Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Ευδαιμονία



Η ευδαιμονία.
Φοβόμουν να πετάξω τα παλιά κλειδιά στο συρτάρι. Πολύ περισσότερο: αντιμετώπιζα με τρόμο το ενδεχόμενο της λησμονιάς. Έτσι, κρατούσα για μήνες δύο μπρελόκ στη τσάντα. Παρόν και παρελθόν σε μόνιμη ασυμφωνία. Φοβόμουν. Όσοι έχουν κάνει το βήμα προς τα έξω μπορούν να το καταλάβουν. Όλα αλλάζουν στο πέρασμα της κάθε ημέρας. Τα τσίγαρα αλληλοδιαδέχονται στα δάχτυλα. Το αλκοόλ αντικαθίσταται από μια νοητή πληγή που ξύνεται μοναχή της κάθε απόγευμα. Ξέρεις, τις ώρες που οι μνήμες αφυπνίζονται φυσικά και αυθόρμητα. Ώσπου μια μέρα γεννάται μια τόση δα ευδαιμονία που ολοένα αυξάνεται. Για λίγες στιγμές γίνεται έκσταση. Έπειτα σβήνει. Μελαγχολία. Βέβαια, το γρανάζι του χρόνου δεν επιτρέπει καμία βολή κι η κατάθλιψη γίνεται πάλι μειδίαμα.
Κάπως έτσι, καταιονιζόμουν από έναν κουβά γεμάτο ημιπνευματικότητα και χρησιμοποιώ το πρόθημα του μισού γιατί ετούτο εδώ το παράδοξο δεν περιείχε μονάχα γνώση. Το αντίθετο, ξεχείλιζε από μυριάδες κολασμένα τινά, όπως πάθος, έκσταση, ενσυναίσθηση, αντιδράσεις, εκδίκηση, αλαζονεία, ανεπιφύλαξη, λαβωματιές με ουλές που δεν κρύβονται καλά από τα ψηλά κασκόλ. Ένας κουβάς γεμάτος ενοχή, απόγνωση και θολούρα. Πάντως, ο κουβάς έγερνε πάνω από το κεφάλι μου πάντα την κρίσιμη στιγμή, την ύστατη ώρα σας ταχυδρόμος των δαιμόνων. Χείλη που στάζουν από έλλειψη.
Όσοι έχουν κάνουν το βήμα προς τα έξω μπορούν να καταλάβουν. Το βήμα προς τα έξω που είναι πιο πολύ προς τα μέσα. Επικοινωνιακή εσωστρέφεια. Κενά και χάσματα αδιαπέραστα. Ο κουβάς πάντα με έσωζε το τελευταίο λεπτό.

Κι απόψε τον περιμένω.

Τί ήταν για μένα η ποίηση; Ο περίπατος του αναπήρου πάνω στη θάλασσα, ό,τι απέμεινε δικό μου στο κουτί της Πανδώρας, αιώνια απορία και φάρμακο.

Γι'αυτό απόψε την περιμένω.

1 σχόλιο:

Μικρός Παλιάτσος είπε...

Ξεχυλιζει συναισθηματα... αναμνησεις .. αληθεια..