Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

Ταδε έφη.

Αριστερά και δεξιά στο πρόσωπο,πλάι στα μάτια του,κατά το μήκος που ακολουθεί η θλίψη που δεν ομολογείται,δυό γκρίζα κάγκελα ακουμπούσαν το δέρμα που φίμωνε τις τόσες διηγήσεις.Κάγκελα ροκανισμένα, όχι από τον χρόνο,μιας κι ο καθένας ξέρει πως ο χρόνος δεν υφίσταται εδώ.Κάγκελα ροκανισμένα από τις εξομολογήσεις,από τις ερωτήσεις εκείνες που τρεμοπαίζουν στα χείλη και δεν ειπώνονται.Τα ουρλιαχτά που έσβηναν όσο προχωρούσε ο διάδρομος σαν να μην ακούγονται απόψε. Κάποιος πιο πέρα κρεμάζεται,κι ο Εκείνος ανασαίνει βαθιά.Καθώς η νύχτα πορεύεται οπλισμένη και νεκρή,φαντάστηκε πως στο βάθος έπαιζε μουσική,από αυτές που προτιμούν στις ταινίες,αυτές που αφυπνίζουν μικρά σβησμένα σπίρτα και ξανακολλούν αδέξια τους καθρέφτες.


Μερικές εκατοντάδες μίλια πιο πέρα,ο Οδε μουτρώνει όταν οι βοσκοί του πιάνουν κουβέντα."Ζει ασκητικά",ψιθυρίζουν στα κάτω χωριά κι ο Οδε το νιώθει για μομφή.Τους αγαπάει τους ανθρώπους,μα δεν τους θέλει.Κι ίσως να είναι το ίδιο εκείνο πρόσωπο, ο Όδε, βυθισμένος σε σκέψεις να κάθεται στη καμμένη γη σαν να 'ναι τα φύλλα ακόμη χλωρά."Είναι τρελλός,δεν πήρε μυρωδία τον εμπρησμό και,λένε,μιλάει με τα πουλιά και τα δέντρα" και κάτω από ψέμματα κι ανακρίβειες,γίνεται η ζωή του απλού μύθος παράξενος κι απόδειξη.Ίσως,σου λέω,να 'ναι το ίδιο το πρόσωπο.


Η πόρτα κλείνει βαριά.Ένα ρεύμα πετάει το καπέλο του στο πάτωμα,τα γόνατα λυγίζουν σαν ψεύτικα.Θα κλάψει;Θα γελάσει;Χρόνια στη μαντική. Άλλοτε παραγκωνισμένος και πότε-πότε θεός.Ο τελευταίος αφαιμακτής της ακούσιας φύσης αποχώρησε καλυμένος από τα λόγια κι η πόρτα έκλεισε.Δεν έβρεχε,ο καιρός ήταν γλυκός,ανοιξιάτικος.Ο Τις βρίσκεται στη μέση του στενού δωματίου,με τα γόνατα να σκάβουν το χαλί του ξεθωριασμένου μπορντό,σε υφάσματα ανάμεσα ,βελούδινα κι απόκοσμα.Πέρα από την ίδια του τη φύση,κανενα άλλο σάβανο δεν μπορεί να πάρει κανείς μαζί του.Το μόνο που σε τυλίγει στην άκρη του γκρεμού,λίγο πριν επιλέξεις αν θα πέσεις ή θα πνιγείς,τα δευτερόλεπτα εκείνα της ακινησίας,όπου βρυχώνται οι αποφάσεις σαν θηρία,μόνο η φύση σου σε ακολουθεί.Κι ίσως ούτε αυτή.

Όμως ο Τάδε ξέσπασε σε λυγμούς.Γιατί όσο κενή κι αδιαφανής κι αν φαινόταν η ζωή του,μυριάδες πρόσωπα ανυπόμονα έχαναν την ευκαιρία της προσμονής εξαιτίας εκείνης της δόλιας ανικανότητας των λέξεων να πάρουν τα ινία,να ξεστομηθούν,να σοκάρουν,να λατρευθούν.Κι όταν εκείνος κατέβασε το μοχλό,η καρέκλα δεν έδινε πια χώρο για εξηγήσεις, τα όνειρα κι οι συνειδήσεις πήραν φωτιά με την ευκολία των 1800 βόλτ.

Ο Εκείνος κρίνεται απόψε αθώος.Το πρωί θα είναι και πάλι ελεύθερος.Αστείο,τί σχέση έχει η ελευθερία με το ζήτημα της φυλακής;Ο Εκείνος κρίνεται αθώος,μα όχι επιλήσμων..

Εν μέσω (απόσπασμα)

(..)Η απόφαση ήρθε συντριπτικά και αυτόβουλα,χωρίς να ρωτήσει αν είναι ευπρόσδεκτη ή λογική.Σταθήκαμε εκεί, εν μέσω της συγκυριακής ολότητας, όπου πλήθος συμπτώσεων φανέρωνε την αδυναμία να καθορίσουμε τα πράγματα.Σταθήκαμε λοιπόν μπροστά στο παλιό ξύλινο τραπέζι, όπου ξυπνούσαν τα αίματα και οι αμαρτίες κι απαιτούσαν πια να δώσουμε τα χέρια-έστω διστακτικά.

Κανείς δεν μιλούσε και κυλούσε επιλήσμον το σκηνικό του πολέμου, όπου το ξύλινο τραπέζι μετατράπηκε σε σημαινόμενον κάποιου καταφυγίου και πάνω εκεί αφέθηκαν οι αλήθειες,οι σκέψεις κι όλα εκείνα τα απόκρυφα που χωρίζουν.

Θα περίμενε κανείς να ξεδιαλύνουν τα πράγματα,μα το σούρουπο και το τραπέζι-που είχε πια οικειοποιηθεί ένα σωρό συμβολισμούς και παραλογές- δεν ήρθαν για να σώσουν και να ξεμπερδέψουν,ήρθαν φέρνοντας μονάχα ένα τέλος και μια αρχή,πέρα από τις προαναφερθείσες αμαρτίες,πέρα πολύ κι από τα βογγύοντα αίματα.

Κάποιος πρακτικός συλλογισμός προσπάθησε έπειτα να λογαριάσει τα συμβάντα και τα αμφίβολα σημαινόμενα..Διαβολεμένη τύχη,η συνέντευξη και οι έρευνες,η γκρίνια και τα σημεία,η συναυλία,το εκεί στα χέρια,το εδώ και το τώρα.Μα ποιός να λογαρίασει, όταν εκλείπει η λογική και τα αίτια; Και γιατί να λογαριάσει κανείς,όταν η τύχη δεν ζητάει τη γνώμη μας πουθενά;

Η πόρτα άνοιξε αποφασιστικά,κάποιος άγνωστος στάθηκε για ένα λεπτό νευρικά:" Ε όχι!Όχι πια!Τώρα,πλέον, να καλοδέχεστε το πρόσωπο αυτό,που προσπάθησα να τ'αλλάξω χίλιες δύο φορές για το καλησπέρα σας.Ειδάλλως,κρατήστε τα χέρια κλειστά και τη φιλοξενία των ξένων να σωπάσει,στη πόρτα που δεν θα σπεύδω να την χτυπήσω,παρά μόνο με την όψη αυτή,τη γεμάτη από λάθη και κατορθώματα.Φτύστε ή πάψετε.." κι η φωνή κόπηκε στη μέση,αποκρύβοντας τα επικείμενα λόγια του.Γρύλλισε χωρίς κάποιο νόημα,στεκούμενος στη πόρτα ακόμα,εκείνο το άγνωστο το αρραγές πρόσωπο,που 'ρθε από το πουθενά.

Περίμενε κανείς να γυρίσει και να φύγει,μα όλοι σώπαιναν κι έτσι κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στη πόρτα, ίσως για να 'ναι κοντά στην έξοδο,πιθανότατα κι απο διακριτικότητα,μιας και θεώρησε τη σιωπή τους επιτίμηση.Έμεινε εκεί με το κεφάλι σκυμμένο-αμηχανία! Με ένα χαμόγελο κρυμμένο,που έγινε βαθμηδόν αγυγκράτητο. Γέλασαν οι άλλοι και του έκαναν νεύματα να πάει στο τραπέζι,να καθίσει κοντά,να εναποθέσει κι εκείνος τα θυμοειδή που δεν γνωρίζουν από κρίση και λογική,παρά μόνο από αταξία και προφανή ασυνέχεια.

Κι αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας της ζωής,των συμπτώσεων και του πατέρα πολέμου,ίσως δεν ήταν καν η αρχή,μιας κι ο χειμώνας θα ερχόταν ξανά γοητευτικά βροχερός με νέες αμαρτίες,νεόυς ξεγραμμένους και φρέσκα αίματα..(....)

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Δοκιμιακά ερανίσματα για να σκοτώσετε την ώρα

(...) Κι οι απαντήσεις ήρθαν αργότερα,όταν πια έπαψαν ν'αποτελούν αντικείμενο της αιώνιας αναζήτησης.Το βράδυ έσπασε τον καθρέφτη σε χίλια κομμάτια,μα το ειδεχθές πρόσωπο παρέμεινε εκεί με την όψη του τιμωρού,κι ίσως γι'αυτό το πρωί να ξεχνιούνται τα όνειρα και να ξαναγίνονται οι καθρέφτες, μιας και κάθε μεζούρα στάχτης μένει μόνο για να θυμίζει πως υπήρξε φωτιά (και πιθανότατα για να στιγματίζει τα πρόσωπα). Κι από τα αποκαίδια πότε ξανάγινε φωτιά;Ποτέ φωτιά-μόνο παραδείγματα!Μα το βράδυ πριν τον κατακλυσμό,ίσως να 'ταν κι η καταιγίδα που τον σεληνίασε,ίσως κι αυτό το λιωμένο κερί που 'φερε πίσω αναμνήσεις και δαιμόνια,που τον έκαναν να βάλει τα χέρια μέσ τον θρυμματισμένο καθρέφτη να βρει το πρόσωπο.Διότι εκείνη τη νύχτα έιχε πάρει μια ιερή απόφαση,θέτοντας στον εαυτό του έναν όρο πολεμικό: θα έγραφε ή θα πέθαινε..Και καθώς έφερνε το ταξίδι στους ώμους του,κάπου ανάμεσα στη λάμπα και το χαρτί,βρέθηκε αντιμέτωπος με μια απρόσμενη ανακάλυψη-κι εγώ,ήρεμος παρατηρητής των πάντων,κοιτάζωντας ξεδιάντροπα από τα ξένα παράθυρα,μπορώ να σου πω μετά βεβαιότητος πως ετούτη η ζαλάδα του δεν ήταν ναυτία ή ο χλευασμός του αλκοόλ,ήταν απάντηση."Δεν είναι οι απάντησεις,μα τα αινίγματα το απώτερο αντικείμενο ερεύνης,οι ίδιες αυτές ερωτήσεις", έγραψε πάνω στο τραπέζι-όχι στο χαρτί.Χρόνια μετά,κάποιος μαθητής σκυμμένος πάνω από τα λόγια του σκοτωμένου πια από την έλλειψη του νοήματος,εφήυρε την ψυχανάλυση που έκανε πια άπειρους τους σπασμένους καθρέφτες.Κι όταν η τύχη τον έφερε προς απολογίαν,τοποθέτησε κάθε αιτίαση σε εκείνο το χαραγμένο τραπέζι-κι οι νύξεις του δεν άφησαν ήσυχη ούτε την καταιγίδα-μιας και οι μεγάλες ιδέες μπορούν να φορτώσουν την ευθύνη τους μόνο σε γενναίους κι ερασθανάτους.Και δεν ήταν λίγοι οι πολεμιστές της Ιστορίας που χώθηκαν στα πηγάδια ως να περάσει η αναταραχή.Και δεν ήταν ήκιστα τα μετάλλια και τα χρυσά κλειδία πόλεων που αποδόθηκαν εν τέλει στους δειλούς.(...)

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Ημερολογιακά και αόριστα και ψευδή

Είναι ένα από εκείνα τα μαύρα βράδια,που περιμένεις να βρέξει,η ανάσα της γής τυλίγει τους άστεγους,τους μεθυσμένους και τους νεκρούς με τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος,κι η μυρωδία έχει τη δύναμη να αφηνιάζει τους τρελλούς και να κλείνει τους στοχαστές στις ντουλάπες.


Τις νύχτες με αυτή την όψη,ανακαλείται στην μνήμη μου-που με προδίδει ανέκαθεν και έχει την τάση να εκδικείται-η εικόνα των σταθμών ξημερώματα μέσα από το παράθυρο του τρένου.Αμφιβάλλω αν υπήρξε πιο μυστικιστική εικόνα.Κι έτσι μένω στο μπαλκόνι,άλλοτε με κρασί,πότε με λίγο ελληνικό καφέ να μου θυμίζει τον παππού, και περιμένω μια υποτιθέμενη επιστροφή,μια επίσκεψη απρόσμενη προσώπων επιβιωσαντων από σβησμένα μπλόγκς και απόπειρες της λήθης.Το πρωί δεν θυμάμαι να γραντζούνισε κανείς τον τοίχο πέρα από τα φαντάσματα.


Ίσως η μυθοπλασία που διέπει τις νύχτες με τη μυρωδιά της βροχής και την υγρασία να ευθύνεται για τα ρημαγμένα μου συρτάρια,για ξεθαμμένα γράμματα που τελικά δεν επιχειρώ να ξαναδιαβάσω.Πού ξανακούστηκε τέτοια βεβήλωσις διατυπώσεων που δεν αντιπροσώπευσαν τίποτε παραπάνω από την ίδια την στιγμή κατά την οποία συντάχθηκαν;!
Αυτά τα βράδια,κρυφοκοιτάς τα πεζοδρόμια,αναμένοντας το ξεμύτισμα απίστευτων πλασμάτων.Στο τέλος η νύχτα σε έχει κοροιδέψει ξανά,τίποτα δεν φάνηκε.Ούτε οι ταξιδιώτες,ούτε τα παραλελυθότα πρόσωπα,ούτε εχθροί.


Η μέρα θα είναι άλλη μια.Η ανάρτηση θα είναι και πάλι αόριστη,τα ψέμματα δεν θα 'ναι διόλου πρωτότυπα και οι αναμνήσεις δεν θα φέρουν πίσω τίποτα απολύτως.Πάλι καλά να λες..

Ζητείται ελπίς(workin on it)

Τα βράδια του καλοκαιριού αξίζουν μόνο επειδή το κέντρο αδειάζει.Είναι μέρες τώρα που ο Λ. στριφογυρίζει στο μυαλό μου.Όμως μόνο στην ακινησία του κέντρου μπόρεσα πια να μαντέψω το πρόσωπό του..Τα δάχτυλα μύριζαν καπνό και τα πόδια του χτυπούσαν,θυμάμαι,νευρικά. Έτσι υπέθεσα πως είχε κάποιο ραντεβού.Καθόταν στο παγκάκι απέναντι από το παλιό σινεμά και κοιτούσε μια άδεια βιτρίνα,γεμάτος αδιευκρίνιστα ερωτήματα.Στα χέρια του έπαιζε ένα αναπτήρα,πότε ανάβοντας,πότε σβήνοντας..όπως οι απαντήσεις.Κι εκείνο το απόγευμα δεν έμοιαζε με τον συνήθη είρωνα,τον μίζερο παντογνώστη,ζώντα κάτοικο των νησιών των μακάρων..Περίμενα να φανεί κάποιο πρόσωπο,εκείνο το πρόσωπο για το οποίο έμοιαζε να αδημονεί και να στριφογυρίζει.Ίσως ακόμη να επρόκειτο για κάποια μυστική συμφωνία παράνομων τινών ή για συνάντηση φύσεως αιρετικής.


Ξαφνικά σηκώθηκε,πέρασε από τον παλιό σταθμό των τραίνων ώσπου έφθασε στο πάρκο.Τότε μου ήρθε στο μυαλό σαν μεταφυσικό κι ανεξήγητο εκείνο το τραγούδι του Αγγελάκα.."Ο χαμένος τα παίρνει όλα"..Mελωδία μίζερη,με νότες που χτυπούν στην μνήμη νευρωτικά.Και δεν υπάρχει δρόμος για να γυρίσεις παρά μόνο χαλάσματα.Και δεν υπάρχει ούτε τώρα μα ούτε και πριν.Από αυτές τις στιγμές που αναδιπλώνεται μπροστά σου η ματαιότητα όλη του κόσμου και της ύπαρξης, σε χρόνια όπου προσπάθησες να καθορίσεις όσα θα παραμείνουν άγνωστα και εκπαιδεύτηκες να αγαπάς και να μισείς με έναν τρόπο και χόρτασες και στάθηκες ικανοποιημένος και υπερήφανος.Ώσπου ένα τραγούδι ενός μεθυσμένου,που δεν σημαίνει τίποτα, να σου θυμίσει τα τη συνειδησει απωθημένα και οικτρά.Πφφφ..δεν ήταν παρά ένας τύπος νευρικός σε ένα παγκάκι,πιθανόν ερωτευμένος ή αλλόκοτος,ίσως με μυστικά από αυτά που δεν ξεφεύγουν του τέλους.Τί τελικά μας δίνει τις ερωτήσεις δεν θα μάθω ποτέ,κι αν είμαι ο παίχτης ή η τράπουλα...

"Και εγώ δεν έχω άλλο όπλο,παρά να λέω ψεύτικες ιστορίες και να τις πιστεύω" (Τ.Λειβαδίτης)

Στα χέρια του έπαιζε έναν αναπτήρα..

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Στα αγγλικά χώματα ψιχαλίζει,όπως πάντα

Το 1891 ο Λέοναρντ Μιστ βρέθηκε μπροστά σ'ένα μνήμα χωρίς λουλούδια, χωρίς κεριά και χωρίς τις συνήθεις πονεμένες ρητορείες των μυρίων αναπάντητων γιατί. Στην Αγγλία του 19ου αιώνα συνηθιζόταν το ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων μικρού βεληνεκούς στους χώρους των νεκροταφείων με βασική τους θεματολογία τη μεταθανάτια απονομή δικαιοσύνης,την Κόλαση και τον Παράδεισο. "Να είστε καλοί χριστιανοί και θα πάτε στον Παράδεισο" κραύγαζαν τα ηθικά διδάγματα, "να είστε,να είστε,να είστε" επέμενε ανέκαθεν το δογματικό κατεστημένο, επιβεβλημένο από τον παπά,από τον δήμαρχο και τον φούρναρη.


Ο Λέοναρντ Μίστ βρέθηκε μπροστά στο γκριζωπό από τη φυσική διάβρωση και τους ανθρώπινους αφορισμούς μνήμα και κάπου έσπευδε να μιλήσει, έπαιρνε μια βαθιά αναπνοή, φούσκωνε τον θώρακα με σοφίσματα και εξυπνακίστικα αποφθέγματα, μα ο νεκρός δεν άκουγε κι ο Λέοναρντ δεν μιλούσε. Ψιχάλιζε, όπως πάντα στα αγγλικά χώματα, ο νεοκόρος απέδιδε τιμές και σεβασμό ανάμεσα στους μουγκούς διαδρόμους του πρώτου νεκροταφείου των μεγάλων προσωπικοτήτων. Οι θαυμαστές των νεκρών πρωτοπόρων έφερναν μαζί τους μερικά αρωματισμένα χαρτιά με ποιήματα αφιερωμένα στα είδωλα της φορμόλης και της φυσικής αποσύνθεσης. Οι γυναίκες έφερναν φρέσκα λουλούδια και ξύδι να ασπρίσουν τα μάρμαρα. Οι ψιχάλες συγκρατούσαν την συνήθη ακίνητη ροή που συναντάται στα νεκροταφεία. Κάποιοι φανέρωναν τα υγρά τους μάγουλα πίσω από τα μαντήλια που κουβαλούσαν στο πέτο τους.


Μια μέρα του 1891 ψιχάλιζε. Οι φοιτητές έφερναν μαζί τους βιβλία και σημειωματάρια εκμυστηρευόμενοι στους νεκρούς πρωτοστάτες τις ιδέες για επανάσταση. Το απόγευμα μύριζε φρέσκο ψωμί από τον γειτονικό φούρνο. Το καφενείο δίπλα παρέμεινε σχεδόν άδειο, με μερικούς ξεχασμένους γεμάτους άλγος από την επιθυμία τους για τον νόστο-ναι! μερικούς κουρασμένους νοσταλγούς. Όμως ο Λέοναρντ Μίστ στάθηκε για ώρα μπροστά από ένα μνήμα που το 'χε φθείρει λίγο η παλιά φωτιά και προσπαθούσε να μιλήσει. Ο Λέοναρντ Μιστ δεν κατάφερε να βρει τα λόγια.Έφτυσε αυθόρμητα το χώμα και έκανε να φύγει.


"'Εφυγε ξαφνικά;" ρώτησε ο νεοκόρος, "Έφυγε γρήγορα κι επώδυνα,όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις,θα 'πρεπε να το ξέρει ο δήθεν σοφός,αυτό το πράγμα μόνο έτσι ξέρει να σκοτωνεί" απρόθυμα κι έκδηλα ενοχλημένος ο Λέοναρντ έριξε μια ματιά πίσω."Μα τί; Τί ήταν που τον σκότωσε, όπως λέτε,γρήγορα κι επώδυνα;Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν,ο λαός το ξέρει πως το γρήγορα είναι σίγουρα λύτρωση" κι η αντίδραση ήταν σχεδόν απόλυτη, ο νεοκόρος τον κοίταξε σαν ασεβές παιδόπουλο μηδαμινών αξιών."Τί ήταν; Μα τί άλλο;Η αλαζονεία του!",έφυγε με ρυθμικό βήμα,ανομολόγητα χαρούμενο από το ξεστόμισμα αυτό το βλάσφημο.


Κάπου μέσα στο μυαλό του γέλασε ρηχά,ασυγκράτητα..

Ο Λέοναρντ Μιστ ένα απόγευμα του 1891 που ψιχάλιζε ως συνήθως στα αγγλικά χώματα στάθηκε μπροστά σε ένα μνήμα ταλαιπωρημένο του πρώτου νεκροταφείου των νόμπελ και των εξεχουσών προσωπικοτήτων.Ο Λέοναρντ Μίστ έφτυσε στο έδαφος.Δεν εξέδωσε ποτέ τα δικά του βιβλία.Συνήθως έσκιζε τα γραπτά από αμφιβολία ή σιγουριά.Δεν μας απάντησε ποτέ.Ο Λέοναρντ Μιστ έκανε να φύγει.Κάπου βλασφήμησε παραφουσκωμένος από αμφισβήτηση και διαύγεια.Το βήμα του έγινε ζωηρό.Ο Λέοναρντ Μιστ έφτυσε στο έδαφος.

Ο Λέοναρντ Μιστ είναι ένας άνθρωπος που απελευθερώθηκε.

Δεν σώθηκε ποτέ.

Κι άλλωστε γιατί να θέλει κανείς να σωθεί;

Καλή σας μέρα =)

"A dreamer is one who can only find his way in the moonlight ..
...and his punishment is that he sees the dawn before the rest of the world"..