Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Le misanthrope


[...]"Όταν αποφάσισα πια να γίνω παντελώς γαϊδούρα ήταν ήδη πολύ αργά για το "παντελώς". Συν τοις άλλοις, το δραματικό μου ταλέντο με είχε εγκαταλείψει δια παντός και -τώρα που το σκέφτομαι- μαζί του αποχώρησε το τελευταίο δείγμα υπομονής που με μεγάλη επιμέλεια είχα φροντίσει να σφαλίσω στην ντουλάπα. Φυσικά, η υπομονή και ο Παλαιοκώστας βρίσκουν πάντα τον τρόπο.
Κάπως έτσι, η Πανδώρα έβγαλε για ακόμη μια φορά το πώμα και κρυφοκοίταξε στον πάτο του πυθαριού. Too late, η Πανδώρα έχασε την Ελπίδα μέσα από τα χέρια της κι εγώ πήρα τα αρχίδια της.
(για την Ελπίδα άκουσα πως εθεάθη σε γνωστό ριάλιτι σόου του Ant1)
Μέσα σ' όλα, το αγόρι μου είχε καταληφθεί από μια βαρβάτη εμμονή μίσους ενάντια στο ΔΝΤ που δεν τον άφηνε να κλέισει μάτι. Ξημερώματα σηκωνόταν κι έτρεχε στις λαϊκές αγορές με την ελπίδα να συναντήσει κάποιον ανταποκριτή του Αυτιά και να του βάλει το αγγούρι στον κώλο. Ήταν δυο χρόνια πρωτύτερα, όταν αγόρασε το βιβλίο του γνωστού δημοσιοκάφρου ονόματι "Τα όσα θα προσφέρει το ασφαλιστικό στα έξοδα κηδεία σας". Τώρα δεν υπήρχε καν ασφαλιστικό ζήτημα. Μάλιστα, όταν κάποτε ο σύντροφος του ταψιού και της ζωής μου αποφάσισε να στείλει ανοιχτή επιστολή στον γνωστό για τα ωτικά του πτερύγια κύριο, εκείνος ανταπάντησε: "Δεν σας είχα πει ότι θα λυθεί το ζήτημα της Ασφάλισης; Ε λύθηκε! Για την ακρίβεια: καταλύθηκε!".
Όπως και να 'χει, όλη αυτή η ιστορία μας είχε ταράξει όλους όσους τρέχαμε βραδιάτικα να μαζέψουμε τον Μήτσο από τα παραρτήματα του Ερυθρού Σταυρού, τον οποίο ο Μητσουλέιτορ θεωρούσε υπεύθυνο της κρίσης για λόγους που θα εξηγήσουμε μετά το επόμενο μπουκάλι ούζο. "

Γιαγιά: "Έλα τώρα καμάρι μου, κοιμήσου. Θα συνεχίσουμε αύριο αυτό το παραμύθι"
Εγγονή: "Εντάξει γιαγιά... αλλά τί είναι αυτός ο θόρυβος".
Γιαγιά: "Τα δόντια του παππού τρίζουν ακόμη και μέσα από το βαζάκι"
Εγγονή: "Ό,τι μικρομάθεις, δεν το γεροντοαφήνεις... έτσι δεν είναι γιαγιά ;"
Γιαγιά: "Άη γαμήσου."

Επιστολές του Δ.Στ.



Κάθε φορά συνέβαινε κάτι το απίστευτο: για 'σένα αψηφούσα κάθε κίνδυνο. Περνούσα θάλασσες, πηδούσα ουρανούς, αστέρια γκρέμιζα, νικούσα τέρατα. Αιώνια πάλη ανάμεσα στο απτό και το ακατόρθωτο.

Έκλεινα τα μάτια και τα χέρια έγραφαν από μόνα τους μακρόσυρτες ερωτικές επιστολές, που φρόντιζα πάντα να στέλνω με χωλά περιστέρια. Κάπως έτσι γλίτωσα εφάπαξ απ'τα δεινά της έκθεσης.

"Να πετάς έστω και με ένα φτερό", ονειρευόμουν πως με συμβούλευε η μάνα μου. Ύστερα, το 'πιανε και με μια κίνηση μου το ἐσπαγε. Κι έπρεπε τώρα εγώ να πετάξω με το τίποτα.

Ταξίδευα, λοιπόν, μονάχος και πεζός απάνω σ'έναν δρόμο τρομακτικά επίπεδο και λείο κι έλεγα "θέε μου, στείλε μου λόφους να τους περάσω". Κι έλεγα "θέε μου" γιατί φοβόμουν πως δεν ακούει κανείς.

Μια μέρα το όπιο τέλειωσε.

Δεν το γνωρίζεις, μα μέσα μου πέρασα από ουρανούς και χθόνιους. Για 'σενα μίλησα με αγρίμια. Συ κοιμάσαι μειδιάζοντας στην γαλήνη του γνώριμου κρεβατιού. Πάντοτε επικίνδυνα όμορφη.

Στεκόμουν έτσι συχνά έρμαιο μιας γοητείας ενδότερης, για την οποία κατά τύχη βρέθηκα να κατέχω τα κατάλληλα γυαλιά. Και σε ζητούσα και σε φλέρταρα.

Κάπου-κάπου εκλιπαρούσα, όπως τότε στην αποθήκη.

Δεν το γνωρίζεις, ωστόσο μειδιάζεις στον ύπνο ανταπαντώντας στο όνειρο.

Μη μου τρομάζεις. Δεν διεκδικώ παρά τον ήχο της ανάσας που κρύβεται και τροφοδοτεί το αμυδρό σου χαμόγελο. Μένω εδώ σαν του Νερούδα το άθικτο ξύλο.

Πάντα.

Δ.Στ.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

εποχές..

Δεν ήταν αλαζονεία,
                          ήταν ερώτηση.
Δεν ήταν εγωπάθεια, δεν ήταν νους,
                                  ήταν αλλόφρον βίωμα.

Ήλιος με δόντια στις αρχές της Άνοιξης.
                                    Πάντα στις αρχές της Άνοιξης.

Ευδαιμονία



Η ευδαιμονία.
Φοβόμουν να πετάξω τα παλιά κλειδιά στο συρτάρι. Πολύ περισσότερο: αντιμετώπιζα με τρόμο το ενδεχόμενο της λησμονιάς. Έτσι, κρατούσα για μήνες δύο μπρελόκ στη τσάντα. Παρόν και παρελθόν σε μόνιμη ασυμφωνία. Φοβόμουν. Όσοι έχουν κάνει το βήμα προς τα έξω μπορούν να το καταλάβουν. Όλα αλλάζουν στο πέρασμα της κάθε ημέρας. Τα τσίγαρα αλληλοδιαδέχονται στα δάχτυλα. Το αλκοόλ αντικαθίσταται από μια νοητή πληγή που ξύνεται μοναχή της κάθε απόγευμα. Ξέρεις, τις ώρες που οι μνήμες αφυπνίζονται φυσικά και αυθόρμητα. Ώσπου μια μέρα γεννάται μια τόση δα ευδαιμονία που ολοένα αυξάνεται. Για λίγες στιγμές γίνεται έκσταση. Έπειτα σβήνει. Μελαγχολία. Βέβαια, το γρανάζι του χρόνου δεν επιτρέπει καμία βολή κι η κατάθλιψη γίνεται πάλι μειδίαμα.
Κάπως έτσι, καταιονιζόμουν από έναν κουβά γεμάτο ημιπνευματικότητα και χρησιμοποιώ το πρόθημα του μισού γιατί ετούτο εδώ το παράδοξο δεν περιείχε μονάχα γνώση. Το αντίθετο, ξεχείλιζε από μυριάδες κολασμένα τινά, όπως πάθος, έκσταση, ενσυναίσθηση, αντιδράσεις, εκδίκηση, αλαζονεία, ανεπιφύλαξη, λαβωματιές με ουλές που δεν κρύβονται καλά από τα ψηλά κασκόλ. Ένας κουβάς γεμάτος ενοχή, απόγνωση και θολούρα. Πάντως, ο κουβάς έγερνε πάνω από το κεφάλι μου πάντα την κρίσιμη στιγμή, την ύστατη ώρα σας ταχυδρόμος των δαιμόνων. Χείλη που στάζουν από έλλειψη.
Όσοι έχουν κάνουν το βήμα προς τα έξω μπορούν να καταλάβουν. Το βήμα προς τα έξω που είναι πιο πολύ προς τα μέσα. Επικοινωνιακή εσωστρέφεια. Κενά και χάσματα αδιαπέραστα. Ο κουβάς πάντα με έσωζε το τελευταίο λεπτό.

Κι απόψε τον περιμένω.

Τί ήταν για μένα η ποίηση; Ο περίπατος του αναπήρου πάνω στη θάλασσα, ό,τι απέμεινε δικό μου στο κουτί της Πανδώρας, αιώνια απορία και φάρμακο.

Γι'αυτό απόψε την περιμένω.

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Όμως ο κόσμος

Όμως ο κόσμος χλώμιαζε κι εγώ εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω.
Ἐξω χίονιζε κι εμείς δεν είχαμε κουβέρτα. Αγκαλιαζόμασταν, λοιπόν, σε μια προσπάθεια να παρακάμψουμε τα σώματά μας που ακόμη εμπόδιζαν το σφίξιμο των μπράτσων.
Επιπλέον, συνέχισε να χιονίζει κι έτσι δεν είχε αστέρια. Μπορέσαμε, το λοιπόν, να σταθούμε μόνοι χωρίς μικρούς πρίγκηπες και φώτα και κάρτες και ευχές. Το μάθαμε από την τηλεόραση: ήταν Χριστούγεννα. Απάθεια. Τα είχαμε όλα:
τις αφορμές
   τα χέρια
 τα σώματα
Πες μου απόψε, μίλα μου. Τί 'γιναν τα οράματα του κόσμου, τα χαλάσματα, οι φόβοι;
Πού πήγε ο έρωτας και αποχρωματίστηκε; Πες μου, γιατί δεν πετούν πια τα πουλιά;
Πέτερ, ο κόσμος χλώμιασε κι εγώ
εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τίποτα....

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Επανάσταση



Ρωτούν επιμόνως για την φύση της,
καταραμένοι από την μοίρα που δεν θα νιώσουν ποτέ
τούτο το ρίγος της σωστής απόφασης.
Ρωτούν συνεχώς για την φύση της,
μα δεν κοντοστέκονται ποτέ ν'αφουγκραστούν.
Έτσι τα λόγια ρέουν σε αδιέξοδα,
φουσκώνουν,
φουσκώνουν ο νους και τα οράματα
μες στα λακκάκια, σε υπονόμους, σε σάπια μυαλά φουσκώνουν
θα ξεχυθούν.
Ρωτούν για την φύση της.
Ένα τσιγάρο που τελείωνει πάντα με ακρίβεια την ώρα εκείνη της δικαίωσης,
τη στιγμή της συγχώρεσης η απολογία,
φεγγάρι χλωμό πάνω από το κεφάλι του "φτιαγμένου"
Εκείνη ήταν η φύση της

Παλιά την 'λεγάν "ἐκσταση"

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

βλέπω

Στο τέλος του δρόμου κοντοσταθήκαμε. Είπε: "Τί βλέπεις;", "Μέλλον",ομολόγησα.

Φυσικά κάπου εκεί ο δρόμος έμοιαζε να τελειώνει, καθώς θέριευαν οι φλόγες στο κατόπι μας και το μονοπάτι δεν είχε συνέχεια.

Σώπασε για μια στιγμή έπειτα ξαναρώτησε: "Λοιπόν, τί βλέπεις;". Τότε χαμογέλασα.

 Δεν ξέρω πως φτάσαμε, πάντως υπάρχει μια βάρκα στην άλλη άκρη του σκοινιού.
Αν μπορείς να δεις παραπέρα, πάντα υπάρχει μια βάρκα που αντικρύζεται μονάχα μετά την απόβαση.

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

κι αυτός

Κι αυτός που τίποτε δεν κατείχε, δεν είχε τίποτα να χάσει. Γι'αυτό ωφελεί να παραμένεις φτωχός. Μονάχα κρατούσε ένα ξύλινο προσωπείο κι απέφευγε τα γυάλινα, γιατί ήταν εύθραστα. Στην αρχή τα κρατούσε ενώπιον των λίγων, των στενόμυαλων, των μαλθακών του νου, των δειλών. Έπειτα πήραν τη μόνιμη θέση τους στο πρόσωπό του κι έμειναν. Στη γωνία του δωματίου η παγωμένη ανάσα ζεσταίνεται απ' τις σκέψεις. Από την άλλη ο νους νεκρός. Λες "τί να τα θέλω εκείνα τα απογεύματα; για ποιόν οργώνω τη σκέψη, για ποιόν το ρολόι, για ποιόν τα κλειδιά;". Παραδίδεσαι στον ύπνο, ο μόνος εύκαιρος, αρχικά, τελικά.

ή όπως θα έλεγε ο Σεφέρης :
" σιωπές αγαπημένες της σελήνης "

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

εργαλεία αντιποιητικά



Μια φορά ακόμη, Γκάμπριελ,
δώσε μου μια ελπίδα μέλλοντος
πιάσμενη στα βλέφαρά σου καθώς κοιτάζεις
ένα κορμί στερεμένο κι ανίσχυρο
απέναντί σου και από μέσα σου
στο αντίκρυσμα ενός χαμένου ληστή που σέρνεται
ανάμεσα στο παρόν, αφελής ακροβάτης
στις τεντωμένες φιλοδοξίες επάνω,
έτοιμες να κοπούν δια παντός
στην ανάγκη, Γκάμπριελ
στης ανάγκης το όνομα δώσε μου
ένα μικρό χάλκινο εργαλείο κι ένα ελάχιστο κομμάτι απ'τη καρδιά σου
σαν ευκαιρία να σκάψω τρύπες να κρυφτώ κάπου στα σχέδια σου.
Γκάμπριελ, οι κολάσεις δεν ήταν παρά αιχμηρό παιχνίδι
στα χέρια μου, παιδικά, κι είτε κόπηκα
είμαι εδώ καθισμένη και περιμένω να μαντέψεις
την ώρα και το μέρος
να περάσουμε μέσα από τη μπόρα μοιραζόμενοι την ομπρέλα και τη ζωή
Γκάμπριελ, η κιθάρα σου παραμένει αμείλικτη και ξεκάθαρα σιωπηλή
Έλεγε τούτα και χόρευε με φρένα σαλεμένα
στην ερωτευμένη μανία της σαν χάριζε λόγια και υποσχέσεις
των λαβωμένων τα όνειρα αρκούνται σε υποθέσεις

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

And then I see a darkness



Το σπίτι του ήταν εκεί όπου μια άκρη χλωρή υφίσταται,
ένα κομμάτι γης δροσερής που να χωράει τις αναμνήσεις του.

 Σπίτι του ήταν ο τόπος όπου μπορούσαν να συναντηθούν τα πνεύματα
 μ' εκείνον μόνο του, γυμνό κι εκτεθειμένο

 Εκείνο ήταν το σπίτι του...

 Σπίτι ήταν το μέρος όπου ησύχαζαν οι δαίμονες χορεύοντας
και στην ντουλάπα υπήρχε ένα μικρό ραφάκι για όνειρα

 Οι τοίχοι τον στρίμωχναν προστατευτικά
 μαλάκωναν τον πόνο του με μια τρυφερή σκοτεινότητα
κι εκείνος δεν ήξερε γιατί πάντοτε τον ακολουθούσε η αίσθηση της θλίψης
και που ήταν το κομμάτι που όφειλε να σημάνει την ολοκλήρωση

 Τα έβλεπε όλα όσα μπορούσαν να τον σώσουν
μια μέρα ή μια νύχτα
 από το σκοτάδι, από τη σκιά κι από την έλλειψη πατρίδας και στέγης
 μα ήταν άπιαστα και ξέφευγαν
 20 χρόνια τώρα, ίσως και πιο πολύ

Σπίτι του ήταν εκεί όπου οι ανάσες χωρούν
πλάι σε άδεια χαρτονομίσματα και συμβόλαια
μέσα σε υποσχέσεις αφοσίωσης

 Σπίτι του ήταν η έμπνευση
 και η ξεραμένη σκουριά κάτω από τη βάση της γλάστρας
δίπλα στην εξώπορτα

 Σπίτι του ήταν μια παράγκα με μόνη προίκα την ανοχή του ενοίκου,
ένα καλύβι με λευκές κάσες και δέντρα απανθρακωμένα στο ξύλινο πάτωμα

 Σπίτι του ήταν εκεί...

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Περίσσια..

Σιωπές αμέτρητες τις ώρες που πληγώνουν. Βήματα αμέτρητα πάντα έξω από την πόρτα.
Τις ουσιώδεις στιγμές τα λόγια περισσεύουν. Χάσαμε την επικοινωνία. Χάσαμε τον θάνατο. Χάσαμε την αιωνιότητα κάπου μέσα στο δίχτυ της επανάληψης. Όλα τούτα εύχομαι να τα 'χα κάποτε πει χωρίς λόγια. Οι λέξεις αποβαίνουν πάντοτε στενές σαν κορσές που δεν αφήνει τις αναπνοές. Ο εξαγνισμός της βροχής χάθηκε. Χτυπάει βουβά τώρα στα πεζοδρόμια. Χτυπάει βουβά τώρα στις σκληρές πόρτες. Γερνάω. Με σαπίζει ο χρόνος και μαλακώνω. Λέω "Καλημέρα" και φοβάμαι την ημέρα που θα λείψει. Λέω θα φύγω και φοβάμαι κάποιον τυφώνα που θα σπεύσει στο διάβα μου να καταπιεί τις αναμνήσεις. Γερνάω. Μεγαλώνω και ρίχνω τα μάτια μου, μεγαλώνω και σωπαίνω με λέξεις περιττές. Γερνάω και κολακεύω. Γερνάω και αφήνω.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Με προσοχή στο βάδειν



Ψηλή, υπερήφανη,
Άγνωστη, λαμπρή κι ένδοξη,
βέβαιη, ηγετική
Ανάσα γρήγορη βουβή
Άγγιξα ένα μικρό λουλούδι με την άκρη των δαχτύλων μου
χωρίς να το ρημάξω
άγγιξα ενα σύννεφο
χωρίς να προσπέφτω από επιθυμία
για κάτι πιο απτό
Κάπως έτσι άγγιξα τη θέωση
για μια νύχτα μόνο.
Γινόμαστε όλοι μια στιγμή θεοί
για μια νύχτα μόνο, για μια φορά.
Έπειτα λείπουν οι δόξες και τ' αναθήματα
κι ο ύπνος ξοδεύεται στην ανάμνηση.
Άγγιξα, όμως, κι έφτασα.

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

a promise

Μου ζητήθηκε ένα κομμάτι χαρτί
κι αν τα κρυφά μηνύματα
για χρόνια τα κρατούσα, γραμμένα με λεμόνι
ξημερώματα πνιγμένα στη σιωπή

Έπειτα φάνηκε ο παραλήπτης
των μύριων όσων εσώτερων εντολών
κι ύστερα φάνηκαν τα χέρια
τα χιλιοειπωμένα στα λόγια και στον νου

Γιατί η αίσθησή σου υπήρξε αιώνια παντού

Τώρα οι ήσυχες ώρες καλύπτονται
από την σχεδόν αθόρυβη σου ανάσα  

που όμως αρκεί για την πλήρωση
νόστων που ανέμενα έως ότου να σε βρώ

Σε τελική ανάλυση, ιδιοτελή τα κίνητρα
προσωπικές οι αιτίες και τα όνειρα
προκύπτουν από την ταύτιση
του εαυτού και αισθήματος κι από τη μυρωδία σου


Έρωτος ποιήματα, λοιπόν, είν' τα αιτήματά σου

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Παρνασσισμός

Τους μικρούς θεούς των εντυπώσεων
μακράν ξέχασε να αποφεύγει
Τη λαχτάρα του νου τροφοδότησε
μ'αποφάγια και πάμφθηνη βρώμη

Η ομορφιά των περιττών όλο στόμφο δηλώσεων
κάποτε ξεθωριάζει και φεύγει
Στους μικρούς δικαστές λογοδότησε
μα ο διχασμός τις αξίες ιδρώνει

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Your autograph is worthless, so don't send me letters





Ἀνέβηκα γρήγορα τὰ σκαλοπάτια παρὰ τις τρικλοποδιὲς καὶ τὰ σπασίματα
καὶ τὸν σπασμένο σωλήνα ποῦ ἒσταζε πάνω στὰ παπούτσιά μου
Ἀνέβηκα γρήγορα να σε κατηγορήσω
κι η έκδίκηση ἢταν ἡ πρόοδος

Κάπου στὸ χῶμα, γεμάτο οἰκείες μυρωδιές,
άπὸ έκεὶ που κατάγονται
τὰ παιδιά ξέθαβαν χαλίκια καὶ τα 'βαζαν στο στόμα τους
για να σε τρομάξουν
μα εσύ δεν καταλάβαινες τις αιτίες
κι άπαντοῦσες με χίλιες δυο τιμωρίες
δεν ἒβλεπες κι ὃμως δεν εἶχε συννεφιά

Στις πικρὲς αἰτιάσεις, ἀπόπειρες χαμόγελων
χέρια που στην οὐσία τους παρέμειναν ἀνέγγιχτα ἀπ'τα πρέπει
τῶρα ὁ δρόμος ξεμακραίνει
ἢταν πολλές οἱ νύχτες στερημένες ἀπό ὓπνο κι ἀπό ἀνάσα
ἢταν πολλὰ τα δάκρυα

Ἒπειτα έβρεξε
κι ὃλα ξεβράζονται μια ὧρα ἀκατάλληλη μοιραῖα
κι ὃλα γεννιῶνται για να σκοτώσουν
τὀ παραδέχομαι: μακάριοι οἱ ἀβλαβείς

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Ίσως περισσότερα...


..Περισσότερες από δέκα χιλιάδες σκιάχτρων
κοιτούσαν τον κόσμο με το μοναδικό και συνάμα θολωμένο μάτι τους
κι η τιμωρία τους ήταν η συντονισμένη πτώση του διακόπτη
κάθε που κόντευαν ν' αγγίξουν
ένα συναίσθημα στο ακέραιο
εκείνοι που διάλεξαν το σπήλαιο
μαλθακοί
στους μύθους και στις αλληγορίες
στην πραγματική ζωή
το επίπεδο κομμάτι γης
χωρίς σκαμπανεβάσματα
κι εκείνος από την άλλη εξηγούσε τον εαυτό του
σαν κάτι μακρινό και ξένο κι ίσως κατώτερο
και πληγωμένο έξω από το σπήλαιο
ή τουλάχιστον αυτό μαρτύρησαν τα ματωμένα του γόνατα
κατά την ανάβαση

AnaTarakSeis


Μπορεί κανείς μέσα σ' όλα να ανησυχεί για την ειρήνη. Κι εμείς πως να μείνουμε αμέτοχοι που πληθαίνει κατεστημένη η αδικία; Δεν είμαστε κόκκινοι, ούτε κρατάμε σταυρούς, τότε γιατί ανησυχούμε; Όλη αυτή η κατάκτηση ήταν μονάχα ένα παιχνίδι του μυαλού τους. Γύρω στις πόλεις τα πρόσωπα αντικαθίστανται διψασμένα και αναλώσιμα. Σήμερα θα χάσει κάποια παιδιά ο θεός στο μπαρπούτι, ίσως νικήσει, ίσως όχι σήμερα, ίσως άυριο. Σήμερα θα είναι ο Ζαν που πηδάει στο ποτάμι, όχι ο κακός. Βέβαια ίσως όλα αυτά αναβληθούν γι' αύριο ή ίσως όχι. Θα βάλω λοιπόν την κελεμπία μου και θα πετάξω πάνω από τα φώτα, να γίνω ένας μικρός θεός απόψε, ν'αλλάξω τον κόσμο. Μιας κι ήμουν υποχρεωμένος να δω όλη του την απανθρωπιά για να προσπαθήσω να τον σφίξω ανάμεσα στις δυό μου ωλένεις.. Στο διάβολο. Ας πεθάνει το σύμπαν κοιμισμένο μια νύχτα στο σκισμένο του χαρτόκουτο.. Έτσι κι αλλιώς συνέβη σε άλλους κι άλλους κι αν θέλετε να ξέρετε, ήταν και μεγαλύτερα πνεύματα από τούτα 'δω με τους χρυσούς σταυρούς.

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

αβγδ

"Μακάρι",ψιθύριζε με τον πόνο σαν μούδιασμα στην άκρη των χειλιών
κι έπειτα έβγαινε με δυο δρασκελιές στον κήπο και ξερίζωνε τους κορμούς των νεαρών δέντρων.
Έζησε μια ζωή αφανής. Οι γείτονες τον λέγανε χαζό αφού δεν έβλαψε κανέναν.
Κι όλη η κριτική κι η αντίδραση ερχόταν από το χωριό, όχι στην απλή θέα ενός ανθρώπου που ανοσιουργεί και διαφθείρεται, μα στην διαπίστωση μιας απάτης που τους ίδιους δεν ωφελεί.
"Κουράστηκα", έλεγε, "κουράστηκα" κι έτσι γέρασε σε μια νύχτα.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Εικασίες




Ένιωθε πως έπεφτε χάμω στα πόδια της
και την καρδιά του να ικετεύει με λυγμούς
λόγια αγάπης
κι εκείνη κοιτούσε το τηλέφωνο κι έλεγε
"κι εγώ σ' αγαπώ κι ας είσαι κι εκείνο και τούτο και τ' άλλο"
Αυτός όμως κάπου το 'ξερε
πως το συναίσθημά της ήταν μια ολόκληρη αλήθεια
κι έτσι έσκυβε ικεσία στο γόνατο
κι έλεγε "συγχώρησε μου.."
κι εκείνη έδινε άφεση μα δεν συγχωρούσε ποτέ.
Κι η κακία της όλη ήταν
αυτή δα η αλήθεια που έκρυβε
μέσα σε μια φλέβα του καρπού της
κι η απέραντη παράδοση του κορμιού της
κι αυτός θα 'χε μείνει αμετάκλητα ικέτης
αν μια μέρα δεν τον προσφωνούσε δειλό

Τ' αμάρτημα


"Μ'ακούς πάντα, αλλά έπαψες πια να κατανοείς τα λόγια μου", του είπε και έλυσε τη ποδιά. Μια ανάσα μετά, τη πέταξε κάτω με αγανάκτηση, πιότερο θλιμμένη παρά από οργή. Εκείνος κρατούσε το βλέμμα προσηλωμένο σε έναν ρόζο του ξύλου εντυπωμένο στο μπράτσο της απέναντι καρέκλας. Εκείνη έσπευσε να του γεμίσει το ποτήρι με νερό. Αιώνια πιστή κι αμετάκλητη. Δυο 'βδομάδες πριν είχε πετάξει τα ρούχα του έξω από τη καρδιά της, μα εκείνον τον κρατούσε σφιχτά σαν δεμένο και πάνω του έκανε κόμπους τη προσευχή μιλώντας του για κόσμους αλλότινους, μαγικούς, που ούτε ήξερε αν τάχα πίστευε στην ύπαρξη τους. "Τα κατάλαβα όλα μεμιάς", μουρμούριζε εκείνος με το εύλογο παραπόνο, "όταν πετούσες τα ρούχα στο κατώφλι κι έβλεπα τα μάτια σου τέτοια που δεν γυαλίζουν πια κι έμοιαζαν αλμυρά τα μάγουλά σου. Σάμπως θες,τάχα δεν θές; Ποιός το ξέρει και ποιός τυχερός πολύ είναι για να το μαντέψει;". Κι εκείνη έτσι σάστιζε χωρίς να μιλά, έπειτα έπιανε να του τρίψει τα παπούτσια και δεν μπορούσε να ζητήσει συγγνώμη γιατί όλο της τ' αμάρτημα το έβλεπε στον πόνο του και στη κόρη του ματιού του τη καρφωμένη στην αντικρινή καρέκλα. Κι εκείνη σκεφτόταν να τον φιλήσει στο μέτωπο με την κρυφή προσδοκία να κλέψει τις άδικες τούτες μνήμες που έκαναν τη ζημιά κι όλο της τ' αμάρτημα το έβλεπε στο ποτήρι με το νερό και δεν άγγιζε, μη τύχει και φέρει κανέναν πόνο ξανά, τέτοιον που να οδηγεί τα σπινθηροβόλα βλέμματα στην αδρανή παρατήρηση μιας παλαιάς κι ανούσιας καρέκλας.

hey darkness


Τραγουδούσαν,
κι έτσι
δεν μπορούσαν να ακούσουν

ο,τι ήταν πραγματικό και υπήρχε
μια πνοή μέσα σε θάνατο

μια ελπίδα που κατάφερε να ξεβραστεί
σώα και ζωντανή

μα δεν του άρεσε να απομονώνεται

κι όλα εκείνα τα αντικοινωνικά τεχνάσματα
δεν ήταν παρά η αιματηρή του προσπάθεια

ν' ακούσει το τραγούδι
που ερχόταν
από το θρόισμα των φύλλων κι από τη σιωπή που δανείζεται
ο ήλιος όταν δύει

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Ο Σάιμον ένας

Ο Σάιμον δούλεψε
σκληρά για να λαξεύσει
το μέλλον και το μέταλλο
και κάπου για να γεννήσει
μια καταστροφή ολότελα πραγματική.

Ο Σάιμον νόμιζε λοιπόν
πως δεν τα κατάφερε
αφού τα κάγκελα είχαν σκουριάσει
του 'λεγα θα 'ρθουνε μέρες με ήλιο
και σιτάρι για θέρισμα,
θα 'ρθουνε μέρες να κυληστούμε σαν τα παιδιά.
Μα ο Σάιμον κοιτούσε τα χέρια του
κι έβλεπε μόνο σκουριά
που του θόλωνε
στη παλάμη τη γραμμή της ζωής.

Μια μέρα ο Σάιμον
μου πέταξε στα πόδια το κλειδί
κι είπε "φεύγω".
Δούλεψε σκληρά
για να λαξεύσει της φυγής μας το πέταλο
μα δεν ήρθε.

Φέυγοντας έδεσε στον ώμο τους κόπους του
κι ανέβηκε πέρα απ' τους λόφους το βουνό
τάχα για να προσευχηθεί
κι όπως τραγούδαγε τη φυγή
έπεσε και γκρεμίστηκε
μα σαν κοιτούσε τα χέρια του
τί έβλεπε πέρα από τέλος
σκουριά του τα χάλαγε όλα
που ήταν ο μόχθος κι η έγνοια του
θα 'πρεπε να του 'χα πει
πως δεν βρίσκει δρόμο ούτε με πτώσεις πλαστές
η ανακούφιση

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Λέοναρντ

Mισούσε τη λέξη "αυγή"
ο Λέοναρντ και μισούσε τη ζάχαρη στον καφέ
έπειτα βρήκε ένα υποκατάστατο όλων αυτών των ναρκωτικών
του έδωσε διάφορα ονόματα
καθώς δεν πίστευε στον έρωτα
κι έπειτα έπεσε πίσω από κάποιον τυχαίο φίλο να πνιγεί
για να παραβεί την γραφική γονεική συμβουλή
πάντως το υποκατάστατο του είχε φορτώσει μια ανεπιθύμητη διαλλακτικότητα
κι έτσι αποφάσισε να το κόψει και να αρχίσει να βάζει ζάχαρη
σίγουρα ο Λέοναρντ δεν ήταν σέξι
τί να τα κάνει τα υποκατάστατα
δεν ήταν σέξι, κάπου-κάπου επιχειρούσε να είναι αστείος
στο κρεβάτι προτιμούσε να γελάει, όπως θα 'λεγε ο Άντι Γουόρχολ,
δεν ήταν σέξι
και το υποκατάστατο -α! μα άγνωσται αι βουλαί- έβλεπε πάνω του πράγματα απίθανα
και μαρτυρούσε χαρίσματα που ένας θεός ξέρει που τα φαντάστηκε
έτσι ξαναέκοψε τη ζάχαρη στον καφέ
μια μέρα ομως το υποκατάστατο τον ζεμάτισε
σαν την ηλεκτρική καρέκλα, ούτε μπορούσε να αντέξει το ρεύμα αυτό που του έκαιγε τις φλέβες
και του τέντωνε τα νεύρα παράξενα, παράλογα, ανεπιτήδευτα, διαβολικά
μια μέρα, σου λέω, τον έκαψε
το κεφάλι του άχνισε
ο ήχος εύθυμου ταμπούρου, στον αέρα καπνοί
όλοι, Λέοναρντ, στο είχαμε πει:
name it

stain

Γοητείες θανάτων
τ' ανήμερα θηρία μου βροντούσαν τη πόρτα ρηχά
έξω στα αβαθή λακκάκια των βροχών
Γελούσα κι έκλαιγα
γιατί έβλεπα στο πλατύσκαλο τις μνήμες,
τα χνάρια των σκοτωμένων
κι όλοι σκοτώνονται στη διαδρομή
αυτός ήταν όλος-όλος ο νόστος
Γελούσα κι έκλαιγα
Έτσι τρεμόσβηνα τον αναπτήρα χωρίς να ανάβω τσιγάρο
μου έκαιγε ελαφρα βέβαια των δαχτύλων τους κόμπους
κι έτσι καθισμένος στο παράθυρο
αγνάντευα τα πόδια των περαστικών γυναικών
κι όταν τυς έδινα την ελάχιστη πραγματική προσοχή
Γελούσα κι έκλαιγα
γιατί έβλεπα στο σταυροδρόμι τα φευγαλέα τακούνια της
σαν τα εγκατέλειπε για μια ζώνη σφαίρες
κι έλεγε "Ω μα είναι για την Ελευθερία !"
κι όλοι σκοτώνται στη διεκδίκηση
ελεύθεροι και λαβωμένοι για πάντα
ύστερα ζύγωναν δυό πουλιά από το πουθενά
κοιτούσα τα μάτια τους που τους λείπαν τα βλέφαρα
κι έτσι πονούσα κι έκαιγα
για μια στιγμή μονάχα
τα ήμερα πρωινά

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Αποθήκη



Είπε: "Είμαι απλώς μια γυναίκα και σε ποθώ"
έπειτα της χάρισα λίγο λιτό χώρο στην αποθήκη
για να ταπεινώνεται
Έρχονταν λυσσασμένοι οι επισκέπτες
έτσι να την δουν λίγο να ουρλιάζει: "Σ'αγαπώ Λέοναρντ, μη μ'αφήνεις"
και ηδονίζονταν όσο περνούσε η ώρα και τη σφάγιαζαν οι πόνοι
από την έλλειψη ελέους
κι εγώ χαιρετούσα δια χειραψίας τους περίεργους
καθιστώντας πλαγίως σαφές πως εγώ είμαι ο ηθικός βασανιστής
Ένα απόγευμα με νίκησε δια παντός
ψιθύρισε "Θα φύγω, Λέοναρντ, αγαπημένε μου"
και έτριψε τη στενή χαρακιά που 'χε κάνει στο τραπέζι με το νύχι
Δυό πρωινά αργότερα χάθηκε
και δεν μου 'μεινε ούτε η χαρακιά, μα μονάχα η ανάμνηση της αλαζονείας μου
κι η κολακεία θα ήταν εντάξει, αν δεν με έκανε σκλάβο της ως το κόκκαλο
Ωστόσο πριν του τέλους ακόμη την ώρα επέμενε να με προσφωνεί "αγαπημένο της"
έτσι για να με σφαγιάζει μακρόθεν κι εκείνη

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

Λ

Στερεύουν ολοένα τα αποθέματα
του Χάρου τα ονόματα απ' τις λίστες
τα δάχτυλα χορεύουν ζωηρά
πάνω στη φθορά του τζαμιού και στους χρήστες
όλες εκείνες οι κηλίδες αίματος
που κατηφορίζουν τα τσαλακωμένα μανίκια
πεταμένο φαί στα χαλίκια
τ' άφησαν φιλότιμοι για τα στερημένα παιδιά
μα πώς να μπαρκάρει η πόλη
αν δεν αλλάξει ο άνεμος, δεν πάμε πουθενά