Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Πρωινό νηφαλιότητας το βράδυ

Κι ήθελα να πιάσω τα χέρια σου, αλλά ξεχάστηκα κάπου μακριά ξερνώντας στα πατώματα άγνωστης τουαλέτας-το ξέρω, δεν ακούγεται τόσο κομψό. Οι κύριοι με τις γραβάτες, ω θέε μου, θα πρέπει να έγδυσαν τα χαμόγελα της φρεσκοανανεωμένης οδοντόπαστας μέχρι να τελείωσει η βραδιά. Ανέβηκα στο τραπέζι και τους έδειχνα τα άσεμνα δάχτυλα. Ή μάλλον δεν ήμουν εγώ, ήταν αυτό το παλιόκρασο. Έχασα το λεωφορείο σου, εσύ έφυγες χωρίς να μου σφίξεις το χέρι. Έφυγες για πρώτη φορά χωρίς να προλάβω να κλάψω. Ίσως γι'αυτό όλο το βράδυ πέρασε με εμετούς πνιγμένους στη μυρωδιά της παροίνιας. Μισώ να μην προφταίνω τους αποχαιρετισμούς. Μπορεί άλλωστε να 'ναι πάντα η τελευταία φορά για ο,τιδήποτε. Πάντως ο αέρας μύριζε σκόνη.


Έτσι έζησα τη ζωή μου. Κάπως έτσι. Τουλάχιστον εκείνο το βράδυ έτσι έμοιαζαν τα πρόσωπα σαν ψεύτικα. Το πρωί έτρεξα ενστικτωδώς προς τα ΚΤΕΛ. Απεργούσαν και είπε το ίδιο να κάνει και η παραδοχή. Κάθισα σε ένα παγκάκι περιμένοντας να έρθεις να με πάρεις. Την επομένη μέρα, φοβάμαι να την αποκαλύψω εξαιτίας δεισιδαιμονιών και προλήψεων. Πάντως ο αέρας μύριζε σκόνη.

"Σουζάν, χόρεψε μαζί μου έναν τελευταίο χορό. Άσε να αναρωτιούνται που είμαστε. Παραμένεις πάντα στο μέρος εκείνο, όπου δεν χωρά κανείς. Πώς λοιπόν να ξεκολλήσουν τα χέρια σου από πάνω μου. Σουζάν, τραγούδησε μαζί μου τον τελευταίο ήλιο. Αιώνια."

Δεν υπάρχουν σχόλια: