Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011



Σε ικετεύω, μη μου χαλάς την σίγουρη ηρεμία, είπε και ρούφηξε στα γρήγορα μια πνιχτή γουλιά κρασιού. Ωστόσο, καταλαβαίνω πως υπάρχουν πράγματα πιο σημαντικά από τα δέντρα κι από εκείνες τις καταθέσεις που γίνονται εφάπαξ. Καμιά φορά το γνωρίζω πως το μυστήριο έχει όρια εδώ στη γη που έχω βρεθεί. Λίγη βροχή δεν αρκεί να κάνει τον θάνατο ποίηση και να τον σβήσει με ένα ηρωικό ξέπλυμα, σαν σύμπτωση, σαν θαύμα. Κι εγώ δεν θέλω να το δω να τρικλίζει, μα ούτε είναι δική μου η φωτιά και τα σπίρτα. Τώρα μονάχα είναι η ώρα που σωπαίνει ο Λέοναρντ, κάποιοι γελούν λέγοντας ότι δεν ξέρουν τάχα πως βουβαίνεται. Όλα τα δέντρα γίνονται στάχτη, αποκαϊδια. Οι μέλισσες ξερόχορτα και έρημη γη. Ζω ατελώς σ' ένα τέλειο σύμπαν. Μια επιστολή μου, μονάχα μια να διαβαζόταν πάνω απ' το κερί και την νύχτα ξανά,  να έφερνε πίσω τους δαίμονες. Μια επιστολή.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Και να που γύρισε ο Λέοναρντ τρίζοντας τα παλιωμένα του παπούτσια πάνω στο αυτοσχέδιο ξύλινο σκαλοπάτι με τις στραβοδεμένες σανίδες. Και να που κλωτσάει ξανά τα χαλίκια κι όλα θυμίζουν τραγούδι επιτάφιο. Όμως θα ΄ρθει ένα πουλί και θα του ψιθυρίσει κι ο Λέοναρντ θα σώζεται την τελευταία στιγμή εις τους αιώνας των αιώνων.

Χόρεψα μια καντάδα μου στην βροχή, μου είπε. Στάθηκα μόνος κάτω απ΄ το δέντρο κι αποφάσισα πως τα μπαομπάμπ ήταν πολύ μεγάλα μέσα μου και τα ξερίζωσα. Χόρεψα ωστόσο μεθυστικά κι ελευθερώθηκα απ' τους όρκους και τους ξανάδωσα. 


Όλοι νόμιζαν πως ήταν μυθιστόρημα, μα το πουλί που μιλάει με ψιθύρους είναι το μόνο αληθινό στις ιστορίες του. Ήξερε, άλλωστε, ότι έμοιαζε κάπου στον μικρό πρίγκιπα, καθώς υπήρξε κι αυτός ακατανόητος -σχεδόν παράφρων-, μα όχι τόσο όμορφος και ξανθός. Άναψε ένα σπίρτο.


Καιγόταν το σακάκι κι η φωτιά μου έλιωνε το πουκάμισο. Μόνο αυτός που κατόρθωσε να αγαπήσει μ' αυτήν την διφορούμενη ειλικρίνεια, τίμια και αδέκαστα, μόνο αυτός βρίσκει χαμένο στην τσέπη του το σπίρτο που ανάβει. Ξέρεις γιατί στους ανθρώπους αρέσει η φιλανθρωπία; Για να φουσκώνουν την ψευδαίσθηση της αναγκαιότητάς τους στο σύμπαν. Το σύμπαν δε, χαμογελάει με τρυφερότητα κι αφήνει την ανοησία να αναπτύσσεται -ξέρει από πριν την ώρα που τούτο δω το μπαλόνι θα γίνει κομμάτια. 


Βέβαια, Λέοναρντ, ήσουν ένας όμορφος άνθρωπος και κάθε 230 χρόνια βασάνων που έβρισκες το σπίρτο σαν από σύμπτωση, ξεσπούσε μια αλλόκοτη καταιγίδα, βροχή με ήλιο κι έσβηνε το παραδομένο σου κορμί όταν όλα έμοιαζαν να 'χουν τελειώσει. Μα εσύ σήκωνες το χέρι και σηκωνόσουν δειλά.

Φτου κι απ' την αρχή. Το μικρό σύμπαν μέσα μου, το ανακάλυψα τυχαία στα 8. Μα τώρα είναι ένας άλλος γαλαξίας του οποίου στερούμαι το οξυγόνο. Κι είναι ένας άλλος γαλαξίας ο ζωοδότης μου. Αυτό σημαίνει ότι η φωτιά δεν θα σβήσει την επόμενη φορά από συγκυριακά σύννεφα. Έχω αποφασίσει να γίνω στάχτες για τα λουλούδια του κήπου που σε κάνει να χαίρεσαι. 


Έτσι, άφησε πίσω το σκαλοπάτι και μαζί του την εξώθυρα του παραδείσου και βάδισε για τα άλλα 230 χρόνια -γεμάτα βάσανα, το ήξερε, μα δεν μοχθούσε.



Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Η ταράτσα

Φοβάμαι
τον εαυτό που χάνω
για εκείνον που κακίζει
για εκείνον που θυμάται.

Φοβάμαι
την φρέσκια οικειότητα
μ' ερήμους και ταράτσες
και τη βολή σ' ασφάλτους.

Αφρόντιστα
τα λόγια και αστόλιστα
ένας τυχαίος φόνος
μόνος πιστός ο δρόμος.




Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

This old house






Κοντεύει 19.30 κι έχει ήδη νυχτώσει. Πόσο άδειο μοιάζει το σπίτι απ' τα πολλά φωτάκια κι εκείνες τις βαρετές μελωδίες των γιορτών με την στιγμιαία τους ευαισθησία. Είναι κι αυτός ένας λόγος για τον οποίο γεμίζω τους τοίχους με φωτογραφίες. Κοιμάμαι με φαντάσματα. Όμως σαν να μ' αρέσει που είναι θολό το τζάμι και υγρό. Έτσι θα παραμείνουν για πάντα ανεπιβεβαίωτα τα χαμόγελα που μπορώ να φαντάζομαι ότι σύρθηκαν μέχρι το κεφαλόσκαλο. Κι αν είναι η φρίκη έξω απ' την πόρτα, θαρρώ δεν θα το μάθουμε.






Επιστροφή. Σαν έμψυχη ομίχλη που όλο απλώνεται και ψιθυρίζει. Ας μην γελιόμαστε, δεν μας χωρίζει μονάχα το τζάμι και δυο παραθυρόφυλλα. Ανάμεσά μας χύνονται έτη φωτός. Όμως γιατί γυρίζεις; Η αγάπη δεν θέτει όρους. Η αγάπη δεν κάνει διαλείμματα. Κάτι ξεχνάς και γυρίζεις. Κάτι ελπίζεις.






Τι με νοιάζουν εμένα τα ρολόγια; Αφήνω την τηλεόραση να παίζει και όσα θυμίζουν κάτι να ρεμβάζουν μέσα από τις κορνίζες τους. Άλλωστε, πόσο μ' αρέσει η τσαγιέρα που σφυρίζει. Θα γεμίσω το τραπέζι με κούπες και ζάχαρη. Αν κι όπως καταλαβαίνεις δεν έχω καλεσμένους. Κοιμάμαι με φαντάσματα.


Ίσως νομίζεις ότι κατόρθωσα να γίνω εκείνος που ονειρεύτηκες ν' αγαπάς ή κάποιος που αντέχεις να αποδέχεσαι. Μου φαίνεται πια πως είναι αργά, πολύ αργά για γιορτινές ευχές και γκι στην πόρτα. Αλλά μπορεί κανείς να ζωγραφίσει διάφορα με λίγη ανάσα και τ' ακροδάχτυλο. Για μια στιγμή μπορεί να υποθέσει ακόμη λίγη ζεστασιά αληθινή, όχι αυτό το ψύχος του καλοριφέρ.






Μια μέρα θα μ' ακούσεις να διηγούμαι ιστορίες, πως κάποτε ένα πλάσμα έρημο βρέθηκε στην πόρτα μου με ασήκωτα μπαγκάζια. Ημέρες Χριστουγέννων. Πως του χάρισα φιλοξενία χωρίς να ρωτήσω το όνομά του ή από που έρχεται. Πως έπειτα του παραχώρησα ευχαρίστως μια κλίνη στην καρδιά μου. Ας στριγγλίζει το άθλιο κουδούνι, είμαι χαμένος σε μια χώρα μισού τετραγωνικού και δεν θα ξεκολλήσω από το παράθυρο. Δικαιούμαι για μια μοναδική φορά να φανταστώ το πρόσωπό όπως θέλω εγώ ή να αγγίζω με τον αγκώνα το περβάζι και να μαντέψω την εξωτερική θερμοκρασία, όπως την θέλω.






Όμως γιατί γυρίζεις; Εσύ που ξέρεις μονάχα να λαβώνεις μ' άδικα δόρατα. Ποιον νεανικό σου εαυτό που ξεστράτισε αναζητάς μέσα σε μένα; Εσύ που σαν τον Ηρόστρατο καις τους ναούς της Αρτέμιδος για μια μνεία. Ξεχάστηκες κάπου αγνοημένος πια στην ιστορία. Επιστροφή. Πάντα με μια καλογυαλισμένη κάνη στην τσέπη στο σακάκι σου και με μια καλοφτιαγμένη υπόσχεση ζωής γραμμένη στις σφαίρες σου. Αλλά γιατί αρνείσαι σ' αυτούς που διώχνεις να περιπλανηθούν και γιατί εμποδίζεις κάθε ίχνος ζωής να υπάρξει μακριά από σένα; Αφού δεν είμαι ελπίδα σου. Αφού δεν είμαι εγγύηση της συνέχειας σου. Δεν είμαι εγώ το λεπίδι σου το κοφτερό, μ' αυτό θα πληγιάζεις ανθρώπους που υπομένουν το άγγιγμα το δαχτύλων.






Να που η λάμπα έσπασε και μείναμε χωρίς φως. Εγώ μέσα από το κρύο το τζάμι μου να παραμερίζω την στενή λογική μου. Εσύ με τούτη την αιώνια σιγουριά της συμπονετικής ακρόασης. Λες να 'ρθουν και λύκοι; Μα τι να φοβηθώ πια εγώ που συζώ με τόσες οπτασίες! Το κουδούνι τσιρίζει κι αυτό το σκοτάδι μου ανήκει. Μου ανήκει. Μου ανήκει.


Κι εσύ έρχεσαι πάντα για να θυμίσεις και να σκοτώσεις. Αυτή είναι όλη κι όλη σου η δύναμη. Τι με νοιάζει εμένα ο Βόρειος Πόλος στο σπίτι σου; Πόσο μόχθησες να τον κουβαλήσεις ως τα ελάχιστα σκαλοπάτια μου! Μόνο για να θυμίσεις και να σκοτώσεις. Αυτό ήταν δα όλο σου το νόημα.








Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Ο δρόμος

Κάποια μοιραία νύχτα ακούμπησες τα πράγματά μου σ' έναν σωρό στο κεφαλόσκαλο.
Έπειτα έσπρωξες το μέτωπό μου στα χείλη σου
"Καλό μου παιδί, μακρύς ο δρόμος".
Στάθηκα στο πλατύσκαλο για έντεκα ημέρες ζυγίζοντας εικοσιένα γραμμάρια και κάτι.
Εντούτοις, κάποτε τ' αποφάσισα κι αναχώρησα για έναν προορισμό που ήταν μονάχα αίνιγμα
κι έτσι τράβηξα από ένστικτο για τον ήλιο και την σελήνη.
Ο θολός ουρανός της Ανατολής -όπου τα μικρόσωμα πουλιά πετάριζαν δειλά κι εκ του ασφαλούς σε μέτρια ύψη- με ατένιζαν παράξενα καθώς σκούπιζα την άσφαλτο από το πρόσωπό μου
και την φυγή από τα ρούχα μου.
Και να που κινάω πάλι για ένα άγνωστο που 'ναι συνάμα τόσο προβλέψιμο
παρέα με τον κούφιο ήχο που συνοδεύει τις αδειανές αποσκευές.
Κι αφού ο δρόμος δεν είναι ξεκάθαρος, διασχίζω την παράκαμψη κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών υπερπηδώντας ανάλαφρα εκείνους τους άλλους που επιχειρούν να σηκωθούν τινάζοντας κι εκείνοι την πίσσα απ' το λαιμό και το στέρνο τους.
Τα αγριόχορτα στην άκρη του δρόμου λικνίζονται απ' αεράκι ανάρμοστο και παράταιρο.
Βρέχει, χιονίζει ή ανθίζει τούτος ο τόπος περιπαίζεται απ' τον χρόνο.
Κι εδώ που φθάνω μου σκίζουν την βαλίτσα και με χτυπούν ελαφρά κι αυστηρά στο κεφάλι:
"Δω είναι οι αποσκευές, βαλίτσες δεν δεχόμαστε".
Κι εδώ που φθάνω είμαστε όλοι νεκροί. Πιο νεκροί από το χώμα.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

26/10/2011, Τελεσίγραφο






Θεέ μου, με κάνεις να χάνω την έμπνευσή μου. Με κάνεις να γράφω σαν να μην βράχηκα ποτέ σε καταιγίδα. Αχ, κι αυτή η ασήκωτη νιτσεϊκή επανάληψη με καταράστηκε να ζω για πάντα τον πρώτο ενθουσιασμό. Με ξαπόστειλε σε μια ιστορία παραφροσύνης ρίχνοντας με σ' ένα ζευγάρι που δεν συγχύζεται από υπερβολές. 
Αχ, δεν καταλαβαίνεις. Χθες έγδαρα τα μάγουλα και την μύτη μου στα κλάματα. Πρωί-πρωί χτενίστηκα εξαντλημένη από αβάσταχτη λύπη. Δεν πάει άλλο: θα σηκωθώ απ' τον καναπέ μονάχα για να χορέψω. Δεν θα σηκωθώ ούτε για νεροπότηρα, ούτε για κουδουνίσματα τηλεφώνων. Μονάχα για να τρέξω στον σταθμό των λεωφορείων θα σηκωθώ ή για να σπεύσω στο πάρκο κάτω απ' τον πλάτανο να επισκεφτώ την πρώτη σου προσπάθεια για φιλί.
Η καρδιά μου πονάει για πράγματα που πια κανείς δεν ενδιαφέρεται να ακούσει. Κι αν δεν με συμμερίζεστε, δεχτείτε τουλάχιστον ότι ακόμη κι ένας πεζός κι άχαρος άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ανενόχλητη ονειροφαντασία. 
Να μην ρωτάτε για μένα, αν μπορείτε να παραμείνετε απαθείς απέναντι στον έρωτα και την παράνοια. "Ο έρωτας ταξιδεύει στην Κόλαση και τον Παράδεισο με το ίδιο εισιτήριο". Κι άμα δεν μπορείτε να χτυπήσετε μια φορά την εβδομάδα το κουδούνι του κόσμου μου για μια κούπα τσάι, αφήστε τουλάχιστον την τσαγιέρα μου να σφυρίζει και την καρδιά μου να τραυλίζει από προσμονή κι από ελπίδα για μια στάλα απογευματινή κουβέντα της προκοπής.
Το λοιπόν έχω ένα μικρό σύμπαν στριμωγμένο στον νου μου: την ιδέα ενός κόσμου αποδοχής, κάτι αγάπες διονυσιακές και τραγόμορφες, μουσική, ίσως δυο-τρεις γουλιές ποίησης. Έπρεπε να 'χω γεννηθεί σε συμπόσιο, διάβολε! Κι απ' το μυαλό μου ξεστράτισε η δικαιοσύνη γιατί ετούτη είναι υπεύθυνη για μια σωρεία ατυχών θανάτων και για λάθος δικαιώσεις. Όχι άλλη δικαιοσύνη, όχι άλλος θάνατος.
Θα μάθω να ζω τις νύχτες, τ' αποφάσισα. Θα μάθω να τρικλίζω, αφού μου λείπουν τα μεθύσια. Θα πατάω λάσπες μέσα στο μυαλό μου, μιας και ο κόσμος μ' αφήνει μόνη και ασυμπάθιστη. 
Όχι, δεν θα γράφω πια στα ιστολόγια. Θα φτιάξω ξανά ημερολόγιο. Γιατί πρέπει κι εγώ μια φορά να νικήσω στο μπρα-ντε-φερ με την ανθρώπινη αλληλεπίδραση. 
Κι εσύ με κοιτάζεις με κάτι μάτια, σαν να 'ναι όλα λογικά και ρυθμίσημα, μα άμα κάνει σελήνη, άσε τα υπόλοιπα κι έλα να τραγουδήσεις κι έλα στο πάρκο να χορέψουμε εκεί που σ' άφησα να περιμένεις. Δεν θα σου πω άλλο για δέντρα.
Αγάπα με σαν ξωτικό κι άσε με να πιστεύω σε πράγματα απίθανα. Άσε με να τρελαίνομαι για εκείνο το βιβλίο και να μελαγχολώ, οπότε πεθαίνει στην κατακλείδα η Λορίν ή όποτε χηρεύει από ταυτότητα ο Στίλερ. Μονάχα αγάπα με και μην σταματήσεις να με κοιτάς σαν να με ξέρεις πάντα. 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Στοχασμοί

Τώρα που στέκομαι λιγάκι και συλλογιέμαι
η ζωή μου ακολουθούσε πάντα τις ρυτίδες της πέτρας
κι έτσι δεν ξέφευγε ποτέ του τείχους που την κρατούσε μακριά από την πραγματικότητα.
Στον νου μου πάλι άρεσε ο δρόμος της υπερβολής
πολλά τα κλάματα, φριχτές οι κραυγές, τα γέλια όμως σιγανά
δυο δεκαετίες, τρεις, τέσσερις έτσι ζήσαμε κλαίγοντας πολύ, ουρλιάζοντας πολύ, τα γέλια όμως σιγανά
Το σώμα μου κάπου κάπου τιναζόταν στον αέρα,
κύρτωνε, τρανταζόταν ολόκληρο και σε περίμενε να το σώσεις από ανύπαρκτους κινδύνους
Έτσι, η πιο βαριά κι ανίατη αρρώστια μου ήταν ένας ρομαντισμός που μπορούσε να σε ρίξει στο κρεβάτι για μήνες
που και που η έλλειψη νοήματος...
Τώρα που στέκομαι λιγάκι και στοχάζομαι
μ' άρεσε να χαζεύω τα γρήγορα πουλιά που μετανάστευαν
κι ας μην συμμετείχα ποτέ. 
Τώρα που στέκομαι λιγάκι και το σκέφτομαι
ίσως γεννήθηκα μονάχα θεατής

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

78



Πέρασαν κάμποσοι αιώνες
μολονότι τα κλαδιά των δέντρων ταλαντεύονταν μονότονα
όπως παλιά
κι εσύ έφευγες κι εγώ ευχόμουν να με θυμάσαι
όπως τότε
που η καρδιά μου δεν ήταν ζαρωμένη από το γήρας
τα χέρια μου στριφογυρνούσαν ανώριμα στον άνεμο
μα τώρα πάει
σαν να ερωτεύομαι εκείνη την εικόνα του παλιού εαυτού
που δεν είναι εδώ και δεν θα 'ρθει
κι άλλωστε μου διαφεύγει
πότε έπαψε να μου στέλνει γράμματα από κάπου αλλού
η αργοπορημένη, η ξεχασμένη αφέλεια

Σου λέω πως γερνώ,
μα το θεό, γερνώ κι εξανθρωπίζομαι, τι κατάρα!
Σου λέω πως μπορώ και κλαίω,
τι όνειδος για έναν πολεμιστή του μισοσκόταδου!

Κι εσύ έφευγες
-κι ας μην το 'ξερες-
σαν εκείνα τα παλιά τραίνα που χάθηκαν
στις επιτάξεις
και δεν θα γυρνούσες ποτέ για μένα
συ, γοητεία της ασχήμιας που βασιλεύεις
μέσα στη μουσική πνοή
για λίγο μόνο, όπως όλα

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

πίσω

Σαν άμμος κύλησα
ζωή με ξέχασες
κάτω απ' τις σκιές των δέντρων
να ζω αιώνια

Αιώνια στην αναμονή
Μα σε συγχώρησα

Σαν άλλος έπλεξα
μύθους για ναυτικούς
κι επινοήσεις
για νόστους εραστών

Κι αυτό το πρόσωπο
σαν να με περιμένει

Κάποτε γύρισες,μόνο,
φέρνοντας το κλειδί
χούφτα μισή δικαιολογίες
στενά μαντήλια κεντητά

Για τα φαντάσματά μου
Δυο-τρεις ελπίδες για κάτι πραγματικό

Και ας μην την ζητώ πίσω την ελευθερία μου

Γραμμές

Μόλο που ήρθε χρόνος
οπότε η ακινησία γινόταν ζωή
τα πάθη άχθη ανυπόφορα
ως είθισται

Φυσικά δεν είχε πάψει να κοιτά
μέσα από το φίλτρο όπου όλα
φαινόντουσαν ασήκωτα
κι αγιάτρευτα κι ανήκουστα

Όμως κάθε βράδυ ο Κόσμος ξανανιώνει
κι όμως κάθε ξημέρωμα
βαδίζει σε χθεσινά αόρατα χνάρια χωρίς να το ξέρει
ώσπου να φτάσει στην άλλη μεριά
και να πεθάνει
μέχρι το επόμενο βράδυ
στην ίδια γραμμή με τις μικρές καμπύλες και τις στροφές
που το φίλτρο σου την μοιάζει Γολγοθά

κι εσύ χτυπάς τους τοίχους
σαν τρίζουν τα παντζούρια
για 'κεινη την θνητή κατάρα που ειπώθηκε
μια μέρα αλλόκοτη
στης μέθης του Κόσμου τις στροφές

και έπεσε κι απόγινε και πνίγηκε
Πενθείς.




Μα κάθε βράδυ εκείνος ξανανιώνει,
γίνεται παιδί...

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Απόψε στροβιλίζονται





Μου 'πε: "Ποιά είσαι;"
"Ξοδεύω τα νιάτα μου μελετώντας λογοτεχνία,
ανάβοντας λυχνάρια σ'ένα σπίτι που από χρόνια έχει φτάσει ο ηλεκτρισμός.
Κάπου-κάπου ασφαλίζω την πόρτα και κρύβω το κλειδί
για να αποδείξω ότι υπάρχει ζωή πέρα απ'τους τοίχους,
λίγα μερόνυχτα έπειτα ξεσαλεύω φέρνοντας μαζί μου
τις διηγήσεις των ταξιδιών και τον θάνατο,
τον θάνατο που έχουμε μέσα μας. 
Κάποτε ίσως και την ζωή."
Ξαναρώτησε: "Δεν απαντάς, ποιά είσαι;"
"Αχ, δοξάζω τον όποιο θεό που δεν είμαι ο υπεράνθρωπος του Νίτσε
προικισμένος με την δύναμη μιας τόσο εξαίσιας βαριάς αποστολής.
Ξέρω ποια ήμουν πριν λίγα δευτερόλεπτα. Και θυμάμαι τον Στίλερ."
Έπειτα σίγησε, έπειτα χάθηκε παίρνοντας τον δρόμο στα δεξιά από το κεφαλόσκαλο. 
Αχ, ξοδεύω τη ζωή μου μελετώντας λογοτεχνία. Ξοδεύω τη ζωή μου φυλάσσοντας τις σιωπές με το σπαθί της άκαρπης φλυαρίας. Είναι γιορτή που κρατά μονάχα για εκείνες τις μαρκόσυρτες στιγμές η φθηνή μας ζωή. Στίλερ. 

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

dining with ghosts

Φέτος, άκουσα πολλές εκδοχές της αγάπης, πολλές διαστρεβλώσεις των ηθών, ποικίλες ασάφειες στις ιδεολογίες. Μολονότι ήταν πλέον σύνηθες όλοι όσοι επιστρέφουν να ετοιμάζουν μια μικρή βαλίτσα με ιδέες τάχα νεωτεριστικές κι εκκεντρικές μαζί με τα ασπρόρουχά τους, κάθε χρόνο αδυνατώ να παλέψω με το παράλογο.

Κάθε φορά, λοιπόν, στην ορισμένη αυτή περίοδο του χρόνου συμβαίνει κάτι απίστευτο: δεν δύναμαι να θυμηθώ τον εαυτό μου. Τούτες οι αλλαγές μοιάζουν με μια παρέκκλιση που ούτε γνωρίζω πως στον διάβολο προέκυψε. Για ένα-δυο βράδια πασχίζω να επιστρέψω. Έπειτα αηδιάζω με την αλαζονεία, τους περιπαιγμούς και την μοναξιά. Έπειτα εγκαταλείπω.

Και μιλώ για ένα εκατομμύριο άγνωστα ντόμινο που πέφτουν και πέφτουν και με κυνηγούν.
Ύστερα ορίζω τις έννοιες που στέκονται στους βασικούς σταθμούς της ζωής: την ελευθερία, τον θάνατο, την σκέψη, την εντιμότητα, τις σχέσεις. Κι ύστερα σφάλλω. Σφάλλω σε όλα αυτά και πασχίζω να βρω τις σωστές απαντήσεις. Όμως σφάλλω και θα χρειαστούν δυο ζωές για να με δω όπως είμαι.

Μέσα σ'όλα, τι νόημα έχει να γυρίζει κανείς στο παρελθόν; Αξίζει να κοιτά μόνο τα δικά του χνάρια, παλιά και φθαρμένα, και να αγνοεί τις πινακίδες και τα καταστήματα του δρόμου.

Από την άλλη, κανείς δεν εντυπωσίασε με τις φρεσκοφορεμένες απόψεις και την ασυνέπεια εφέτος.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

o.th.ro.

Καθώς ξεκινούσε το λεωφορείο αναλογιζόμουν τούτα τα πάθη που πέρασαν απ' τα χέρια μου τα τελευταία δυόμιση χρόνια. Κάθε στιγμή ο έρωτας υπήρξε το ιδιοτελέστατο σημείο-κλειδί, ένα φαρδύ σκαλοπάτι προς τον ασκητισμό και την θέωση.

Άραγε χρειαζόμαστε όλοι ένα δέλεαρ για να προβούμε σε θυσίες; Είμαστε όλοι γεννημένοι Τριστάνοι και Ρωμαίοι;

Κάπου-κάπου προσπαθούσα να κάνω μια σύντομη παύση στον νου για αναπνοή, επιχειρώντας να μυρίσω και να αφουγκραστώ τον κόσμο. Άλλωστε εκεί αποκοιμιούνται όλα τα μυστηριακά ερωτήματα που σιωπούν επίμονα εις τους αιώνες.

Αυτός ο καθρέφτης του Λουκιανού με προβληματίζει συνεχώς. Δυσκολεύομαι να κοιμηθώ. Διστάζω να συγκεντρωθώ. Οι τελευταίοι μήνες με προλαβαίνουν συνεχώς και μου φορτώνουν έκσταση.

Θυμάμαι την απορία του Κούντερα: ανακούφιση το ελαφρύ; ανυπόφορο το βαρύ; μάταιο το ανάλαφρο; ποθητό το αβάσταχτο;

Ήταν ένα σκαλοπάτι στον δρόμο έξω από το σπήλαιο. Όμως, ήταν μονάχα η αρχή που γκρεμίζεται.

Κοιμάμαι με φαντάσματα.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

το αγρίμι

Για κάποιον λόγο, πάντως, σφίγγω τα δόντια όταν διαβάζω πάλι γράμματα ξεχασμένα.
Καίω τα δάχτυλά μου στη φωτιά. Ρυθμικά, μυστικιστικά. Φόβος.
Φόβος και έλεος.

Τα πνεύματα σιωπούσαν. Οι αυθεντίες έσβηναν αργά καθώς απομακρύνονταν από τις ιδεοληψίες τούτου του κόσμου κι εγώ έπρεπε να κάνω μια ποιήση πιο ανθρώπινη, μα με σταματούσαν πάντα τα αγρίμια του καιρού.

Τώρα.

Κάπου εδώ, φίλε, η πίστη στέρευε. Τα λόγια γίνονταν πιο πικρά, πιο μολυσμένα. Μιαρές κηλίδες σ' ένα αταίριαστο άσπρο. Κανείς δεν έμεινε άσπηλος από φθόνο. Φόβος.
Φόβος στερείται κάθαρσης.

Μαθαίνω να χάνω.

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Λ.ορ.



Α. Οι άνθρωποι.

Συνήθως διατείνονται πως σκέφτονται, άρα υπάρχουν.

Υποθέτω πως είναι πάντοτε σε ετοιμότητα να δουν την φωτεινή πλευρά των πραγμάτων κολλημένοι αβάσταχτα σε κάποιο τετράγωνο: τετράγωνες οθόνες lcd, τετράγωνα γειτονικά παράθυρα, τετράγωνες λογικές εξωγήινες. Άνθρωποι σε αιώνια αναζήτηση κατάλληλου καθοδηγητή. Ρε πούστη μου, μην του λές "εύγε", κάν'το καλύτερα από εκείνον.


Β. Η μετριοφροσύνη.

Είναι απλά μετριότητα. Αφόρητη, βαρετή, εξίσου τετράγωνη. Μέτρια όνειρα. Μέτρια βήματα σε κατευθύνσεις με προβλέψιμο ρίσκο. Ζωές που δεν παίζονται στα ζάρια δεν είναι παρά χαμένες ευκαιρίες. Αυτό που αποκαλούν στον πνευματώδη "μετριοφροσύνη" είναι μονάχα αυτογνωσία. Εν οίδα οτι ουδέν οίδα.


Γ. Ο έρωτας.
Συνδέσεις απλώς για την ζωή μέσα σε μια σχέση. Φόβητρα μοναξιάς. Σχέσεις τυπικές, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς αιτία. Δεσμοί δίχως έρωτα. Πεθαίνουν τόσοι στερώντας από τον εαυτό τους αυτή την ανιδιοτέλεια. Σκορπάνε ανίδεοι και ιδιοτελείς. Φεύγουνε πάντα με βαλίτσες.


Δ. Οι αποσκευές.

Τα στερεότυπα. Οι ίδιες σκέψεις, οι ίδιοι προορισμοί. Μην αλλάζεις, μην πας πουθενά αν δεν μπορείς να μην κοιτάς στον καθρέφτη.


Τετρἀγωνα.


Κι όμως, καρδιά μου, πόσο χρόνο έχασα περιμένοντας είκοσι χρόνια για να σε φιλήσω.


Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

John Frusciante's "Afterglow"



Undenied
Death before life

You're in my place again

Echoes deprive us enough
You're in my wailing
Decide what it means to work in fire
Decide what it means to work in fire

Shadows casting bodies

Who knows which way things will go?
All shifting images
Upside down to be upright
Upside down, you'll make them cry

Death before life


Another place again

You and my loneliness speak now
I realize
I don't have much further to go

The afterglow


Life running backwards, nailed up and freezing


Put the past before you


Down is my placement

No place out there I have to be
Lost is where I hide (and)
And I've no reason to be found

To resound

From no sound to resound

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Ρέκβιεμ

Ο Λέοναρντ χάζευε αδιάφορα τα περαστικά πουλιά. Πέτρες ακίνητες γεμάτες ιστορία.
Μα ο Λέοναρντ παρατηρούσε σιωπηλά το μειδίαμα της αφέλειας στα πρόσωπα των ανυποψίαστων -δεν σκεφτόταν. Δεν δικαιώθηκε ποτέ. Και τούτο εδώ το περίγραμμα βρισκόταν αλλότροπα κάτω από τα δέντρα. Αφίλητα στόματα σε πλήρη αμηχανία, δυο μαθητές, κοιτάζονται πάνω από τα γρασίδια. Κι ο Λέοναρντ τους ακολουθεί με μάτια πλανεμένα κι άσωτα. Ο ένας διαβάζει τους στίχους κάπου στο ύψος του στήθους του, ο άλλος του αγγίζει τα δάχτυλα. Στόματα αφίλητα. Μυστικό είν' ολόκληρο το συναίσθημα σε όλες του τις φύσεις. Χέρια αγγιγμένα..

Κι εσύ σπίτι μου...

Βλέμμα φουσκωμένο από υποσχέσεις ανείπωτες,
λόγια στριμωγμένα 
στ' αριστερά,
σπίτι, κολώνες, επιθυμία μου...

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

lay

Όμως το βράδυ αγγίζω τη δροσιά των οικείων χειλιών
και λέω "δεν πειράζει, ας έρθουν κι άλλα".
Έπειτα λυγίζω στον ώμο της ποίησης σαν να 'ταν κάτι εύθραυστο,
η ξιφολόγχη τρία εκατοστά απέχουσα απ'το στήθος μου
υπήρξε έμπνευση.
Κι ο φόβος είναι κατάσταση που οδηγεί στην εξοικείωση,
σύντομα δεν αρκεί για να βάλει ένα τέλος,
σχήματα κύκλου,
αυτή η ιστορία δεν λήγει ποτέ.
Κι αυτό το γεμάτο φεγγάρι...
Κάποτε έκλαιγαν μπροστά στα πασούμια των κοριτσιών
οι λογοτέχνες
κλέβοντας έτσι μια ποιοτική περιγραφή.
Σήμερα τι;

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Κάτω από τα δέντρα


Θυμάμαι
για να μην ξεχνώ να ζω.
Βουτάς
μέχρι να σου κοπεί κάθε αναπνοή.
Βουτώ
πάντα για να σε βρω.
Δεν υπάρχει τίποτε το απελεύθερο
κάτω από τα δέντρα.
Κάτω από τα δέντρα...