Τρίτη 20 Ιουλίου 2010
And then I see a darkness
Το σπίτι του ήταν εκεί όπου μια άκρη χλωρή υφίσταται,
ένα κομμάτι γης δροσερής που να χωράει τις αναμνήσεις του.
Σπίτι του ήταν ο τόπος όπου μπορούσαν να συναντηθούν τα πνεύματα
μ' εκείνον μόνο του, γυμνό κι εκτεθειμένο
Εκείνο ήταν το σπίτι του...
Σπίτι ήταν το μέρος όπου ησύχαζαν οι δαίμονες χορεύοντας
και στην ντουλάπα υπήρχε ένα μικρό ραφάκι για όνειρα
Οι τοίχοι τον στρίμωχναν προστατευτικά
μαλάκωναν τον πόνο του με μια τρυφερή σκοτεινότητα
κι εκείνος δεν ήξερε γιατί πάντοτε τον ακολουθούσε η αίσθηση της θλίψης
και που ήταν το κομμάτι που όφειλε να σημάνει την ολοκλήρωση
Τα έβλεπε όλα όσα μπορούσαν να τον σώσουν
μια μέρα ή μια νύχτα
από το σκοτάδι, από τη σκιά κι από την έλλειψη πατρίδας και στέγης
μα ήταν άπιαστα και ξέφευγαν
20 χρόνια τώρα, ίσως και πιο πολύ
Σπίτι του ήταν εκεί όπου οι ανάσες χωρούν
πλάι σε άδεια χαρτονομίσματα και συμβόλαια
μέσα σε υποσχέσεις αφοσίωσης
Σπίτι του ήταν η έμπνευση
και η ξεραμένη σκουριά κάτω από τη βάση της γλάστρας
δίπλα στην εξώπορτα
Σπίτι του ήταν μια παράγκα με μόνη προίκα την ανοχή του ενοίκου,
ένα καλύβι με λευκές κάσες και δέντρα απανθρακωμένα στο ξύλινο πάτωμα
Σπίτι του ήταν εκεί...
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010
Περίσσια..
Σιωπές αμέτρητες τις ώρες που πληγώνουν. Βήματα αμέτρητα πάντα έξω από την πόρτα.
Τις ουσιώδεις στιγμές τα λόγια περισσεύουν. Χάσαμε την επικοινωνία. Χάσαμε τον θάνατο. Χάσαμε την αιωνιότητα κάπου μέσα στο δίχτυ της επανάληψης. Όλα τούτα εύχομαι να τα 'χα κάποτε πει χωρίς λόγια. Οι λέξεις αποβαίνουν πάντοτε στενές σαν κορσές που δεν αφήνει τις αναπνοές. Ο εξαγνισμός της βροχής χάθηκε. Χτυπάει βουβά τώρα στα πεζοδρόμια. Χτυπάει βουβά τώρα στις σκληρές πόρτες. Γερνάω. Με σαπίζει ο χρόνος και μαλακώνω. Λέω "Καλημέρα" και φοβάμαι την ημέρα που θα λείψει. Λέω θα φύγω και φοβάμαι κάποιον τυφώνα που θα σπεύσει στο διάβα μου να καταπιεί τις αναμνήσεις. Γερνάω. Μεγαλώνω και ρίχνω τα μάτια μου, μεγαλώνω και σωπαίνω με λέξεις περιττές. Γερνάω και κολακεύω. Γερνάω και αφήνω.
Τις ουσιώδεις στιγμές τα λόγια περισσεύουν. Χάσαμε την επικοινωνία. Χάσαμε τον θάνατο. Χάσαμε την αιωνιότητα κάπου μέσα στο δίχτυ της επανάληψης. Όλα τούτα εύχομαι να τα 'χα κάποτε πει χωρίς λόγια. Οι λέξεις αποβαίνουν πάντοτε στενές σαν κορσές που δεν αφήνει τις αναπνοές. Ο εξαγνισμός της βροχής χάθηκε. Χτυπάει βουβά τώρα στα πεζοδρόμια. Χτυπάει βουβά τώρα στις σκληρές πόρτες. Γερνάω. Με σαπίζει ο χρόνος και μαλακώνω. Λέω "Καλημέρα" και φοβάμαι την ημέρα που θα λείψει. Λέω θα φύγω και φοβάμαι κάποιον τυφώνα που θα σπεύσει στο διάβα μου να καταπιεί τις αναμνήσεις. Γερνάω. Μεγαλώνω και ρίχνω τα μάτια μου, μεγαλώνω και σωπαίνω με λέξεις περιττές. Γερνάω και κολακεύω. Γερνάω και αφήνω.
Σάββατο 12 Ιουνίου 2010
Με προσοχή στο βάδειν
Ψηλή, υπερήφανη,
Άγνωστη, λαμπρή κι ένδοξη,
βέβαιη, ηγετική
Ανάσα γρήγορη βουβή
Άγγιξα ένα μικρό λουλούδι με την άκρη των δαχτύλων μου
χωρίς να το ρημάξω
άγγιξα ενα σύννεφο
χωρίς να προσπέφτω από επιθυμία
για κάτι πιο απτό
Κάπως έτσι άγγιξα τη θέωση
για μια νύχτα μόνο.
Γινόμαστε όλοι μια στιγμή θεοί
για μια νύχτα μόνο, για μια φορά.
Έπειτα λείπουν οι δόξες και τ' αναθήματα
κι ο ύπνος ξοδεύεται στην ανάμνηση.
Άγγιξα, όμως, κι έφτασα.
Δευτέρα 31 Μαΐου 2010
a promise
Μου ζητήθηκε ένα κομμάτι χαρτί
κι αν τα κρυφά μηνύματα
για χρόνια τα κρατούσα, γραμμένα με λεμόνι
ξημερώματα πνιγμένα στη σιωπή
Έπειτα φάνηκε ο παραλήπτης
των μύριων όσων εσώτερων εντολών
κι ύστερα φάνηκαν τα χέρια
τα χιλιοειπωμένα στα λόγια και στον νου
Γιατί η αίσθησή σου υπήρξε αιώνια παντού
Τώρα οι ήσυχες ώρες καλύπτονται
από την σχεδόν αθόρυβη σου ανάσα
που όμως αρκεί για την πλήρωση
νόστων που ανέμενα έως ότου να σε βρώ
Σε τελική ανάλυση, ιδιοτελή τα κίνητρα
προσωπικές οι αιτίες και τα όνειρα
προκύπτουν από την ταύτιση
του εαυτού και αισθήματος κι από τη μυρωδία σου
Έρωτος ποιήματα, λοιπόν, είν' τα αιτήματά σου
κι αν τα κρυφά μηνύματα
για χρόνια τα κρατούσα, γραμμένα με λεμόνι
ξημερώματα πνιγμένα στη σιωπή
Έπειτα φάνηκε ο παραλήπτης
των μύριων όσων εσώτερων εντολών
κι ύστερα φάνηκαν τα χέρια
τα χιλιοειπωμένα στα λόγια και στον νου
Γιατί η αίσθησή σου υπήρξε αιώνια παντού
Τώρα οι ήσυχες ώρες καλύπτονται
από την σχεδόν αθόρυβη σου ανάσα
που όμως αρκεί για την πλήρωση
νόστων που ανέμενα έως ότου να σε βρώ
Σε τελική ανάλυση, ιδιοτελή τα κίνητρα
προσωπικές οι αιτίες και τα όνειρα
προκύπτουν από την ταύτιση
του εαυτού και αισθήματος κι από τη μυρωδία σου
Έρωτος ποιήματα, λοιπόν, είν' τα αιτήματά σου
Πέμπτη 27 Μαΐου 2010
Παρνασσισμός
Τους μικρούς θεούς των εντυπώσεων
μακράν ξέχασε να αποφεύγει
Τη λαχτάρα του νου τροφοδότησε
μ'αποφάγια και πάμφθηνη βρώμη
Η ομορφιά των περιττών όλο στόμφο δηλώσεων
κάποτε ξεθωριάζει και φεύγει
Στους μικρούς δικαστές λογοδότησε
μα ο διχασμός τις αξίες ιδρώνει
μακράν ξέχασε να αποφεύγει
Τη λαχτάρα του νου τροφοδότησε
μ'αποφάγια και πάμφθηνη βρώμη
Η ομορφιά των περιττών όλο στόμφο δηλώσεων
κάποτε ξεθωριάζει και φεύγει
Στους μικρούς δικαστές λογοδότησε
μα ο διχασμός τις αξίες ιδρώνει
Πέμπτη 20 Μαΐου 2010
Your autograph is worthless, so don't send me letters
Ἀνέβηκα γρήγορα τὰ σκαλοπάτια παρὰ τις τρικλοποδιὲς καὶ τὰ σπασίματα
καὶ τὸν σπασμένο σωλήνα ποῦ ἒσταζε πάνω στὰ παπούτσιά μου
Ἀνέβηκα γρήγορα να σε κατηγορήσω
κι η έκδίκηση ἢταν ἡ πρόοδος
Κάπου στὸ χῶμα, γεμάτο οἰκείες μυρωδιές,
άπὸ έκεὶ που κατάγονται
τὰ παιδιά ξέθαβαν χαλίκια καὶ τα 'βαζαν στο στόμα τους
για να σε τρομάξουν
μα εσύ δεν καταλάβαινες τις αιτίες
κι άπαντοῦσες με χίλιες δυο τιμωρίες
δεν ἒβλεπες κι ὃμως δεν εἶχε συννεφιά
Στις πικρὲς αἰτιάσεις, ἀπόπειρες χαμόγελων
χέρια που στην οὐσία τους παρέμειναν ἀνέγγιχτα ἀπ'τα πρέπει
τῶρα ὁ δρόμος ξεμακραίνει
ἢταν πολλές οἱ νύχτες στερημένες ἀπό ὓπνο κι ἀπό ἀνάσα
ἢταν πολλὰ τα δάκρυα
Ἒπειτα έβρεξε
κι ὃλα ξεβράζονται μια ὧρα ἀκατάλληλη μοιραῖα
κι ὃλα γεννιῶνται για να σκοτώσουν
τὀ παραδέχομαι: μακάριοι οἱ ἀβλαβείς
Δευτέρα 10 Μαΐου 2010
Ίσως περισσότερα...
..Περισσότερες από δέκα χιλιάδες σκιάχτρων
κοιτούσαν τον κόσμο με το μοναδικό και συνάμα θολωμένο μάτι τους
κι η τιμωρία τους ήταν η συντονισμένη πτώση του διακόπτη
κάθε που κόντευαν ν' αγγίξουν
ένα συναίσθημα στο ακέραιο
εκείνοι που διάλεξαν το σπήλαιο
μαλθακοί
στους μύθους και στις αλληγορίες
στην πραγματική ζωή
το επίπεδο κομμάτι γης
χωρίς σκαμπανεβάσματα
κι εκείνος από την άλλη εξηγούσε τον εαυτό του
σαν κάτι μακρινό και ξένο κι ίσως κατώτερο
και πληγωμένο έξω από το σπήλαιο
ή τουλάχιστον αυτό μαρτύρησαν τα ματωμένα του γόνατα
κατά την ανάβαση
AnaTarakSeis
Παρασκευή 16 Απριλίου 2010
αβγδ
"Μακάρι",ψιθύριζε με τον πόνο σαν μούδιασμα στην άκρη των χειλιών
κι έπειτα έβγαινε με δυο δρασκελιές στον κήπο και ξερίζωνε τους κορμούς των νεαρών δέντρων.
Έζησε μια ζωή αφανής. Οι γείτονες τον λέγανε χαζό αφού δεν έβλαψε κανέναν.
Κι όλη η κριτική κι η αντίδραση ερχόταν από το χωριό, όχι στην απλή θέα ενός ανθρώπου που ανοσιουργεί και διαφθείρεται, μα στην διαπίστωση μιας απάτης που τους ίδιους δεν ωφελεί.
"Κουράστηκα", έλεγε, "κουράστηκα" κι έτσι γέρασε σε μια νύχτα.
κι έπειτα έβγαινε με δυο δρασκελιές στον κήπο και ξερίζωνε τους κορμούς των νεαρών δέντρων.
Έζησε μια ζωή αφανής. Οι γείτονες τον λέγανε χαζό αφού δεν έβλαψε κανέναν.
Κι όλη η κριτική κι η αντίδραση ερχόταν από το χωριό, όχι στην απλή θέα ενός ανθρώπου που ανοσιουργεί και διαφθείρεται, μα στην διαπίστωση μιας απάτης που τους ίδιους δεν ωφελεί.
"Κουράστηκα", έλεγε, "κουράστηκα" κι έτσι γέρασε σε μια νύχτα.
Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010
Εικασίες
Ένιωθε πως έπεφτε χάμω στα πόδια της
και την καρδιά του να ικετεύει με λυγμούς
λόγια αγάπης
κι εκείνη κοιτούσε το τηλέφωνο κι έλεγε
"κι εγώ σ' αγαπώ κι ας είσαι κι εκείνο και τούτο και τ' άλλο"
Αυτός όμως κάπου το 'ξερε
πως το συναίσθημά της ήταν μια ολόκληρη αλήθεια
κι έτσι έσκυβε ικεσία στο γόνατο
κι έλεγε "συγχώρησε μου.."
κι εκείνη έδινε άφεση μα δεν συγχωρούσε ποτέ.
Κι η κακία της όλη ήταν
αυτή δα η αλήθεια που έκρυβε
μέσα σε μια φλέβα του καρπού της
κι η απέραντη παράδοση του κορμιού της
κι αυτός θα 'χε μείνει αμετάκλητα ικέτης
αν μια μέρα δεν τον προσφωνούσε δειλό
Τ' αμάρτημα
tags
αμάρτημα,
αμετάκλητος,
καρέκλα,
μνήμη
hey darkness
Τραγουδούσαν,
κι έτσι
δεν μπορούσαν να ακούσουν
ο,τι ήταν πραγματικό και υπήρχε
μια πνοή μέσα σε θάνατο
μια ελπίδα που κατάφερε να ξεβραστεί
σώα και ζωντανή
μα δεν του άρεσε να απομονώνεται
κι όλα εκείνα τα αντικοινωνικά τεχνάσματα
δεν ήταν παρά η αιματηρή του προσπάθεια
ν' ακούσει το τραγούδι
που ερχόταν
από το θρόισμα των φύλλων κι από τη σιωπή που δανείζεται
ο ήλιος όταν δύει
Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010
Ο Σάιμον ένας
Ο Σάιμον δούλεψε
σκληρά για να λαξεύσει
το μέλλον και το μέταλλο
και κάπου για να γεννήσει
μια καταστροφή ολότελα πραγματική.
Ο Σάιμον νόμιζε λοιπόν
πως δεν τα κατάφερε
αφού τα κάγκελα είχαν σκουριάσει
του 'λεγα θα 'ρθουνε μέρες με ήλιο
και σιτάρι για θέρισμα,
θα 'ρθουνε μέρες να κυληστούμε σαν τα παιδιά.
Μα ο Σάιμον κοιτούσε τα χέρια του
κι έβλεπε μόνο σκουριά
που του θόλωνε
στη παλάμη τη γραμμή της ζωής.
Μια μέρα ο Σάιμον
μου πέταξε στα πόδια το κλειδί
κι είπε "φεύγω".
Δούλεψε σκληρά
για να λαξεύσει της φυγής μας το πέταλο
μα δεν ήρθε.
Φέυγοντας έδεσε στον ώμο τους κόπους του
κι ανέβηκε πέρα απ' τους λόφους το βουνό
τάχα για να προσευχηθεί
κι όπως τραγούδαγε τη φυγή
έπεσε και γκρεμίστηκε
μα σαν κοιτούσε τα χέρια του
τί έβλεπε πέρα από τέλος
σκουριά του τα χάλαγε όλα
που ήταν ο μόχθος κι η έγνοια του
θα 'πρεπε να του 'χα πει
πως δεν βρίσκει δρόμο ούτε με πτώσεις πλαστές
η ανακούφιση
σκληρά για να λαξεύσει
το μέλλον και το μέταλλο
και κάπου για να γεννήσει
μια καταστροφή ολότελα πραγματική.
Ο Σάιμον νόμιζε λοιπόν
πως δεν τα κατάφερε
αφού τα κάγκελα είχαν σκουριάσει
του 'λεγα θα 'ρθουνε μέρες με ήλιο
και σιτάρι για θέρισμα,
θα 'ρθουνε μέρες να κυληστούμε σαν τα παιδιά.
Μα ο Σάιμον κοιτούσε τα χέρια του
κι έβλεπε μόνο σκουριά
που του θόλωνε
στη παλάμη τη γραμμή της ζωής.
Μια μέρα ο Σάιμον
μου πέταξε στα πόδια το κλειδί
κι είπε "φεύγω".
Δούλεψε σκληρά
για να λαξεύσει της φυγής μας το πέταλο
μα δεν ήρθε.
Φέυγοντας έδεσε στον ώμο τους κόπους του
κι ανέβηκε πέρα απ' τους λόφους το βουνό
τάχα για να προσευχηθεί
κι όπως τραγούδαγε τη φυγή
έπεσε και γκρεμίστηκε
μα σαν κοιτούσε τα χέρια του
τί έβλεπε πέρα από τέλος
σκουριά του τα χάλαγε όλα
που ήταν ο μόχθος κι η έγνοια του
θα 'πρεπε να του 'χα πει
πως δεν βρίσκει δρόμο ούτε με πτώσεις πλαστές
η ανακούφιση
Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010
Λέοναρντ
Mισούσε τη λέξη "αυγή"
ο Λέοναρντ και μισούσε τη ζάχαρη στον καφέ
έπειτα βρήκε ένα υποκατάστατο όλων αυτών των ναρκωτικών
του έδωσε διάφορα ονόματα
καθώς δεν πίστευε στον έρωτα
κι έπειτα έπεσε πίσω από κάποιον τυχαίο φίλο να πνιγεί
για να παραβεί την γραφική γονεική συμβουλή
πάντως το υποκατάστατο του είχε φορτώσει μια ανεπιθύμητη διαλλακτικότητα
κι έτσι αποφάσισε να το κόψει και να αρχίσει να βάζει ζάχαρη
σίγουρα ο Λέοναρντ δεν ήταν σέξι
τί να τα κάνει τα υποκατάστατα
δεν ήταν σέξι, κάπου-κάπου επιχειρούσε να είναι αστείος
στο κρεβάτι προτιμούσε να γελάει, όπως θα 'λεγε ο Άντι Γουόρχολ,
δεν ήταν σέξι
και το υποκατάστατο -α! μα άγνωσται αι βουλαί- έβλεπε πάνω του πράγματα απίθανα
και μαρτυρούσε χαρίσματα που ένας θεός ξέρει που τα φαντάστηκε
έτσι ξαναέκοψε τη ζάχαρη στον καφέ
μια μέρα ομως το υποκατάστατο τον ζεμάτισε
σαν την ηλεκτρική καρέκλα, ούτε μπορούσε να αντέξει το ρεύμα αυτό που του έκαιγε τις φλέβες
και του τέντωνε τα νεύρα παράξενα, παράλογα, ανεπιτήδευτα, διαβολικά
μια μέρα, σου λέω, τον έκαψε
το κεφάλι του άχνισε
ο ήχος εύθυμου ταμπούρου, στον αέρα καπνοί
όλοι, Λέοναρντ, στο είχαμε πει:
name it
ο Λέοναρντ και μισούσε τη ζάχαρη στον καφέ
έπειτα βρήκε ένα υποκατάστατο όλων αυτών των ναρκωτικών
του έδωσε διάφορα ονόματα
καθώς δεν πίστευε στον έρωτα
κι έπειτα έπεσε πίσω από κάποιον τυχαίο φίλο να πνιγεί
για να παραβεί την γραφική γονεική συμβουλή
πάντως το υποκατάστατο του είχε φορτώσει μια ανεπιθύμητη διαλλακτικότητα
κι έτσι αποφάσισε να το κόψει και να αρχίσει να βάζει ζάχαρη
σίγουρα ο Λέοναρντ δεν ήταν σέξι
τί να τα κάνει τα υποκατάστατα
δεν ήταν σέξι, κάπου-κάπου επιχειρούσε να είναι αστείος
στο κρεβάτι προτιμούσε να γελάει, όπως θα 'λεγε ο Άντι Γουόρχολ,
δεν ήταν σέξι
και το υποκατάστατο -α! μα άγνωσται αι βουλαί- έβλεπε πάνω του πράγματα απίθανα
και μαρτυρούσε χαρίσματα που ένας θεός ξέρει που τα φαντάστηκε
έτσι ξαναέκοψε τη ζάχαρη στον καφέ
μια μέρα ομως το υποκατάστατο τον ζεμάτισε
σαν την ηλεκτρική καρέκλα, ούτε μπορούσε να αντέξει το ρεύμα αυτό που του έκαιγε τις φλέβες
και του τέντωνε τα νεύρα παράξενα, παράλογα, ανεπιτήδευτα, διαβολικά
μια μέρα, σου λέω, τον έκαψε
το κεφάλι του άχνισε
ο ήχος εύθυμου ταμπούρου, στον αέρα καπνοί
όλοι, Λέοναρντ, στο είχαμε πει:
name it
stain
Γοητείες θανάτων
τ' ανήμερα θηρία μου βροντούσαν τη πόρτα ρηχά
έξω στα αβαθή λακκάκια των βροχών
Γελούσα κι έκλαιγα
γιατί έβλεπα στο πλατύσκαλο τις μνήμες,
τα χνάρια των σκοτωμένων
κι όλοι σκοτώνονται στη διαδρομή
αυτός ήταν όλος-όλος ο νόστος
Γελούσα κι έκλαιγα
Έτσι τρεμόσβηνα τον αναπτήρα χωρίς να ανάβω τσιγάρο
μου έκαιγε ελαφρα βέβαια των δαχτύλων τους κόμπους
κι έτσι καθισμένος στο παράθυρο
αγνάντευα τα πόδια των περαστικών γυναικών
κι όταν τυς έδινα την ελάχιστη πραγματική προσοχή
Γελούσα κι έκλαιγα
γιατί έβλεπα στο σταυροδρόμι τα φευγαλέα τακούνια της
σαν τα εγκατέλειπε για μια ζώνη σφαίρες
κι έλεγε "Ω μα είναι για την Ελευθερία !"
κι όλοι σκοτώνται στη διεκδίκηση
ελεύθεροι και λαβωμένοι για πάντα
ύστερα ζύγωναν δυό πουλιά από το πουθενά
κοιτούσα τα μάτια τους που τους λείπαν τα βλέφαρα
κι έτσι πονούσα κι έκαιγα
για μια στιγμή μονάχα
τα ήμερα πρωινά
τ' ανήμερα θηρία μου βροντούσαν τη πόρτα ρηχά
έξω στα αβαθή λακκάκια των βροχών
Γελούσα κι έκλαιγα
γιατί έβλεπα στο πλατύσκαλο τις μνήμες,
τα χνάρια των σκοτωμένων
κι όλοι σκοτώνονται στη διαδρομή
αυτός ήταν όλος-όλος ο νόστος
Γελούσα κι έκλαιγα
Έτσι τρεμόσβηνα τον αναπτήρα χωρίς να ανάβω τσιγάρο
μου έκαιγε ελαφρα βέβαια των δαχτύλων τους κόμπους
κι έτσι καθισμένος στο παράθυρο
αγνάντευα τα πόδια των περαστικών γυναικών
κι όταν τυς έδινα την ελάχιστη πραγματική προσοχή
Γελούσα κι έκλαιγα
γιατί έβλεπα στο σταυροδρόμι τα φευγαλέα τακούνια της
σαν τα εγκατέλειπε για μια ζώνη σφαίρες
κι έλεγε "Ω μα είναι για την Ελευθερία !"
κι όλοι σκοτώνται στη διεκδίκηση
ελεύθεροι και λαβωμένοι για πάντα
ύστερα ζύγωναν δυό πουλιά από το πουθενά
κοιτούσα τα μάτια τους που τους λείπαν τα βλέφαρα
κι έτσι πονούσα κι έκαιγα
για μια στιγμή μονάχα
τα ήμερα πρωινά
Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010
Αποθήκη
Είπε: "Είμαι απλώς μια γυναίκα και σε ποθώ"
έπειτα της χάρισα λίγο λιτό χώρο στην αποθήκη
για να ταπεινώνεται
Έρχονταν λυσσασμένοι οι επισκέπτες
έτσι να την δουν λίγο να ουρλιάζει: "Σ'αγαπώ Λέοναρντ, μη μ'αφήνεις"
και ηδονίζονταν όσο περνούσε η ώρα και τη σφάγιαζαν οι πόνοι
από την έλλειψη ελέους
κι εγώ χαιρετούσα δια χειραψίας τους περίεργους
καθιστώντας πλαγίως σαφές πως εγώ είμαι ο ηθικός βασανιστής
Ένα απόγευμα με νίκησε δια παντός
ψιθύρισε "Θα φύγω, Λέοναρντ, αγαπημένε μου"
και έτριψε τη στενή χαρακιά που 'χε κάνει στο τραπέζι με το νύχι
Δυό πρωινά αργότερα χάθηκε
και δεν μου 'μεινε ούτε η χαρακιά, μα μονάχα η ανάμνηση της αλαζονείας μου
κι η κολακεία θα ήταν εντάξει, αν δεν με έκανε σκλάβο της ως το κόκκαλο
Ωστόσο πριν του τέλους ακόμη την ώρα επέμενε να με προσφωνεί "αγαπημένο της"
έτσι για να με σφαγιάζει μακρόθεν κι εκείνη
Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010
Λ
Στερεύουν ολοένα τα αποθέματα
του Χάρου τα ονόματα απ' τις λίστες
τα δάχτυλα χορεύουν ζωηρά
πάνω στη φθορά του τζαμιού και στους χρήστες
όλες εκείνες οι κηλίδες αίματος
που κατηφορίζουν τα τσαλακωμένα μανίκια
πεταμένο φαί στα χαλίκια
τ' άφησαν φιλότιμοι για τα στερημένα παιδιά
μα πώς να μπαρκάρει η πόλη
αν δεν αλλάξει ο άνεμος, δεν πάμε πουθενά
του Χάρου τα ονόματα απ' τις λίστες
τα δάχτυλα χορεύουν ζωηρά
πάνω στη φθορά του τζαμιού και στους χρήστες
όλες εκείνες οι κηλίδες αίματος
που κατηφορίζουν τα τσαλακωμένα μανίκια
πεταμένο φαί στα χαλίκια
τ' άφησαν φιλότιμοι για τα στερημένα παιδιά
μα πώς να μπαρκάρει η πόλη
αν δεν αλλάξει ο άνεμος, δεν πάμε πουθενά
Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009
Ζητούσε..
Ήρθαν κι άλλοι
Ήρθαν κι άλλοι.
Έτσι, άξαφνα έφτασαν με άλογα τρελαμένα.
Οι αστραποβροντές δεν λύγισαν τα γερασμένα μου παραθυρόφυλλα.
Τους είδα καθαρά στα μισοσκότεινα μέσα απ' τις γρίλιες.
Στο μυαλό μου ακούστηκε η ασφάλεια ενός σκουριασμένου σιδερικού.
Έπρεπε να καλύψω την κεφαλή.
Ή έστω να την κρύψω ανάμεσα στα πόδια μου.
Μα δεν την κάλυψα.
Και σαν έσπασαν την πόρτα
μου 'ριξαν δυο ματιές γεμάτες απορία και περιφρόνηση.
"Αυτό δα το κεφάλι πάντα συνηθισμένο στους βάρβαρους αέρηδες".
Δεν ήμουν σίγουρος.
Ίσως ήτανε η ώρα να κάμω το σταυρό μου.
Μα δεν τον έκανα.
Γιατί αυτό το κεφάλι
πάντα συνηθισμένο στους βάρβαρους αέρηδες.
Έπειτα άνοιξαν με τα νύχια τους μια τρύπα στον τοίχο.
Για να μπορούν τα τρένα τους να περνούν.
Λες και οι δικοί μου εφιάλτες άφηναν χώρο και για τρίτους.
Ίσως να έπρεπε τότε να ουρλίαξω.
Να κατεβούν τα δαιμόνια των γιορτών.
Να με σώσουν.
Θα με βεβήλωναν.
Όμως δεν ούρλιαξα.
Άλλωστε αυτή η κεφαλή πάντα συνηθισμένη
στην καταφρόνια των επιτυχών συμπτώσεων.
Σ' ολα τα μήκη της γης έβρεχε σιγανά.
Οι γυαλισμένες μπότες τους σύρθηκαν ως το κατώφλι
αφήνοντας πίσω όλο αυτό το βρεγμένο χώμα.
Πάντα κάτι μένει.
Κάπου βέβαια ξέχασαν να με σκοτώσουν σα σκυλί
πράγμα ταιριαστό για μια τέτοια βρόχινη νύχτα.
Κι αυτό το κεφάλι, όπως το τραγούδι θα ΄λεγε,
ήταν γεμάτο χρυσάφι.
Μα δεν άξιζε τίποτα.
Έτσι, άξαφνα έφτασαν με άλογα τρελαμένα.
Οι αστραποβροντές δεν λύγισαν τα γερασμένα μου παραθυρόφυλλα.
Τους είδα καθαρά στα μισοσκότεινα μέσα απ' τις γρίλιες.
Στο μυαλό μου ακούστηκε η ασφάλεια ενός σκουριασμένου σιδερικού.
Έπρεπε να καλύψω την κεφαλή.
Ή έστω να την κρύψω ανάμεσα στα πόδια μου.
Μα δεν την κάλυψα.
Και σαν έσπασαν την πόρτα
μου 'ριξαν δυο ματιές γεμάτες απορία και περιφρόνηση.
"Αυτό δα το κεφάλι πάντα συνηθισμένο στους βάρβαρους αέρηδες".
Δεν ήμουν σίγουρος.
Ίσως ήτανε η ώρα να κάμω το σταυρό μου.
Μα δεν τον έκανα.
Γιατί αυτό το κεφάλι
πάντα συνηθισμένο στους βάρβαρους αέρηδες.
Έπειτα άνοιξαν με τα νύχια τους μια τρύπα στον τοίχο.
Για να μπορούν τα τρένα τους να περνούν.
Λες και οι δικοί μου εφιάλτες άφηναν χώρο και για τρίτους.
Ίσως να έπρεπε τότε να ουρλίαξω.
Να κατεβούν τα δαιμόνια των γιορτών.
Να με σώσουν.
Θα με βεβήλωναν.
Όμως δεν ούρλιαξα.
Άλλωστε αυτή η κεφαλή πάντα συνηθισμένη
στην καταφρόνια των επιτυχών συμπτώσεων.
Σ' ολα τα μήκη της γης έβρεχε σιγανά.
Οι γυαλισμένες μπότες τους σύρθηκαν ως το κατώφλι
αφήνοντας πίσω όλο αυτό το βρεγμένο χώμα.
Πάντα κάτι μένει.
Κάπου βέβαια ξέχασαν να με σκοτώσουν σα σκυλί
πράγμα ταιριαστό για μια τέτοια βρόχινη νύχτα.
Κι αυτό το κεφάλι, όπως το τραγούδι θα ΄λεγε,
ήταν γεμάτο χρυσάφι.
Μα δεν άξιζε τίποτα.
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009
not a dumb
I'm not a dumb
Those birds flaw a circle around their heads
The cup turned itself to dry
Some liquid sense of death sticks between my fingers
It's might wrong, who knows?
And those knees, they were waiting for a next life
but the guru made off with my money
and whole his fortune-telling charisma
however, roads became too wide
so i could get lost in a second
so i could find my self fortunately unable
and that smell of success
it couldn't even make me instantly high
he's found in a mess
and that famous direction to everywhere has arrived to a pointless meaning note
they're wide enough for a human
they're wide enough and i'm not a dumb
and Saturday nights he used to play his life in cards
and every dawn he spends his material success in a love lottery
where you can buy nothing but love pieces
and flesh pieces and vulgary broken bones
where your money can't buy a shit
they can't buy even a needless shit
and you're coming back home
and you've lost your life for paper kings and queens
who find theirselves so easy to be absent
and while counting fingers you cannot find
a better game to be spread
three nights before i've listened your lullaby by luck
as i was driving along the central avenue
it's been a lifetime
since those three days before
no same thing can be recognized
and i was driving a car along the central avenue
i'm a walker no more
trees on the pavement are just a grey mass
they don't smell, they don't narrate, they don't make a man longed to recall
i may am a bastard
but i am not a dumb
Those birds flaw a circle around their heads
The cup turned itself to dry
Some liquid sense of death sticks between my fingers
It's might wrong, who knows?
And those knees, they were waiting for a next life
but the guru made off with my money
and whole his fortune-telling charisma
however, roads became too wide
so i could get lost in a second
so i could find my self fortunately unable
and that smell of success
it couldn't even make me instantly high
he's found in a mess
and that famous direction to everywhere has arrived to a pointless meaning note
they're wide enough for a human
they're wide enough and i'm not a dumb
and Saturday nights he used to play his life in cards
and every dawn he spends his material success in a love lottery
where you can buy nothing but love pieces
and flesh pieces and vulgary broken bones
where your money can't buy a shit
they can't buy even a needless shit
and you're coming back home
and you've lost your life for paper kings and queens
who find theirselves so easy to be absent
and while counting fingers you cannot find
a better game to be spread
three nights before i've listened your lullaby by luck
as i was driving along the central avenue
it's been a lifetime
since those three days before
no same thing can be recognized
and i was driving a car along the central avenue
i'm a walker no more
trees on the pavement are just a grey mass
they don't smell, they don't narrate, they don't make a man longed to recall
i may am a bastard
but i am not a dumb
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)