Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Όμως οι νύχτες διανύονταν με τη συνοδεία ενός απροσδιόριστου φόβου. Ο ένοικος του διπλανού σπιτιού εξύβριζε φριχτά, περαστικοί τραγουδούσαν ωδές της παροίνιας.Με κυνηγούσαν, παρά τους χρωματιστούς προαναφερθέντες θορύβους που κάνουν τις δεισιδαιμονίες να οργιάζουν, πλάσματα φανταστικά κι αλλόκοτα, όργανα διαβολικά έτοιμα να μου προσφέρουν τους καρπούς δέντρων στιγματισμένων από αμαρτία. Γι'αυτό από παιδί ανανεώνω συνεχώς τον επικήδειο. Ύστερα τσαλακώνω το χαρτί στα τέσσερα ή στα οχτώ, το κρύβω στο αγαπημένο μου βιβλίο, ξεχύνω τα απόκρυφα περάσματα για να μην αφεθούν κλειδωμένα τα μυστικά και έπειτα κλείνομαι στην ντουλάπα και γράφω. Κάποτε ο Α. επέμενε πως φταίει ένας φόβος ανομολόγητος για το γήρας κι εγώ σαρκάζοντας έλεγα "γέρασα πια". Έπειτα ήρθαν μια-μια καλοδεχούμενες οι καταστροφές μέσα στο ποτήρι μου. Ο χρόνος έπαψε να ανακυκλώνεται, η ζωή στάθηκε μια έννοια που έληξε κι οι φόβοι που μου 'δεναν τα βλέφαρα απέτυχαν να διαψευστούν. Κι αυτό το συναίσθημα του πολέμου, όπου όσο κι αν μάχεσαι είσαι αδιάκοπα ηττηθείς, πονούσε μονάχα τα ξημερώματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: