Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Απογεύματα..



Κι έτσι απλά είχε αυτοπροσδιοριστεί ριψάσπις. Το πρωί έριχνε αδιάφορα το μπλε φουλάρι στο λαιμό.
Ήταν δεκάδες τα παρερχόμενα πρόσωπα. Ήταν χιλιάδες τα ίδια λόγια. Το μεθύσι από το κρασί ήταν περίπου το ίδιο.
Τα απογεύματα φυσούσε απαθώς τον καπνό, κάποιες στιγμές φυσούσε ακόμη τους δυσάρεστους άξαφνους στοχασμούς. Ενδότερα έρρεαν αγωνίες.
Έτσι απλά αυτοαποκλήθηκε προδότης. Στις μάχες έριχνε λευκό. Πού καιρός για αναταραχές στο εσώτερον!; Το αράδιασμα αποβαίνει στυφό.
Θα έρθει η στιγμή
που το φουλάρι δεν θα καλύπτει το παλίο σημάδι που ευλαβώς συντηρείς.
Τί σημασία έχει που γέρνας όπως άλλοτε; Πρέπει να μάθεις να πετάς.

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

God please! I need one more life to waste..

Πρίν από έναν χρόνο περίπου, κάπου στην πλατεία Ταξιαρχών, συνάντησα έναν νεαρό μειωμένης διανοητικής αντιλήψεως, όπως ήταν εξ' όψεως φανερό. Στριφογύριζε σε μικρή ακτίνα από τον ομώνυμο ναό κοιτάζοντας αριστερά-δεξία διερευνητικά, κάπως αγχωμένα. "Με συγχωρείτε, κύριε, μπορώ να σας βοηθήσω;", ρώτησα. Μου έριξε μια ματιά ενόχλησης και συνέχιζε να αναζητά κάτι με το βλέμμα και αυτό το κάτι θα πρέπει να ήταν ον παράδοξης δυνητικότητος, διότι ο νεαρός επέμενε να το αναζητά πότε στο έδαφος, πότε ψηλότερα. "Ψάχνετε κάτι;", ξαναρώτησα. "Τον θεό", μου απάντησε ο στερημένος λογικής, αλλά ποιός από τους δυό μας τώρα ήταν ο φρενοβλαβής;

Γι'αυτό σου λέω συνεχώς: Είμαστε εγκλωβισμένοι στο τι είναι καλύτερο για τον άλλο..
Γι'αυτό σου λέω, μικρής αξίας είναι..χρειάζομαι μια ακόμη ζωή να τη σπαταλήσω για το τίποτα.
Γι'αυτό επιμένω..χρειάζομαι άλλους τόσους ανθρώπους να παρέλθουν σαν να μην ήρθαν ποτέ, χρειάζομαι άλλες τόσες εμμονές να με αποτρελάνουν, χρειάζομαι άλλη μια ζωή κι όχι το φάρμακο κατά της θνητότητας..άλλωστε έχω κι ένα σύμπαν να σώσω!

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Επειδή...

"Και γιατί τόσο πάθος να κρύβεσαι πίσω από μισές φωτογραφίες; Αυτή η αιματηρή προσπάθεια να γίνετε μισητή..γιατί; Η αγάπη εκείνη για τη δημιουργία απατηλών "πρώτων εντυπώσεων", η αλαζονική ειρωνεία, τα πετσοκομμένα αποσπάσματα, γιατί; Γιατί τόσες λέξεις γεννησίπονες; Τόσος τρόμος, Ελεονώρα, γιατί;"

Εκείνη αναστέναξε βαριά. Ξεκλείδωσε το μικρό ντουλαπάκι στη γωνία κι έβγαλε ένα μικρό τετράγωνο δοχειάκι φαγητού. Το άνοιξε. "Γιατί,γιατί..Γιατί είναι η πούτσα σου μικρή", απάντησε κι μπουκώθηκε με την σκορδαλιά.


(Δεν το περιμένατε, έτσι;)

Black soul choir



Και τώρα πρέπει να χτίσουμε ένα νέο κομμάτι για έναν ή ίσως για δύο.
Αναζητούνται, ως εκ τουτου, στάχτες προς άγραν. Διαβολεμένες ψυχές προς πώλησιν συμφέρουσα. Μιας κι αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος εντεύθεν δεν ήταν παρά η μεγαλύτερη απάτη του αιώνος. Παρά ταύτα, ακόμη και ο στεφηφόρος στο τέλος ανασταίνεται.

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Κάθε

Κι όμως το αντιλαμβάνομαι κάθε πρωί: κάνω μια ζωή που σε τίποτα δεν θυμίζει όσα υπαγόρευαν οι εφηβικές ονειροφαντασίες μου. Ακόμη χειρότερα: κάνω μια ζωή που δεν μου αρέσει.

Το διαισθάνομαι κάθε Παρασκευή βράδυ: οι άνθρωποι γύρω μου κι εγώ δεν έχουμε κανένα απολύτως κοινό. Ίσως μόνο εκείνο το αίσθημα μιας σταθερής ανικανοποίησης, όταν δεν βρίσκεις κάποιον να συνεννοηθείτε επιτέλους.

Κι εκείνη η προδιαγεγραμμένη μοίρα, η πολλά υποσχόμενη πολλάκις αποτέλεσε άλλοθι μοναξίας, αλλά να που σήμερα ανακάλυψες μέσα σου ένα τέρας και καμία μεγαλύτερη απογοήτευση από την συνειδητοποίηση οτι χειρίζεσαι ένα ταλέντο τόσο μα τόσο συνηθισμένο..

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Αναβολές

Πάλευε μέρα με τη μέρα. Θύμιζε αναβολή καιρών που είχαν ήδη περάσει.Θα ήθελε να λυγίσει για λίγα λεπτά τα γόνατα, θα ήθελε να αφεθεί στον θάνατο ή να κομματιαστεί στη σιγή. Κάπου στα μέσα της βραδιάς άρχιζε να ελπίζει ατενίζοντας μέρες δικαιότερες.Κι είναι κρίμα που οι προσευχές ραγίζουν σαν θεοστόλιστα βάζα, απρόσμενα. Και θα είχε εξαφανιστεί, μα τώρα πίστευε πως εκείνη η προσπάθεια-οπού η ήττα δεν λογίζεται για επιλογή- ανήγετο τώρα σε υψίστης σημασίας εντολή. Δεν μπορούσε να χάσει.Δεν μπορούσε να φύγει.Δεν υπήρχε παρά χάος πέρα από εδώ.Γι'αυτό τα κάστρα στον μεσαίωνα χτίζονταν πρόχειρα..γιατί όλα χρειάζεται μια στιγμή να γίνουν στάχτη και να ξαναχτιστούν με μόνο σκοπό τον βέβαιο θάνατό τους.

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

MayB

If the song gives up so quick
echoes come undone in the near-ending
let wailing die before it stops

you said pretty things so real
you insist on believe
but maybe i am a quitter

dreams for dreamers
shit for realists
see i keen on
but maybe i am a laughter

greys on mind
and your memory's so stuck on the walls
i'm living in a world of yours
well maybe i don't wanna go back home
maybe i don't wanna go back home

those ashes deprive us a lot
you tried to explain, i tried to laugh
although rain drops,hon, they never ask
i'd so tried to survive

maybe i am a non-brave

promises are flying like she holds on
i heard her crying on morning
she said they guide her,i swear they don't
so cut your easy pride of
maybe she's just a mental disorder
maybe she's rocking no more


Jester's the fate that offers
unknown remains what tommorow knows
maybe i'll find you inside my closet
with your black venom shirt i adore and some smell of nafthaline
maybe i hear your calling from
or maybe i'm just someone lost in a stranger's dreaming
or maybe i am only a quitter

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Πολύ ταρίφας για να πεθάνει (επεισόδιο 2: σχιστομάτικη κατάρα)

Ήταν Καθαρά Δευτέρα, οπότε ο Σούλης παρέλαβε φρεσκοπλυμένο τον κιτρινιάρη έρωτα της ζωής του από το πλυντήριο αυτοκινήτων, εξ'ού η διάθεση του ήταν κάτι παραπάνω από high, αφού ο προαναφερθέντας Καλύτερος Ταρίφας για το 1957 μπορούσε πλέον να φωνάζει "high στο διάολο" στο φανάρι μέσα από τα αστραφτερά τζάμια της ταριfiat αμαξάρας του. Η συνέχεια, όμως, έμελλε να βγάλει άκυρη ακόμη την κούτα με τα zanax που ο Σούλης συνήθιζε να κουμπώνει τα πρωινά στη δουλειά.

Όπως προείπαμε, ο Σούλαρος δεν υπήρξε πρότυπο ψυχραιμίας, αλλά ένας ρηξικέλευθης φύσεως μαλάκας, ξεχειλισμένος από τσατίλα και διάθεση για άνευ αιτίας μπινελίκι. Ίσως έφταιγε η πίεση της δουλειάς, ίσως και η εν τη γεννέσει ανεβασμένη του πίεση. Μην ξεχνάμε οτι ο Σούλης είχε πίσω του και μια οικογένεια την οποία υπεραγαπούσε σχεδόν όσο και το ταξί του τις Παρασκευές, τις οποίες θεωρούσε αργίες και απέφευγε να τους σπάει στο ξύλο. Βέβαια, δεν είχε και άδικο..δυό δουλείες έκανε για να τους έχει στα ώπα κι εκείνοι τον έγραφαν στα αρχίδια του παππού. Γιατί ξέχασα να σας πω πως τα βράδια που ο Σούλης δεν κατέβαζε ιδεές για απάτες με το ταξίμετρο, κατέβαζε τα παντελόνια του στην πλατεία Μαβίλης για να βγάλει τουλάχιστον τις βενζίνες, όταν έπεφταν αναδουλειές.

Όμως για να μην φλυαρώ και μου καεί το φαγητό, ας μπώ στο ζουμί.
Τρίτη μεσημέρι κι ο Σούλης επιστρέφει στο σπίτι να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και να πιάσει κανένα συζυγικό κώλο, για να επιστρέψει στο καθημερινό του μόχθο, που πλέον είχε μετατραπεί σε πάθος χειρότερο κι από τον τζόγο. "Γυναίκα, τί διάολο θα φάμε γαμώ το μουνί της πάπιας;", ρωτά, "Παρήγγειλα κινέζικο" απάντησε η σύζυγος (αλβανικά:το τσίζυγκο) με μια αδιαφορία που έκανε τον Σούλη έξω φρενών, ειδικά όταν παρατήρησε πως η γυναίκα του τον τάιζε παπάρια σχιστομάτηδων επειδή παρακολουθούσε μια μαλακισμένη σαπουνόπερα στην τηλεόραση και το χειρότερο; Επρόκειτο περί ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΣΑΠΟΥΝΟΠΕΡΑΣ υπό τον τίτλο: "Που Τσου: ο γόης των ζουμπάδων"

Δεν φτάνει που τους έτρωγε στη μάπα στις κούρσες, ήταν τώρα αναγκασμένος να τους βλέπει και στο σπίτι του τους γαμημένους τους Κινέζους. "Εσύ ρε μούλε χοντρέ δεν μιλάς;", ρώτησε πληθωρικός από πατρική στοργή τον γούδακλα υιό του, που όμως είχε χαζέψει με ένα συλλεκτικό ατάρι, αποκύημα της καταραμένης κινέζικης τεχνολογίας.

Ο Σούλης πέταξε το κωλοφαγητό τους από το παράθυρο, τους σκυλόβρισε για να μην αφήσει απωθημένα κι είχε να κοινωνήσει την Κυριακή και χτύπησε την πόρτα πίσω του.

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Όμως οι νύχτες διανύονταν με τη συνοδεία ενός απροσδιόριστου φόβου. Ο ένοικος του διπλανού σπιτιού εξύβριζε φριχτά, περαστικοί τραγουδούσαν ωδές της παροίνιας.Με κυνηγούσαν, παρά τους χρωματιστούς προαναφερθέντες θορύβους που κάνουν τις δεισιδαιμονίες να οργιάζουν, πλάσματα φανταστικά κι αλλόκοτα, όργανα διαβολικά έτοιμα να μου προσφέρουν τους καρπούς δέντρων στιγματισμένων από αμαρτία. Γι'αυτό από παιδί ανανεώνω συνεχώς τον επικήδειο. Ύστερα τσαλακώνω το χαρτί στα τέσσερα ή στα οχτώ, το κρύβω στο αγαπημένο μου βιβλίο, ξεχύνω τα απόκρυφα περάσματα για να μην αφεθούν κλειδωμένα τα μυστικά και έπειτα κλείνομαι στην ντουλάπα και γράφω. Κάποτε ο Α. επέμενε πως φταίει ένας φόβος ανομολόγητος για το γήρας κι εγώ σαρκάζοντας έλεγα "γέρασα πια". Έπειτα ήρθαν μια-μια καλοδεχούμενες οι καταστροφές μέσα στο ποτήρι μου. Ο χρόνος έπαψε να ανακυκλώνεται, η ζωή στάθηκε μια έννοια που έληξε κι οι φόβοι που μου 'δεναν τα βλέφαρα απέτυχαν να διαψευστούν. Κι αυτό το συναίσθημα του πολέμου, όπου όσο κι αν μάχεσαι είσαι αδιάκοπα ηττηθείς, πονούσε μονάχα τα ξημερώματα.

Πολύ ταρίφας για να πεθάνει (επεισόδιο 1: η γνωριμία)

Σενάριο τριών επεισοδίων

Ο Σούλης ήταν γνωστός τσάτσος του ταξιμέτρου. Είχε έναν γίο στην εφηβεία, ολίγον τι στρουμπουλό - εγκλωβισμένο μπόι απαιτούσε να το λέμε η γιαγιά- κολλημένο με την Χριστίνα από τα Αγγλικά, το nitendo και ανάξιο μαλάκα. Είχε επίσης μια κόρη, λίγο πιό νορμάλ, αν και αντιμετώπιζε μια παράξενη εμμονή με την τακτοποίηση της ντουλάπας. Στο τέλος, βέβαια, το μυστήριο της εμμονής επιλύθηκε κι αυτό, όταν ο Σούλης ανακάλυψε ανάμεσα στα μετεφηβικά σουτιέν της κόρης, τον κουνιάδο του, έναν παλιό γείτονα, έξι αγγούρια, δύο φούξια μαστίγια και έναν παππού με κάμερα.

Ο Σούλης, που λες, ήταν καλό παιδί, με μοναδικά ελαττώματα τον οξύθυμο χαρακτήρα και την καλαματιανή καταγωγή του. Δούλευε ταρίφας από 20 χρονών, με ελάχιστα επαγγελματικά διαλείμματα, όπως τότε που τον συνέλαβαν όταν τράκαρε χάνοντας τον έλεγχο του αυτοκινήτου, επειδή είχε μπερδέψει το GPS με το Grand Turismo.

Στην Αθήνα του 2009, έπαιρνε συχνά κούρσες με Κινέζους, που όμως είχαν αποποιηθεί πλέον την ιδιότητα του τουρίστα και είχαν μετατραπεί σε μόνιμους κατοίκους Ελλάδας και δη Αθηνών, πράγμα που έκανε την πορσελάνινη μασέλα του Σούλη να τρίζει από τη σύγχυση εκτοξεύοντας παράλληλα πάσης φύσεως μπινελικολογίες.

Επ; Είσαι η Βίλλυ Μπέλο από το Φέισμπουκ;!

-Αχεμ,ήμουν επίσης η κοπέλα σου στο γυμνάσιο..

Facebook: Φέρνει τους πρώην,τους μαλάκες και τις βλαμμένες διπλανές που θέλουμε να ξεχάσουμε κατευθείαν μέσα στο σπίτι μας.