σουλάρας είχε αποφασίσει να μην δεχτεί πελάτες σήμερα. Για να καταλήξει κάπου η συλλογιστική του πορεία έπρεπε να χαλαρώσει.Ακολούθησε λοιπόν την προσφιλέστερη μέθοδο χαλάρωσης που πάντοτε τον έκανε να νιώθει σαν τον Τζών Λένον στο εξώφυλλο του rolling stone-μετρούσε καταστήματα Έβερεστ καθ'όλη τη διαδρομή-ώστε απεφάνθη: θα έβρισκε τον καρντάση τον πατέρα του φέρελπι γαμπρού του, του Μάο, και θα τα κανόνιζαν σαν άντρες που ήταν.

Όσο οδηγούσε σκεφτόταν,όσο σκεφτόταν, του έρχονταν στον νου ένα ζευγάρι σχιστά μάτια μέσα από τα ρέιμπαν και έχανε τα λογικά. Το εγγόνι του δεν μπορούσε να βγει Κινέζος! Κανένας Καλαματιανός δεν την έχει 10 εκατοστά! Δ ε ν γ κ έ ν ε τ !! Θα πήγαινε στον πατέρα του πουΤσάκι Τσαν και θα του γαμούσε το κέρατο!! Θα του έλεγε: "τα τσόπστικς σου και σ'αλλη παραλία"! Θα τον απειλούσε!

Τραβά χειρόφρενο για να στρίψει επί τόπου με μια απότομη κίνηση!Ένας ξεχασμένος πελάτης- τραβεστί ουρλιάζει από πόνο στη θέση του συνοδηγού! Ενώ ο Σούλης αναζητά εκ νέου τον κανονικό μοχλό του χειροφρένου, το πι της γιαγιάς που διένυε την διάβαση σε ένα απόλυτα ατυχές τάιμινγκ θρυμματίζει τη βιτρίνα ενός chinese super store.

ΆΡΗΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ: "ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟ"

συνεχίζεται.............

Πολύ ταρίφας για να πεθάνει_επεισόδιο 3 (Ανακαλύπτοντας το αμυγδαλωτό μάτι του κακού)

Ο Σούλης ήταν πλέον πεπεισμένος πως η επικράτηση του κινέζικου γένους αποτελούσε απειλή τόσο για την ήδη κλονισμένη ανθρώπινη επικοινωνία, όσο και για την διατήρηση του εθνικού φρονήματος, μιας και οι τρισκατάρατοι μπρουσλήδες προέβαλλαν τώρα την δική τους αρχαία κλασική εποχή, που να τους έλαχε ο Λεβέντης για πρωθυπουργός! Δεδομένης της οικονομικής κρίσης που καταπολεμάται ολίγον τι με τους σανδαλοκαλτσοφόρους βρωμοκιτρινιαρηδες τουρίστες και του σεξουαλικού εμπάργκο από τη σύζυγο αν δεν είχε πάρει τη δόση της από κινέζικη σαπουνόπερα, αποφάσισε να κάνει τουμπεκί ή ακόμη να το "βιδώνει το μπουλόνι" όταν έπαιζε μηνιαιώς τηλεταινία προς εμπέδωση της σαπουνόπερας που προανέφερα.

Μια εβδομάδα έπειτα από τα ανίατα καθέκαστα, ο Σούλης παραλίγο να πάρει κούρσα τον Χάρο και μάλιστα χωρίς δώρο Πάσχα με αυτά που έμαθε: η μοναχοκόρη του η Μαρία, γνωστή και ως "η ξεκωλιάρα της γειτονιάς" ή "σεξουαλική επανένταξη για όλους" κυοφορούσε το πρώτο του εγγόνι. Και μη φανταστείς πως ο Σούλης ταράχτηκε φοβούμενος την κατακραυγή της γειτονιάς για το εκτός γάμου τέκνο (μπαστάρδι το έλεγαν στα χρόνια μου). Το υπέρτατο καράφλιασμα επήλθε με την γαμπριάτικη επιφάνεια: ο γαμπρός ήταν γόνος Κινέζου μεγαλομετόχου σε αλυσίδα τραπεζικών καταστημάτων.!! Τώρα το εγγόνι του θα ήταν μούφα καλαματιανό ! Αντί για ννιε και λλλιε θα πρόφερε το σουν και το τζου! Άσε που θα ήταν κιτρινιάρικο ! Πώς θα πιάσει το τιμόνι του ταξί; Θα το μπερδεύουν το παιδί με το καπό, ίδια κοψιά, ίδιο χρώμα! Πώ γαμώ τη τύχη , ήθελα να 'ξερα, το αστικό ΚΤΕΛ τους έστειλε για να τον ξεκάνουν;

Με τα προαναφερθέντα και λίγο κλισέ συζυγικό σεξ, ο Σούλης έδιωξε τον γαμπρό με τρόπο ευγενικό και με κανα-δυο σούσι στον κώλο, μαύρισε τη γυναίκα του στο ξύλο για να εξασφαλίσει λίγη αντίθεση ενόψει τόσης κιτρινίλας και επέβαλλε για τετρακισεκατομμυριοστή φορά στον μαλάκα τον γιό του, πρωτοπαλίκαρο της χέστρας, δίαιτα αυστηρή και χωρίς ψωμί. Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα,έφτυσε τα φτερά από τα μυγάκια και ξεκίνησε για τη δουλειά: τη μόνη στιγμή οπότε μπορούσε να συντονιστεί στο ντέρτι εφ εμ και συλλογιστεί καθαρά και ανεπηρέαστα.

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Into the sea



Annie K used to talk about midnight moon landings
and the way she was fighting an internal enemy that always survives
how she got killed while hunting
and some tears of hate that turned to misty her eyes.
Falling her asthray on the floor with no noise
and sometimes her love was so annoying

Annie K used to narrate of a block forest home
and of too many times she has flight off her mind
human empathy just leave her alone
love torturing and the life she had fight
when the senses are gone
blank head-shell held on a phone

Annie K was a mistery punk
dyed pink hair and a bass playing funk
she had an alien lover
still she has had her mind fucked
seems to be never real sober
body nibbled run out of luck
human sympathy, so offered hands
just leave her alone
she was building her own mind's home
love torturing and the life she had fight
when the senses are gone
blank head-shell held on a phone

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

Απογευματινό τσάι (Τάσου Λειβαδίτη)





Άλλα γιατί με κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις. Ίσως
γιατί στέκομαι πάντα κάτω από μια μαρκίζα, αλλά δε βλέπουν ότι μια ζωή δεν αρκεί
όταν αρχίζει να βρέχει. Κι αλήθεια τι θα συμβεί αύριο; Τι συνέβη χτες; Πράξεις χωρίς καμιά σημασία
που κάνουν ακόμα πιο βαθύ το μυστήριο κι οι νεκροί μας φεύγοντας άφησαν στην είσοδο αυτή την ακαθόριστη ελπίδα
που κάνει πιο αβέβαιο τον κόσμο. Όλα τόσο θολά, σαν μια συνομιλία σ' έναν πολυθόρυβο δρόμο
«μα δεν ακούς, λοιπόν — δεν ακούς;» «ν' ακούσω τι;»
μια θλίψη παράξενη σαν κάποιος που έμαθε το μυστικό σου ν' απομακρύνεται αδιάφορος
κι άλλοτε είδα ανθρώπους πάνω στις έρημες αποβάθρες
να χειρονομούν απεγνωσμένα — ποιόν ειδοποιούσαν; Τι ήθελαν να πουν;

Απ’ όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το θυμάσαι.

Έτσι, παρ' όλο που το σπίτι ήταν άδειο, κανείς δεν ερχόταν, «αλήθεια, πόσος καιρός πέρασε», σκεφτόμουν
και θα πεθάνουμε ολομόναχοι — κι εκείνο το μικρό καράβι που μας
χάρισαν σε κάποια παιδικά γενέθλια
μας πήγε μακριά. (Πότε γυρίσαμε χωρίς να το καταλάβουμε!) Τώρα περιπλανιέμαι σε βράδια που δε θα ξανάρθουν ποτέ ή μένω
κλεισμένος στην κάμαρα μου — μόνο, για το Θεό, μην τραβήξετε την κουρτίνα
είναι ανατριχιαστικό!

«Μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε, είχε πει ο Φίλιππος, αλλά θα 'ναι αργά» και σκέφτηκα τα φαντάσματα
που εμφανίζονται όταν όλα έχουν τελειώσει (κι ίσως για να κρύψουν ακριβώς αυτό).
Άλλα τώρα χειμώνιασε, ας κατεβούμε στην κήπο κι ας θάψουμε τα παλιά χειρόγραφα.
Και κάποτε θα τρομάξεις
όταν καταλάβεις ποιος είσαι.

Κι οι εραστές υστέρα από μια νύχτα απερίγραπτη ξυπνάνε σ' ένα
φτωχό πρωινό του Νοέμβρη ενώ η βρύση στο νιπτήρα στάζει αργά σαν υπόμνηση της μονότονης
διαδοχής των ήμερων. Και πεθαίνουμε στερημένοι σ' έναν παράδεισο από λέξεις.

Κι άξαφνα
έρχεται η στιγμή που πρέπει να επιστρέψεις, βράδιασε, στη σάλα έχουν ανάψει τα φώτα — στάθηκα στο διάδρομο, είχα ένα σπουδαίο άλλοθι, αλλά το ξεχνούσα την κρίσιμη στιγμή — με κατηγορούσαν ότι συναντούσα, λέει, κρυφά τις σκιές τού παλιού σχολείου
ναι, δεν το αρνούμαι, όμως χυνόταν μόνο το δικό μου αίμα
κι υστέρα τα θλιβερά απογεύματα στέκομαι συνήθως έξω από κάποιο ορφανοτροφείο
κι απορούσα μάλιστα που στα άσυλα μοιράζουν πάντα τόσο νωρίς το δείπνο, ίσως γιατί το σούρουπο είναι μια δύσκολη ώρα
και καλύτερα να 'χει κανείς αλλού το νου του. Έξαλλου, εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες.

Γι’ αυτό κιόλας μ' αρέσει να χαιρετώ τα πλοία που φεύγουν για τον Άγιο Δομίνικο
ή έφτιαχνα πύργους με παμπάλαιες εφημερίδες που 'γραφαν για μια χαμένη εξέγερση — ποιος τη θυμάται;
κι αυτό το μυστικό που περίμενα χρόνια: κάποιος, λέει, θα με πλησίαζε και θα μου το ‘λεγε ξαφνικά —
έτσι δεν πρόσεξα τίποτ' άλλο στον κόσμο. Κι εσύ, καλέ μου φίλε, μόλις πεθάνω
θα σου γράψω με ειλικρίνεια, θα σου πω για τον άνθρωπο που μ' έφτυσε
για το κονιάκ που μου λείπει, για τα πουλιά το πρωί που με ξαναγυρίζουν στο σπίτι τού παππού.

Κι η Τερέζα κάθε φορά που πίναμε τσάι και μου επέστρεφε το φλιτζάνι, το χέρι
της ήταν ωχρό
απ’ το μακρύ ταξίδι — που είχε πάει και πότε θα γυρίσουν οι νεκροί «δε σέβεστε λοιπόν ούτε το άπειρο;» τραύλισα, γι' αυτό ετοιμάζω
τις αποσκευές μου αλλά δεν απομακρύνομαι — αφού για να γνωρίσεις τον κόσμο αρκεί
εν' ανεξήγητο όνειρο.

Τότε το εκκρεμές άρχισε να χτυπάει κι ακούστηκε η ώρα του αναπότρεπτου
έτρεξα να τους προλάβω στη σκάλα, «κανείς δεν πέθανε, τους λέω, μα όλοι είναι σιωπηλοί μάρτυρες γι' αύριο»
ενώ την ίδια στιγμή «κάπως έτσι θα 'ναι η τιμωρία», σκεφτόμουν — όπως και τα παιδικά μας χρόνια την ώρα του θανάτου μας
θα 'ναι εκεί και θα μας περιμένουν.

Και συχνά τις νύχτες ανέβηκα στις γέφυρες των σταθμών
και κοίταξα τα φωτισμένα τραίνα να χάνονται πέρα στο πουθενά.
Ώ εποχή μου, όλα ειπώθηκαν και μόνο το φθινόπωρο συνεχίζει το αιώνιο παράπονο του.

Ώσπου σιγά-σιγά το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο αίνιγμα και το φως της μέρας δεν έχει επιείκεια γι' αυτούς που ενδίδουν κι υστέρα είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο μιας αναγνώρισης που
άργησε οι φίλοι που πέθαναν, οι άλλοι που χάθηκαν κυνηγώντας κάτι
άπιαστο
λέξεις συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο τρωτό κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι από αύριο
ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή. Ποιόν θέλουμε να ξεγελάσουμε ή ποιος μας εμπαίζει;

Και καμία φορά τη νύχτα μια κραυγή που ζητάει βοήθεια ακούγεται απ’ το παρελθόν — ακριβώς γιατί ποτέ δεν το ζήσαμε
ή μας βασανίζουν αναμνήσεις από γεγονότα που δε συνέβησαν ποτέ — αλλά ποιος είναι βέβαιος για το τι συνέβη;
εξάλλου η κάμαρα μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της γης, θέλω να πω πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή ξένοι.

Ώ, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ' ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς
όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα
να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.

What i ignore is true

Fragmented image is such a pathetic thing to happen, but fragmented mirrors are able to create little bastards or heroes for ur postered walls.
And those question marks were always so misty and the sign of salvation seemed always too far. What i ignore is true.

Well, i kept your little drama mixed with a fancy kitchy eau de toilette to feed your judging peeps. See, it was an eau toilette for sure..at least it works that way onto your photo where i'm parking my shit. So what i ignore is you.

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Watch tiny steps inside huge shoes out.

Well she was living in her house across the sea. It was lonesome, kinda crowdy. I don't know what's the coldest thing to be.

He said "so cute but now you kid gotta go to bed", so she looked her shape and she was tiny dressed in a dress for adults.

I'm sorry Ann. You gotta hug your teddy bear now. The sea-house lives on your mind.

Ann said "Then don't pay me sympathy". And the sun went down as always

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

Το εμβατήριο που του 'μαθαν να λέει

στους απανταχού εγκλωβισμένους, βεβαίως ελεύθερους στο φρόνημα..άλλωστε τί σημασία έχουν οι δείκτες των ρολογιών αν δεν μπορούν να σωπάσουν; τα γέλια των παιδιών γεννούν τώρα έρημους δρόμους.. η προφητεία θα αποβαίνει πάντοτε ψευδής και ο κόσμος θα αυτοκτονεί όσο αλλάζουν οι χιλιετίες, πάντα ο κόσμος ο ήδη νεκρός.

"Κράτησα τη ζωή", έλεγε ο ποιητής, "γυρεύοντας το νερό που σ' αγγίζει",έπειτα σώπαινε γιατί κράτησε τη ζωή. "Έχτισα τείχη", έλεγαν οι τετράγωνοι, "να φράξω τη δυστυχία μου, την έδεσα ναυτικά με διπλό σκοινί". Στο τέλος - τέλος δεν φταίει κανείς..Τότε γιατί τίποτε δεν συγχωρείται; Γιατί το ένα δεν μεταστρέφεται; Εγώ πάντως ευτύχησα. Το εμβατήριο το έσβησα πια από τον νου. Πεθαίνω από ένα εκατομμύριο ντουφέκια που με κραυγάζουν προδότη. Αιωνιοβατώ ελεύθερος. Είχα διαλέξει. Ήταν φασίστικο...


..και του 'ρχεται να κλαίει..

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Πρωινό νηφαλιότητας το βράδυ

Κι ήθελα να πιάσω τα χέρια σου, αλλά ξεχάστηκα κάπου μακριά ξερνώντας στα πατώματα άγνωστης τουαλέτας-το ξέρω, δεν ακούγεται τόσο κομψό. Οι κύριοι με τις γραβάτες, ω θέε μου, θα πρέπει να έγδυσαν τα χαμόγελα της φρεσκοανανεωμένης οδοντόπαστας μέχρι να τελείωσει η βραδιά. Ανέβηκα στο τραπέζι και τους έδειχνα τα άσεμνα δάχτυλα. Ή μάλλον δεν ήμουν εγώ, ήταν αυτό το παλιόκρασο. Έχασα το λεωφορείο σου, εσύ έφυγες χωρίς να μου σφίξεις το χέρι. Έφυγες για πρώτη φορά χωρίς να προλάβω να κλάψω. Ίσως γι'αυτό όλο το βράδυ πέρασε με εμετούς πνιγμένους στη μυρωδιά της παροίνιας. Μισώ να μην προφταίνω τους αποχαιρετισμούς. Μπορεί άλλωστε να 'ναι πάντα η τελευταία φορά για ο,τιδήποτε. Πάντως ο αέρας μύριζε σκόνη.


Έτσι έζησα τη ζωή μου. Κάπως έτσι. Τουλάχιστον εκείνο το βράδυ έτσι έμοιαζαν τα πρόσωπα σαν ψεύτικα. Το πρωί έτρεξα ενστικτωδώς προς τα ΚΤΕΛ. Απεργούσαν και είπε το ίδιο να κάνει και η παραδοχή. Κάθισα σε ένα παγκάκι περιμένοντας να έρθεις να με πάρεις. Την επομένη μέρα, φοβάμαι να την αποκαλύψω εξαιτίας δεισιδαιμονιών και προλήψεων. Πάντως ο αέρας μύριζε σκόνη.

"Σουζάν, χόρεψε μαζί μου έναν τελευταίο χορό. Άσε να αναρωτιούνται που είμαστε. Παραμένεις πάντα στο μέρος εκείνο, όπου δεν χωρά κανείς. Πώς λοιπόν να ξεκολλήσουν τα χέρια σου από πάνω μου. Σουζάν, τραγούδησε μαζί μου τον τελευταίο ήλιο. Αιώνια."

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Annie

She stands with hands against the window
she's a lover but she devout
heal and wounds meet on the same place
she's a loser she has lost face
sure this sweating is gonna drain her
they had raced fair he's on despair
now she stands against the winding
wail is plugged in now who's kidding

Doomin' insert, falling t-shirt
pay and buy whatever
acting pleasure, great kisser
she's a drama, seems a wisher
server
now she stands in front hell's bells
and she's open
and it's now and ever
acting pleasure, great kisser
she's a drama
but believe her never

Singing pulsing for a body hulking
and it's strange and lonely
tonight
Well he misses while she's hunting
and it's unfair, lack of rage and no way to fight

Crawling on their ugly lust playing
kinda dying, no one's praying
fancy talking, golden dishes
it's might taken
what she wishes
haunted dark is full of whispers
comes across with what is feared of
unforgiven are the sinners
from escapes and broken mirrors




Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Κυριακή, 21

Κι υπάρχει άραγε η Ελπίδα; Χιλιάδες την μνημόνευσαν άνθρωποι, τα χέρια τους βρόντηξαν επί γης στις ικεσίες. Έβγαινα στο μπαλκόνι βιαστικά μόλις το δροσερό αεράκι της νυκτός έδινε δειλά τα σημάδια της ύπαρξης, εξορμούσα αναζητώντας ένα σημάδι θεϊκό κι αναμφισβήτητο. Τώρα, λοιπόν, ξαναρωτώ: υπάρχει ελπίς, γιατρέ μου, θεέ τόσο θνητέ, ζωή μου, Μοίρες, Μούσα της έμπνευσης που σωπαίνεις..;

Γιατί γράφω; Νιώθω μόνος, ίσως ξένος, όπως νιώθει πάντοτε κανείς ισορροπώντας πάνω στα πάτρια εδάφη. Πολύ περισσότερο: νιώθω θνητός. Ανακούφιση να 'ναι ή απογοήτευση; Μιας και είχα πειστεί πως θα σώσω τον κόσμο..

Βγαίνω στο μπαλκόνι,
βιαστικά σαν από συνήθεια. Θα γράφουν εκατομμύρια οι ξένοι στα πρόχειρα χαρτιά. Πάντως το μόνο που θα 'θελα σ'αυτήν μέσα την ολοσχερή μοναχικότητα, είναι να μείνω για λίγο μόνος.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Μόλις λίγες ώρες πριν ο φίλος μου ο Παναγιώτης μου "ανέθεσε" την συγγραφή ενός άρθρου περί μουσικής, μιας και... "είναι το φόρτε μου, έτσι δεν είναι;". Η αλήθεια είναι οτι στεκόμουν από έντυπο σε έντυπο αφήνοντας συνεντεύξεις αγνώστων μουσικών ή αφιερώματα σε είδη με τα οποία γούσταρα να γεμίζω την προσωπική δισκοθήκη μου. Συνήθιζα τότε να κατηγοριοποιώ στον νού μου την μουσική μεταξύ ποιοτικής και μη. Και αυτές οι "ταξικές διακρίσεις" των Τεχνών είναι που διακρίνουν τελικά τους στενόμυαλους ανθρώπους. Τί σημασία έχει εν τέλει αν ακούς Manowar ή Ρουβά; Είναι μονάχα ζήτημα προτίμησης και όχι ποιοτικής διαφοράς. Όπως και να 'χει, σήμερα έθεσα ως θεωρητικό άξονα του άρθρου μου, όχι το είδος, μα το τί είναι τελικά μουσική.

Κατ' αρχάς, πήρε το όνομά της από τις Μούσες, θεωρούμενη ως η "Απολλώνεια των Τεχνών". Λέμε, σήμερα, οτι μουσική είναι ο επιτηδευμένος ήχος που παράγεται από τον άνθρωπο.

Όμως μικρή σημασία έχουν οι ορισμοί και εμείς σπαράζουμε για το χαμένο μας γκομενικό ακούγοντας Χατζηγιάννη.Οι Σπαρτιάτες, πάλι, εκστασιάζονταν στην μάχη εξαιτίας της ρυθμικής του αυλού. "Είναι ένα παραισθησιογόνο χωρίς εθιστική", ισχυρίζονταν.

Και είναι έτσι! Στον κόσμο ολόκληρο οι άνθρωποι παρηγορούνται, γιορτάζουν, επαναστατούν με αυτούς τους μικρούς σύνθετους τυχαίους ήχους, κάτι που με κάνει να πιστεύω πως η μουσική είναι αναμφίβολα το μοναδικό παγκοσμιώς κοινό "θρήσκευμα" μεταξύ ανθρώπων. Γιατί όλα αυτά; Γιατί η μουσική είναι η ανομολόγητη επικοινωνία με τον διπλανό μας ή ακόμη περισσότερο με τον ένθετο εαυτό μας, τον γκρινιάρη, τον χαζοχαρούμενο, τον κλαψιάρη, τον ερωτύλο..

Γι' αυτό στα πάρτυ οι νέοι βάζουν στη διαπασών τη μουσική. Γιατί είναι ώρες οπότε τα λόγια περισσεύουν. Γιατί η μουσική είναι ένα απεριόριστο ινδικό "namaste", ένα ξεσηκωτικό "άνθρωποι όλου του κόσμου ενωθείτε!" και ένα κίνητρο μεταφυσικό. Έτσι, τα βράδια οι πάντες σερφάρουν μοιράζοντας Links τραγουδιών στους ιστοτόπους, αναζητώντας τους μακρινούς "σύντροφους" τους κι εγώ, από την άλλη, βάζω το τελευταίο άλμπουμ των portishead και πάω να διαβάσω. Καλό σας βράδυ.

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009



Δεν μπορούσε πια να τραγουδά τραγούδια θανάτου, πόνου βουβού για ταξιδεμένους που παρέλειψαν τον νόστο. Τίναξε τα χέρια του ψηλά. Τα άκουσα. Τα άκουσα να φτερουγίζουν σαν ένας Ίκαρος που τα κατάφερε.

Γιατί η αλήθεια είναι πως του αρέσει η μυρωδιά του ηλίου στα μισοβρεγμένα μαλλιά, στα μισοβρεγμένα μάτια του άρεσε η μυρωδία της ελπίδας.

Ένα πρωί ανέβηκε το βουνό. Ένα πρωί το κατέβηκε και πάλι. Θα το ξανανεβαίνει εσαεί, δεν κομπιάζει.

Η αλήθεια είναι πως του άρεσε η μυρωδία του ηλίου στα όνειρα των ανθρώπων τα τόσο θνητά.

Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Σπληπιν γουιθ γκοουστς

Και η μέρα του ήταν ένα δέντρο στραβό από την πρώτη του γέννηση. Δεν υπήρχαν τα χέρια κι οι μοίρες πάντα τόσο άδικα ζυγίζουν τα πράγματα. Ένας θεός εν τω πλήρει κουφός, μια νύχτα που αρνείται να φθάσει. Ένα δέντρο στραβό, καταδικασμένο σε μια ζωή αιώνια. Ένα δέντρο δαρμένο από ανέμους που φάνηκαν άδικα. Μια κόκκινη κηλίδα στον παράδεισο που λερώνει τα πάντα. Ένα πρωί φρικιαστικό. Ένα πρωί χωρίς χέρια.

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

Χάνω την πίστη μου




Γιατί φοβάσαι, λοιπόν, γιατί
μελετάς την σιγή
μονο σε ώρες που δεν υπάρχει κανείς να ραντίσει το νεκρικό
απόγευμα μ'απαντήσεις. Η πόρτα
της ντουλάπας κλειστή
αιώνια ζεστή ανάσα μέσα της η φλόγα που σιγοκαίει
νόμιζα πως γεννήθηκες ήρωας
το ίδιο πίστευες κι εσύ
που 'ναι η σημασία όλη της κοσμικής ιστορίας,
που 'ναι η σημασία η βυθισμένη στη κόρη του ματιού σου.
Γιατί λες σκόρπια λόγια, γιατί μ'αφήνεις να μαντεύω εσφαλμένα, γιατί δεν μιλάς..
Στο καλάθι δίπλα στα πόδια
άστοχες επικρίσεις σε θεούς
καμιά πίστη στη δικαιοσύνη, πολιτική ανεπάρκεια
Τα βλέφαρα βαριά
από τα κλάματα που απόμειναν μέσα για πολύ
ο πολυκαιρισμένος πόνος
πώς να σου απλώσω το χέρι μου που μεγαλώνεις με τα μάτια τις αποστάσεις
πώς να βοηθήσεις και που ν'αρκεστώ
Είναι ένας αγώνας εν τη γεννέσει χαμένος
αέναος μόχθος χωρίς αντίκρυσμα
Που πήγαν οι ηθικιστικόλογες ανταμοιβές..
Δεν έχω πια τίποτε ενδιαφέρον να πω
κανένα αστείο να μειδιάσουν τα αδιάφορα χείλη των πάντοτε περαστικών στη ζωή
Παρά ένα κομμάτι κρέας στερεμένο, αφαιμαγμένο από τις ώρες εκείνες που δεν περιγράφονται
παραμένω ορθώς
ένα κομμάτι κρέας γρατζουνισμένο από την λάθος την μοιραία κλήρωση.

Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Παρα(σ)τάσεις

Και σώζονταν πάντα την τελευταία στιγμή. Από μια κουβέντα με νόημα ή ένα γράμμα χαραγμένο λοξά. Από ένα όνειρο μισοφαγωμένο, ατέλειωτο. Κι άραγε τι μυστικά ξεστόμιζαν εμμέσως οι οιωνοί; Οτι κερδίσαμε μια δική μας ομόνοια για πάντα. Οτι κλήρωσε χθες μια ζωή ολότελα δική μας, παράσταση. Ποιός αναζητά την παράταση; Έχουμε τόσες στιγμές να κρατήσουμε με τα νύχια στον νου. Απλά κι η σοφία του κόσμου είναι όλη απλή. Δεν είναι άλλωστε βλάσφημο να πιστεύεις.

Farewell και λυγμοί_ Πάμπλο Νερούδα



Από τα βάθη του είναι σου, γονατισμένο ένα παιδί θλιμμένο όπως εγώ μας κοιτάει.
Για αυτή τη ζωή που θα κάψει στις φλέβες του, θα πρεπε να δεθούν οι ζωές μας..
Για αυτά τα χέρια, παιδιά των χεριών σου, θα πρεπε να σκοτώσουν τα χέρια μου.
Για τα ανοιχτά του μάτια μες την γη, θα δώ τα δικά σου μια μέρα
Αγαπάω τον έρωτα των ναυτικών που φυλάνε κι φεύγουν..
Αφήνουν μια υπόσχεση…
Δεν γυρίζουν ποτέ πια..
Σε κάθε λιμάνι μια γυναίκα προσμένει..
Οι ναυτικοί φιλάνε και φεύγουν.
Μια νύχτα κοιμούνται με τον θάνατο στο κρεβάτι της θάλασσας
Αγαπάω τον έρωτα που μοιράζεται σε φιλιά, κρεβάτι και ψωμί.
Έρωτας που μπορεί να είναι αιώνιος και μπορεί να είναι φευγαλέος
Έρωτας που θέλει να απελευθερωθεί για να ξαναγαπήσει.
Έρωτας θεοποιημένος που πλησιάζει
Έρωτας θεοποιημένος που φεύγει..
Δεν θα συναντηθούν πια τα μάτια σου με τα μάτια μου..
Δεν θα γλυκαθεί πια μαζί με σένα ο πόνος μου
Κι όπου και αν πάς, θα σηκώσεις τον πόνο μου.
Ήμουνα δικός σου, ήσουνα δική μου, τι περισσότερο, μαζί κάναμε
Μια στροφή στον δρόμο όπου ο έρωτας πέρναγε,
Ήμουνα δικός σου ήσουνα δική μου,
Εσύ θα είσαι εκείνου που σ αγάπησε…
Εκείνου που κόβει σον κήπο σου ότι έσπειρα εγώ.
Εγώ φεύγω…
Είμαι θλιμμένος..όμως πάντα είμαι θλιμμένος,
Έρχομαι από τα μπράτσα σου..
Δεν ξέρω προς τα πού πάω
Απ την καρδιά σου μου λέει αντίο ένα παιδί..
κι εγώ του λέω αντίο..

~Πάμλο Νερούδα~

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

Ξέπνοες Οδύσσειες

Τί γίνεται, όμως, όταν η τύχη διαφωνεί με τη νεότητα; Είχα κρατήσει δυο-τρία κίτρινα φύλλα τετραδίου κληρονομιά. Τελικά τα έσπειρα στον άνεμο κι εκείνα. Τί γίνεται όταν οι Οδυσσείς παραπατούν στο πουθενά; Όταν χάνονται στα κύματα έτσι απλά; Βασανισμένοι από φρονήματα σπουδαία..Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, πάρε μαζί σου μόνο αναμνήσεις. Τίποτε άλλο δεν αποβαίνει χρήσιμο. Τίποτε προσευκτήριο δεν αποβαίνει λύτρωση. Έχουν τιμή κοστολογούμενη τα καθαρτήρια. Σαν βγεις στον πηγαιμό, αντάρτικο μη πάρεις, ευθεία στα ξένα μάτια να κοιτάς, ευθέως να προτάσσεις τα άξια τα όπλα σου. Σαν βγεις στον πηγαιμό, κράτα φωτογραφία τις μυρωδίες του σώματος και μην τ'αφήνεις πίσω. Είναι καιρός πια, όχι να μάθεις να αγαπάς, μα να το υπερασπίζεσαι.

Πέρασαν τόσα χρόνια..

..και βρεθήκαμε μονάχα μια μέρα,
γιατί δε με κοιτάζεις;
Μου είχες πει,
αυτή η άνοιξη θα 'ναι το δώρο σου, γλυκιά μου,
δε θυμάσαι;
Να την η άνοιξη, εσύ που είσαι,
να την η άνοιξη, είναι δική μου,
εσύ το είχες πει.
Γιατί δεν με κοιτάζεις....
Με πεθαίνεις, δεν το καταλαβαίνεις;
Είναι δική μου η άνοιξη,
την είχες τάξει.
Γιατί δεν με κοιτάζεις;
Γιατί δεν με κοιτάζεις;


[Η Οδύσσεια του Μήτσου, σελ. 69, Μπάμπης Τσικλιρόπουλος, εκδ.Κέδρος]

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Γράμμα εν κενώ

Έχω καιρό να γράψω ένα γράμμα. Καμιά φορά ενσωματώνεσαι στα προβλήματα, τυχαίνει να λείπει διακοπές η επίλυσις, ώσπου ξεχνάς πως υπάρχουν αυτοί οι αιώνιοι σύντροφοι κάπου χαμένοι στο ίδιο μπαράκι, στην ξέφωτη γωνία.
Δεν μπορώ να υποσχεθώ μια νέα αρχή. Είναι που οι βουτίες σου έρχονται χωρίς να το καταλάβεις, από ένα άξαφνο σπρώξιμο στην άκρη του βατήρα, από ένα άξαφνο χέρι ένα μεσημέρι άξαφνο, ηλιόλουστο. Το να κάνεις το σωστό είναι συχνά ένα όπλο που βάζεις στο στόμα σου και δεν έχει σημασία αν το αποστρέψεις, αφού αν το χάσεις έχεις ήδη πεθάνει.
Μερικές μέρες θυμάμαι εκείνα τα απογεύματα που γίνονταν γρήγορα βράδια από τα ατέλειωτα τηλεφωνήματα, από τη μεταφορά πληροφοριών που δεν έβγαζαν πουθενά. Έτσι για να 'χουμε να ακούμε ο ένας τον άλλον. Όπως όλα τα άνθη, είναι κι αυτό μια πρασινάδα που μια μέρα μαραίνεται. Όμως η έννοια, η "άνθηση" είναι κι αυτή μια οντότητα που δεν χάνεται ολότελα ποτέ. Γι' αυτό είναι όμορφο να αγαπά κανείς. Είναι φοβήτρου αίνιγμα να παλεύεις.
Έχω καιρό να γράψω ένα γράμμα. Αλλά δεν έφυγα. Είναι καιρός που αφήνω πράγματα. Αλλά δεν παραιτήθηκα.


.........................................................Όπως πάντα

Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Η δημοκρατία καταπίνεται τα μεσημέρια (Amber Alert:Αγνοείται καταστατικό μετρίου αναστήματος)

Η ιστορία ένος καταστατικού που ματαίως χάθηκε στην λήθη..Ο μύθος της ουτοπικά αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στο Πανεπιστήμιο Καλαμάτας, όπως δεν θα τον συναντήσετε ποτέ στα εγχειρίδια λαογραφίας-μυθοπλασίας.

Στο Τμήμα Φιλολογίας ανακοινώθηκε προ μηνών η επικείμενη ψήφιση καταστατικού, γεγονός που , όπως φαινόταν, σύντομα θα αποτελούσε καθεστηκυία πραγματικότητα στο καλαματιανό ίδρυμα φλύαρων επιστημόνων. Περιμέναμε εναγωνίως, στρώσαμε κόκκινο χαλί, αδειάσαμε τους φραπέδες και μαζέψαμε τις γόπες από τον προαύλιο χώρο,αλλά καταστατικό πουθενά: φωνή βοώντος εν τη ερήμω!

Σήμερα εξακολουθούμε να στηριζόμαστε στον εύθραυστο ώμο παραταξιακών υποσχέσεων. Μπορεί να δηλώνουμε άθεοι για να ρίξουμε τις κνίτισσες γκόμενες, αλλά ως άλλοι Ισραηλίτες περιμένουμε τον Μωυσή-πολιτικάντη-άφαντο πρόεδρο του Δ.Σ., τον εκλεγμένο σχεδόοον νόμιμα, να μας οδηγήσει στην γη της Επαγγελίας, όπου μπορεί κανείς να μαζεύει με την απόχη του τα ανέμελα καταστατικά που αλανιάρικα πεταρίζουν πέρα-δώθε.

Όπως και να 'χει, εμείς καταστατικό δεν είδαμε! Μας έταξαν στην τελευταία συνέλευση πως θα ενημερωθούμε και θα ψηφίσουμε τα σχετικά μια ανάσα πριν από τις διακοπές του Πάσχα. Πέρασε το Πάσχα, μέχρι και ο Ιησούς αναστήθηκε, το καταστατικό αναζητάται ακόμη από το τοπικό Α.Τ. όπου κατετέθη η δήλωση εξαφάνισης. Στην προσπάθεια ανεύρεσης (αν και πιο πιθανό είναι να πάθουμε ανεύρυσμα) μετέχει το Φως στο Τούνελ και το χαμόγελο του γουδιού παιδιού.

"Και τί το θές τώρα ρε μαλάκα το καταστατικό; Δεν σε καλύπτουμε και βάλθηκες να μας εξοστρακίσεις τους εκλεγμένους καρεκλοκένταυρους; τι καρεκλοκένταυροι δηλαδή που ούτε μια καρεκλίτσα να παρκάρουμε τη κουρασμένη από την γενική αποχή και ξεκούραση κορμάρα μας δεν φέρατε."
Το πρόβλημα δεν καταδεικνύεται προσωποπαγώς, όχι οτι έχουμε και κανέναν ενδοιασμό να το κάνουμε. Το θέμα είναι η προβληματική της άσκησης του δημοκρατικού φοιτητικού δικαιώματος εντός των πολιτικών πλαισίων. Το θέμα είναι πως η εσωτερική διαχείρηση του τμήματος (υλικά και αναλυτικά) ανήκει σε κάποιον άλλον εκτών ημών. Το θέμα είναι οτι ουδείς κανόνας θεσμοθετεί τυπικά τις συνελεύσεις μας. Το θέμα είναι οτι οι αποφάσεις μας πάσχουν από ευθιξία και ευμεταβλητότητα. Η ψήφος μου αποβαίνει εν τέλει αμφισβητήσιμη.

Γι'αυτό στις 13 Μαίου, όπου κι αν κατευθύνεται η επιλογή μου, δεν ψηφίζω απλώς: απαιτώ! Δεν ξεχνώ, δεν αμελώ!

Αν δείτε το καταστατικό πουθενα -για να μην ξεχνιόμαστε- πείτε του να πάρει ένα τηλέφωνο εκείνη του φουκαριάρα τη μάνα του που γέρασε πριν την ώρα της, εμείς της λέμε πως είναι καλά στην υγειά του και οτι μάθαμε πως μπάρκαρε ανεπιστρεπτί.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Απογεύματα..



Κι έτσι απλά είχε αυτοπροσδιοριστεί ριψάσπις. Το πρωί έριχνε αδιάφορα το μπλε φουλάρι στο λαιμό.
Ήταν δεκάδες τα παρερχόμενα πρόσωπα. Ήταν χιλιάδες τα ίδια λόγια. Το μεθύσι από το κρασί ήταν περίπου το ίδιο.
Τα απογεύματα φυσούσε απαθώς τον καπνό, κάποιες στιγμές φυσούσε ακόμη τους δυσάρεστους άξαφνους στοχασμούς. Ενδότερα έρρεαν αγωνίες.
Έτσι απλά αυτοαποκλήθηκε προδότης. Στις μάχες έριχνε λευκό. Πού καιρός για αναταραχές στο εσώτερον!; Το αράδιασμα αποβαίνει στυφό.
Θα έρθει η στιγμή
που το φουλάρι δεν θα καλύπτει το παλίο σημάδι που ευλαβώς συντηρείς.
Τί σημασία έχει που γέρνας όπως άλλοτε; Πρέπει να μάθεις να πετάς.

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

God please! I need one more life to waste..

Πρίν από έναν χρόνο περίπου, κάπου στην πλατεία Ταξιαρχών, συνάντησα έναν νεαρό μειωμένης διανοητικής αντιλήψεως, όπως ήταν εξ' όψεως φανερό. Στριφογύριζε σε μικρή ακτίνα από τον ομώνυμο ναό κοιτάζοντας αριστερά-δεξία διερευνητικά, κάπως αγχωμένα. "Με συγχωρείτε, κύριε, μπορώ να σας βοηθήσω;", ρώτησα. Μου έριξε μια ματιά ενόχλησης και συνέχιζε να αναζητά κάτι με το βλέμμα και αυτό το κάτι θα πρέπει να ήταν ον παράδοξης δυνητικότητος, διότι ο νεαρός επέμενε να το αναζητά πότε στο έδαφος, πότε ψηλότερα. "Ψάχνετε κάτι;", ξαναρώτησα. "Τον θεό", μου απάντησε ο στερημένος λογικής, αλλά ποιός από τους δυό μας τώρα ήταν ο φρενοβλαβής;

Γι'αυτό σου λέω συνεχώς: Είμαστε εγκλωβισμένοι στο τι είναι καλύτερο για τον άλλο..
Γι'αυτό σου λέω, μικρής αξίας είναι..χρειάζομαι μια ακόμη ζωή να τη σπαταλήσω για το τίποτα.
Γι'αυτό επιμένω..χρειάζομαι άλλους τόσους ανθρώπους να παρέλθουν σαν να μην ήρθαν ποτέ, χρειάζομαι άλλες τόσες εμμονές να με αποτρελάνουν, χρειάζομαι άλλη μια ζωή κι όχι το φάρμακο κατά της θνητότητας..άλλωστε έχω κι ένα σύμπαν να σώσω!

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Επειδή...

"Και γιατί τόσο πάθος να κρύβεσαι πίσω από μισές φωτογραφίες; Αυτή η αιματηρή προσπάθεια να γίνετε μισητή..γιατί; Η αγάπη εκείνη για τη δημιουργία απατηλών "πρώτων εντυπώσεων", η αλαζονική ειρωνεία, τα πετσοκομμένα αποσπάσματα, γιατί; Γιατί τόσες λέξεις γεννησίπονες; Τόσος τρόμος, Ελεονώρα, γιατί;"

Εκείνη αναστέναξε βαριά. Ξεκλείδωσε το μικρό ντουλαπάκι στη γωνία κι έβγαλε ένα μικρό τετράγωνο δοχειάκι φαγητού. Το άνοιξε. "Γιατί,γιατί..Γιατί είναι η πούτσα σου μικρή", απάντησε κι μπουκώθηκε με την σκορδαλιά.


(Δεν το περιμένατε, έτσι;)

Black soul choir



Και τώρα πρέπει να χτίσουμε ένα νέο κομμάτι για έναν ή ίσως για δύο.
Αναζητούνται, ως εκ τουτου, στάχτες προς άγραν. Διαβολεμένες ψυχές προς πώλησιν συμφέρουσα. Μιας κι αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος εντεύθεν δεν ήταν παρά η μεγαλύτερη απάτη του αιώνος. Παρά ταύτα, ακόμη και ο στεφηφόρος στο τέλος ανασταίνεται.

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Κάθε

Κι όμως το αντιλαμβάνομαι κάθε πρωί: κάνω μια ζωή που σε τίποτα δεν θυμίζει όσα υπαγόρευαν οι εφηβικές ονειροφαντασίες μου. Ακόμη χειρότερα: κάνω μια ζωή που δεν μου αρέσει.

Το διαισθάνομαι κάθε Παρασκευή βράδυ: οι άνθρωποι γύρω μου κι εγώ δεν έχουμε κανένα απολύτως κοινό. Ίσως μόνο εκείνο το αίσθημα μιας σταθερής ανικανοποίησης, όταν δεν βρίσκεις κάποιον να συνεννοηθείτε επιτέλους.

Κι εκείνη η προδιαγεγραμμένη μοίρα, η πολλά υποσχόμενη πολλάκις αποτέλεσε άλλοθι μοναξίας, αλλά να που σήμερα ανακάλυψες μέσα σου ένα τέρας και καμία μεγαλύτερη απογοήτευση από την συνειδητοποίηση οτι χειρίζεσαι ένα ταλέντο τόσο μα τόσο συνηθισμένο..

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Αναβολές

Πάλευε μέρα με τη μέρα. Θύμιζε αναβολή καιρών που είχαν ήδη περάσει.Θα ήθελε να λυγίσει για λίγα λεπτά τα γόνατα, θα ήθελε να αφεθεί στον θάνατο ή να κομματιαστεί στη σιγή. Κάπου στα μέσα της βραδιάς άρχιζε να ελπίζει ατενίζοντας μέρες δικαιότερες.Κι είναι κρίμα που οι προσευχές ραγίζουν σαν θεοστόλιστα βάζα, απρόσμενα. Και θα είχε εξαφανιστεί, μα τώρα πίστευε πως εκείνη η προσπάθεια-οπού η ήττα δεν λογίζεται για επιλογή- ανήγετο τώρα σε υψίστης σημασίας εντολή. Δεν μπορούσε να χάσει.Δεν μπορούσε να φύγει.Δεν υπήρχε παρά χάος πέρα από εδώ.Γι'αυτό τα κάστρα στον μεσαίωνα χτίζονταν πρόχειρα..γιατί όλα χρειάζεται μια στιγμή να γίνουν στάχτη και να ξαναχτιστούν με μόνο σκοπό τον βέβαιο θάνατό τους.

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

MayB

If the song gives up so quick
echoes come undone in the near-ending
let wailing die before it stops

you said pretty things so real
you insist on believe
but maybe i am a quitter

dreams for dreamers
shit for realists
see i keen on
but maybe i am a laughter

greys on mind
and your memory's so stuck on the walls
i'm living in a world of yours
well maybe i don't wanna go back home
maybe i don't wanna go back home

those ashes deprive us a lot
you tried to explain, i tried to laugh
although rain drops,hon, they never ask
i'd so tried to survive

maybe i am a non-brave

promises are flying like she holds on
i heard her crying on morning
she said they guide her,i swear they don't
so cut your easy pride of
maybe she's just a mental disorder
maybe she's rocking no more


Jester's the fate that offers
unknown remains what tommorow knows
maybe i'll find you inside my closet
with your black venom shirt i adore and some smell of nafthaline
maybe i hear your calling from
or maybe i'm just someone lost in a stranger's dreaming
or maybe i am only a quitter

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Πολύ ταρίφας για να πεθάνει (επεισόδιο 2: σχιστομάτικη κατάρα)

Ήταν Καθαρά Δευτέρα, οπότε ο Σούλης παρέλαβε φρεσκοπλυμένο τον κιτρινιάρη έρωτα της ζωής του από το πλυντήριο αυτοκινήτων, εξ'ού η διάθεση του ήταν κάτι παραπάνω από high, αφού ο προαναφερθέντας Καλύτερος Ταρίφας για το 1957 μπορούσε πλέον να φωνάζει "high στο διάολο" στο φανάρι μέσα από τα αστραφτερά τζάμια της ταριfiat αμαξάρας του. Η συνέχεια, όμως, έμελλε να βγάλει άκυρη ακόμη την κούτα με τα zanax που ο Σούλης συνήθιζε να κουμπώνει τα πρωινά στη δουλειά.

Όπως προείπαμε, ο Σούλαρος δεν υπήρξε πρότυπο ψυχραιμίας, αλλά ένας ρηξικέλευθης φύσεως μαλάκας, ξεχειλισμένος από τσατίλα και διάθεση για άνευ αιτίας μπινελίκι. Ίσως έφταιγε η πίεση της δουλειάς, ίσως και η εν τη γεννέσει ανεβασμένη του πίεση. Μην ξεχνάμε οτι ο Σούλης είχε πίσω του και μια οικογένεια την οποία υπεραγαπούσε σχεδόν όσο και το ταξί του τις Παρασκευές, τις οποίες θεωρούσε αργίες και απέφευγε να τους σπάει στο ξύλο. Βέβαια, δεν είχε και άδικο..δυό δουλείες έκανε για να τους έχει στα ώπα κι εκείνοι τον έγραφαν στα αρχίδια του παππού. Γιατί ξέχασα να σας πω πως τα βράδια που ο Σούλης δεν κατέβαζε ιδεές για απάτες με το ταξίμετρο, κατέβαζε τα παντελόνια του στην πλατεία Μαβίλης για να βγάλει τουλάχιστον τις βενζίνες, όταν έπεφταν αναδουλειές.

Όμως για να μην φλυαρώ και μου καεί το φαγητό, ας μπώ στο ζουμί.
Τρίτη μεσημέρι κι ο Σούλης επιστρέφει στο σπίτι να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και να πιάσει κανένα συζυγικό κώλο, για να επιστρέψει στο καθημερινό του μόχθο, που πλέον είχε μετατραπεί σε πάθος χειρότερο κι από τον τζόγο. "Γυναίκα, τί διάολο θα φάμε γαμώ το μουνί της πάπιας;", ρωτά, "Παρήγγειλα κινέζικο" απάντησε η σύζυγος (αλβανικά:το τσίζυγκο) με μια αδιαφορία που έκανε τον Σούλη έξω φρενών, ειδικά όταν παρατήρησε πως η γυναίκα του τον τάιζε παπάρια σχιστομάτηδων επειδή παρακολουθούσε μια μαλακισμένη σαπουνόπερα στην τηλεόραση και το χειρότερο; Επρόκειτο περί ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΣΑΠΟΥΝΟΠΕΡΑΣ υπό τον τίτλο: "Που Τσου: ο γόης των ζουμπάδων"

Δεν φτάνει που τους έτρωγε στη μάπα στις κούρσες, ήταν τώρα αναγκασμένος να τους βλέπει και στο σπίτι του τους γαμημένους τους Κινέζους. "Εσύ ρε μούλε χοντρέ δεν μιλάς;", ρώτησε πληθωρικός από πατρική στοργή τον γούδακλα υιό του, που όμως είχε χαζέψει με ένα συλλεκτικό ατάρι, αποκύημα της καταραμένης κινέζικης τεχνολογίας.

Ο Σούλης πέταξε το κωλοφαγητό τους από το παράθυρο, τους σκυλόβρισε για να μην αφήσει απωθημένα κι είχε να κοινωνήσει την Κυριακή και χτύπησε την πόρτα πίσω του.

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Όμως οι νύχτες διανύονταν με τη συνοδεία ενός απροσδιόριστου φόβου. Ο ένοικος του διπλανού σπιτιού εξύβριζε φριχτά, περαστικοί τραγουδούσαν ωδές της παροίνιας.Με κυνηγούσαν, παρά τους χρωματιστούς προαναφερθέντες θορύβους που κάνουν τις δεισιδαιμονίες να οργιάζουν, πλάσματα φανταστικά κι αλλόκοτα, όργανα διαβολικά έτοιμα να μου προσφέρουν τους καρπούς δέντρων στιγματισμένων από αμαρτία. Γι'αυτό από παιδί ανανεώνω συνεχώς τον επικήδειο. Ύστερα τσαλακώνω το χαρτί στα τέσσερα ή στα οχτώ, το κρύβω στο αγαπημένο μου βιβλίο, ξεχύνω τα απόκρυφα περάσματα για να μην αφεθούν κλειδωμένα τα μυστικά και έπειτα κλείνομαι στην ντουλάπα και γράφω. Κάποτε ο Α. επέμενε πως φταίει ένας φόβος ανομολόγητος για το γήρας κι εγώ σαρκάζοντας έλεγα "γέρασα πια". Έπειτα ήρθαν μια-μια καλοδεχούμενες οι καταστροφές μέσα στο ποτήρι μου. Ο χρόνος έπαψε να ανακυκλώνεται, η ζωή στάθηκε μια έννοια που έληξε κι οι φόβοι που μου 'δεναν τα βλέφαρα απέτυχαν να διαψευστούν. Κι αυτό το συναίσθημα του πολέμου, όπου όσο κι αν μάχεσαι είσαι αδιάκοπα ηττηθείς, πονούσε μονάχα τα ξημερώματα.

Πολύ ταρίφας για να πεθάνει (επεισόδιο 1: η γνωριμία)

Σενάριο τριών επεισοδίων

Ο Σούλης ήταν γνωστός τσάτσος του ταξιμέτρου. Είχε έναν γίο στην εφηβεία, ολίγον τι στρουμπουλό - εγκλωβισμένο μπόι απαιτούσε να το λέμε η γιαγιά- κολλημένο με την Χριστίνα από τα Αγγλικά, το nitendo και ανάξιο μαλάκα. Είχε επίσης μια κόρη, λίγο πιό νορμάλ, αν και αντιμετώπιζε μια παράξενη εμμονή με την τακτοποίηση της ντουλάπας. Στο τέλος, βέβαια, το μυστήριο της εμμονής επιλύθηκε κι αυτό, όταν ο Σούλης ανακάλυψε ανάμεσα στα μετεφηβικά σουτιέν της κόρης, τον κουνιάδο του, έναν παλιό γείτονα, έξι αγγούρια, δύο φούξια μαστίγια και έναν παππού με κάμερα.

Ο Σούλης, που λες, ήταν καλό παιδί, με μοναδικά ελαττώματα τον οξύθυμο χαρακτήρα και την καλαματιανή καταγωγή του. Δούλευε ταρίφας από 20 χρονών, με ελάχιστα επαγγελματικά διαλείμματα, όπως τότε που τον συνέλαβαν όταν τράκαρε χάνοντας τον έλεγχο του αυτοκινήτου, επειδή είχε μπερδέψει το GPS με το Grand Turismo.

Στην Αθήνα του 2009, έπαιρνε συχνά κούρσες με Κινέζους, που όμως είχαν αποποιηθεί πλέον την ιδιότητα του τουρίστα και είχαν μετατραπεί σε μόνιμους κατοίκους Ελλάδας και δη Αθηνών, πράγμα που έκανε την πορσελάνινη μασέλα του Σούλη να τρίζει από τη σύγχυση εκτοξεύοντας παράλληλα πάσης φύσεως μπινελικολογίες.

Επ; Είσαι η Βίλλυ Μπέλο από το Φέισμπουκ;!

-Αχεμ,ήμουν επίσης η κοπέλα σου στο γυμνάσιο..

Facebook: Φέρνει τους πρώην,τους μαλάκες και τις βλαμμένες διπλανές που θέλουμε να ξεχάσουμε κατευθείαν μέσα στο σπίτι μας.

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Γαμώτο!

Αυτό το βιβλίο δεν τελειούται ποτέ..Το ήξερα!
Ήμουν, λοιπόν, για χρόνια βέβαιος. Όμως είχαν περάσει πια εννιά έτη, οπότε οι πλανήτες είχαν επιστρέψει στην πρώτη τους θέση. Και παρίστανα όλα αυτά τα χρόνια ένα χαρούμενο δέντρο που λυγίζει λειψό από άνεμο. Μα οι χρησμοί πάντα τα λογαριάζουν αντίθετα κι έμελλε να πεθάνω στα 18, όταν είχα φτάσει ήδη στα 26. Το μόνο που με ανησυχούσε ήταν που είχα ένα σωρό παραμύθια που παρέμειναν άγραφτα. Τώρα, βέβαια, έπρεπε να νοιαστώ..πού να σ'αφήσω που είναι κουφός ο κόσμος και φτωχός ο αντίλαλος; Έκρυβα μια βαλίτσα αέρα στις αποθήκες μου και δεν υπήρχε παραλήπτης να την φυλάξει.Γι'αυτό σου λέω, η ζωή είναι μια κακής ποιότητας παραίσθηση. Έτσι, τα πιο ωραία παραμύθια δεν θα γραφτούν ποτέ. Μιας και τα δέντρα χρειάζονται τώρα άνεμο για να λυγίσουν. Ξέχασα να σου υπογραμμίσω: να κοιμάσαι μόνο τη μέρα, οπότε δεν έχεις τίποτε να χάσεις..

Ανάθεμα.
Όλα τα πίστεψα και τώρα γυρίζω τα απογεύματα μουγκός. Όλα τα διηγήθηκα. Όλα τα έτρεξα ως το τέλος. Τώρα θέλω να κοιμηθώ. Αρκετά με τα σώματα. Τώρα θέλω μόνο τα χέρια σου.
Εγώ
Δεν πεθαίνω.
Εσύ
Δεν εγκαταλείπεις.

Κι έτσι είμαστε καταδικασμένοι
να σκοτωθούμε αχίλλεια
χτυπημένοι στη φτέρνα

Αυτό το τραγούδι φέρνει εικόνες μ'εσένα

Οπότε έρχεται άξαφνα η απάντηση,
ο στίχος που παλεύεις να κρατήσεις στην άκρη των χειλιών

για να τον ξεστομίζω αιώνια
πάνω από την ανάσα σου όταν κοιμάσαι
ονειρευόμενα έναν κόσμο περισσότερο δεκτικό
"Ο σωστός δρόμος, ο ανήφορος,
ισχυρίζονταν τα καζαντζάκεια γραπτά
κι εγώ φοβάμαι
στην έρημη πόλη"
Θυμάσαι; Λέγαμε: "κάποιες φορές θες απλώς να ξαπλώσει ήσυχα και να πεθάνεις"
Τώρα σταμάτησε να βρέχει κι είμαστε σχεδόν εκεί
Έψαχνε απλά έναν δρόμο προς διαφυγή.
"σ'αγαπώ", ψιθύρισε
και έσβησε το φως.
Θέε μου, άφησα το νερό να γλυστρήσει μέσα από τα δάχτυλα μου. Ξέχασα αμελώς να υποσχεθώ μια αόριστη επιστροφή. Τώρα γυρίζω σπίτι μέσα από ξένους δρόμους και δεν με περιμένει κανείς. Οφείλω πλέον να αποδείξω τα αυτονόητα, γι'αυτό πάψε να αναρωτιέσαι που ψάχνω μια φωτογραφία αναμοχλεύοντας στα χαλάσματα. Άραγε υπήρξα, άραγε ανάσανα ποτέ πραγματικά;