Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

παιδικούλιε

quelques brèves fois
ο διάβολος έκανε μάτια γλυκά
en le reve de Francois
μπαινεί στη ντουλάπα, το λέει στη μαμά
à l'heure du déjeuner
ο φοβός του ανάβει σαν μη ελεγχόμενο καλοριφέρ
maman j'ai très de peur
υπάρχει ο διάβολος και ο Δρακουμέλ
en soir grands ils deviennent
με δόντια μεγάλα και περιβολές
Maman rit rassurante
πριν πέσεις για ύπνο πολύ να γελάς
le bruit et le diable passe vite
δεν έχεις εγκέφαλο ούτε για ντιπ

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Το δηλητήριο

Το δηλητήριο ήταν
η γιατρεία
κι έτσι την κράτησε για χρόνια
την χειροβομβίδα του θανάτου
πάνω από το χρυσό του κεφάλι
πασχίζοντας για ένα κομμάτι
αιωνιότητας.

Κι έτσι κράτησε
το γαρύφαλλο
στα ματωμένα χέρια του
πάνω από τις αηδιαστικές επιθυμίες
ανθρώπινες ως το κόκκαλο
συγκράτησε μια αόριστη μυρωδία

Το δηλητήριο ήταν
η γιατρεία
απόψε θα ζήσει για πάντα.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009



Μελετώ την επιστροφή
αδημονώντας
για ένα αύριο ανεξακρίβωτο
που θα περάσουν αιώνες και μέρες
και λίγες ατέλειωτες ώρες
για να επιβεβαιωθεί
Μελετώ όπως χθές
με τη θέρμη που κρύβουν ακόμη
τα ακροδάχτυλα των άκαμπτα νεκρών εραστών
όπου δεν υπάρχει χρόνος να γυρίσει πίσω
δεν υπάρχει προοπτική αναίρεσης
παρά ένα φύσημα αέρα και σκόνης
και εδώ μελετώ
ίσως χωρίς διπλανό στα χαρτιά μου
με τα χέρια ψηλά κι εκείνο το μπλε κασκόλ
που κάποτε ξέμεινε πάνω μου
φερμένο από ξένο αυχένα
που πια δεν τον θυμάμαι
Και δεν θυμάμαι τίποτε πια παρά τη μυρωδιά
εκείνων των ημερών
δεν θυμάμαι τα πρόσωπα που καταπίνονται
μη διστάζοντας να φανούν εύκολα
στην λήθη και τους εγωισμούς
και δεν θυμάμαι τα χέρια
μα εκείνη η θέρμη από τα νεκρά ακροδάχτυλα
που ζωντανεύουν την πύρινη ανάμνηση
κατάφωτη από την αμαρτία
γι'αυτό γλυκιά
Μελετώ την επιστροφή
αδημονώντας
για ένα αύριο ανύπαρκτο
για μια ελπίδα που απόσπαρτάρισε
ξεστρατώντας από όσα οι Μοίρες όρισαν
μελετώ την επιστροφή

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Τα ΚΤΕΛ των συγγραφέων






Έπεσε
στα απελπισμένα γόνατα του Θεού
η προσευχή
και κρεμάστηκε
με χέρια τρεμάμενα θολά
οι μνήμες ρίζωσαν
τα πουλιά πάγωσαν στην πτήση τους
η φωνή ζεστάθηκε. Έπειτα
ξύπνησαν ο ένας στα χέρια του άλλου
αφαίμαξε
το χρώμα των ματιών του
τα μυστικά έτοιμα να εκραγούν
προφυλαγμένα στη σιωπή.
Ο δαίμονας
που παρασιτεί στο στήθος,
στα τρεμάμενα χέρια και στα δάκρυα,
πόσο πεινούσε απόψε για μαρτύριο.
Έξω από τη μαρμάρινη αίθουσα του δικαστηρίου
ο βαρδάρης μετακίνησε λίγο το τοπίο,
τα φύλλα των δέντρων
και τις σκιές των πουλιών.
Μια νύχτα που κύλησε και χάθηκε
μια πρόδρομη σκέψη
που επέζησε
τα δάχτυλα που γλίστρησαν ανάμεσα σε δάχτυλα
μια υπόσχεση καθόλου εφικτή,
μια εγγύηση που ψεύδεται ασύστολα.
Απόψε, εχθές, μεθαύριο.
Αγαπώ.