Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

αβγδ

"Μακάρι",ψιθύριζε με τον πόνο σαν μούδιασμα στην άκρη των χειλιών
κι έπειτα έβγαινε με δυο δρασκελιές στον κήπο και ξερίζωνε τους κορμούς των νεαρών δέντρων.
Έζησε μια ζωή αφανής. Οι γείτονες τον λέγανε χαζό αφού δεν έβλαψε κανέναν.
Κι όλη η κριτική κι η αντίδραση ερχόταν από το χωριό, όχι στην απλή θέα ενός ανθρώπου που ανοσιουργεί και διαφθείρεται, μα στην διαπίστωση μιας απάτης που τους ίδιους δεν ωφελεί.
"Κουράστηκα", έλεγε, "κουράστηκα" κι έτσι γέρασε σε μια νύχτα.