Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

dining with ghosts

Φέτος, άκουσα πολλές εκδοχές της αγάπης, πολλές διαστρεβλώσεις των ηθών, ποικίλες ασάφειες στις ιδεολογίες. Μολονότι ήταν πλέον σύνηθες όλοι όσοι επιστρέφουν να ετοιμάζουν μια μικρή βαλίτσα με ιδέες τάχα νεωτεριστικές κι εκκεντρικές μαζί με τα ασπρόρουχά τους, κάθε χρόνο αδυνατώ να παλέψω με το παράλογο.

Κάθε φορά, λοιπόν, στην ορισμένη αυτή περίοδο του χρόνου συμβαίνει κάτι απίστευτο: δεν δύναμαι να θυμηθώ τον εαυτό μου. Τούτες οι αλλαγές μοιάζουν με μια παρέκκλιση που ούτε γνωρίζω πως στον διάβολο προέκυψε. Για ένα-δυο βράδια πασχίζω να επιστρέψω. Έπειτα αηδιάζω με την αλαζονεία, τους περιπαιγμούς και την μοναξιά. Έπειτα εγκαταλείπω.

Και μιλώ για ένα εκατομμύριο άγνωστα ντόμινο που πέφτουν και πέφτουν και με κυνηγούν.
Ύστερα ορίζω τις έννοιες που στέκονται στους βασικούς σταθμούς της ζωής: την ελευθερία, τον θάνατο, την σκέψη, την εντιμότητα, τις σχέσεις. Κι ύστερα σφάλλω. Σφάλλω σε όλα αυτά και πασχίζω να βρω τις σωστές απαντήσεις. Όμως σφάλλω και θα χρειαστούν δυο ζωές για να με δω όπως είμαι.

Μέσα σ'όλα, τι νόημα έχει να γυρίζει κανείς στο παρελθόν; Αξίζει να κοιτά μόνο τα δικά του χνάρια, παλιά και φθαρμένα, και να αγνοεί τις πινακίδες και τα καταστήματα του δρόμου.

Από την άλλη, κανείς δεν εντυπωσίασε με τις φρεσκοφορεμένες απόψεις και την ασυνέπεια εφέτος.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

o.th.ro.

Καθώς ξεκινούσε το λεωφορείο αναλογιζόμουν τούτα τα πάθη που πέρασαν απ' τα χέρια μου τα τελευταία δυόμιση χρόνια. Κάθε στιγμή ο έρωτας υπήρξε το ιδιοτελέστατο σημείο-κλειδί, ένα φαρδύ σκαλοπάτι προς τον ασκητισμό και την θέωση.

Άραγε χρειαζόμαστε όλοι ένα δέλεαρ για να προβούμε σε θυσίες; Είμαστε όλοι γεννημένοι Τριστάνοι και Ρωμαίοι;

Κάπου-κάπου προσπαθούσα να κάνω μια σύντομη παύση στον νου για αναπνοή, επιχειρώντας να μυρίσω και να αφουγκραστώ τον κόσμο. Άλλωστε εκεί αποκοιμιούνται όλα τα μυστηριακά ερωτήματα που σιωπούν επίμονα εις τους αιώνες.

Αυτός ο καθρέφτης του Λουκιανού με προβληματίζει συνεχώς. Δυσκολεύομαι να κοιμηθώ. Διστάζω να συγκεντρωθώ. Οι τελευταίοι μήνες με προλαβαίνουν συνεχώς και μου φορτώνουν έκσταση.

Θυμάμαι την απορία του Κούντερα: ανακούφιση το ελαφρύ; ανυπόφορο το βαρύ; μάταιο το ανάλαφρο; ποθητό το αβάσταχτο;

Ήταν ένα σκαλοπάτι στον δρόμο έξω από το σπήλαιο. Όμως, ήταν μονάχα η αρχή που γκρεμίζεται.

Κοιμάμαι με φαντάσματα.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

το αγρίμι

Για κάποιον λόγο, πάντως, σφίγγω τα δόντια όταν διαβάζω πάλι γράμματα ξεχασμένα.
Καίω τα δάχτυλά μου στη φωτιά. Ρυθμικά, μυστικιστικά. Φόβος.
Φόβος και έλεος.

Τα πνεύματα σιωπούσαν. Οι αυθεντίες έσβηναν αργά καθώς απομακρύνονταν από τις ιδεοληψίες τούτου του κόσμου κι εγώ έπρεπε να κάνω μια ποιήση πιο ανθρώπινη, μα με σταματούσαν πάντα τα αγρίμια του καιρού.

Τώρα.

Κάπου εδώ, φίλε, η πίστη στέρευε. Τα λόγια γίνονταν πιο πικρά, πιο μολυσμένα. Μιαρές κηλίδες σ' ένα αταίριαστο άσπρο. Κανείς δεν έμεινε άσπηλος από φθόνο. Φόβος.
Φόβος στερείται κάθαρσης.

Μαθαίνω να χάνω.

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Λ.ορ.



Α. Οι άνθρωποι.

Συνήθως διατείνονται πως σκέφτονται, άρα υπάρχουν.

Υποθέτω πως είναι πάντοτε σε ετοιμότητα να δουν την φωτεινή πλευρά των πραγμάτων κολλημένοι αβάσταχτα σε κάποιο τετράγωνο: τετράγωνες οθόνες lcd, τετράγωνα γειτονικά παράθυρα, τετράγωνες λογικές εξωγήινες. Άνθρωποι σε αιώνια αναζήτηση κατάλληλου καθοδηγητή. Ρε πούστη μου, μην του λές "εύγε", κάν'το καλύτερα από εκείνον.


Β. Η μετριοφροσύνη.

Είναι απλά μετριότητα. Αφόρητη, βαρετή, εξίσου τετράγωνη. Μέτρια όνειρα. Μέτρια βήματα σε κατευθύνσεις με προβλέψιμο ρίσκο. Ζωές που δεν παίζονται στα ζάρια δεν είναι παρά χαμένες ευκαιρίες. Αυτό που αποκαλούν στον πνευματώδη "μετριοφροσύνη" είναι μονάχα αυτογνωσία. Εν οίδα οτι ουδέν οίδα.


Γ. Ο έρωτας.
Συνδέσεις απλώς για την ζωή μέσα σε μια σχέση. Φόβητρα μοναξιάς. Σχέσεις τυπικές, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς αιτία. Δεσμοί δίχως έρωτα. Πεθαίνουν τόσοι στερώντας από τον εαυτό τους αυτή την ανιδιοτέλεια. Σκορπάνε ανίδεοι και ιδιοτελείς. Φεύγουνε πάντα με βαλίτσες.


Δ. Οι αποσκευές.

Τα στερεότυπα. Οι ίδιες σκέψεις, οι ίδιοι προορισμοί. Μην αλλάζεις, μην πας πουθενά αν δεν μπορείς να μην κοιτάς στον καθρέφτη.


Τετρἀγωνα.


Κι όμως, καρδιά μου, πόσο χρόνο έχασα περιμένοντας είκοσι χρόνια για να σε φιλήσω.


Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

John Frusciante's "Afterglow"



Undenied
Death before life

You're in my place again

Echoes deprive us enough
You're in my wailing
Decide what it means to work in fire
Decide what it means to work in fire

Shadows casting bodies

Who knows which way things will go?
All shifting images
Upside down to be upright
Upside down, you'll make them cry

Death before life


Another place again

You and my loneliness speak now
I realize
I don't have much further to go

The afterglow


Life running backwards, nailed up and freezing


Put the past before you


Down is my placement

No place out there I have to be
Lost is where I hide (and)
And I've no reason to be found

To resound

From no sound to resound

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Ρέκβιεμ

Ο Λέοναρντ χάζευε αδιάφορα τα περαστικά πουλιά. Πέτρες ακίνητες γεμάτες ιστορία.
Μα ο Λέοναρντ παρατηρούσε σιωπηλά το μειδίαμα της αφέλειας στα πρόσωπα των ανυποψίαστων -δεν σκεφτόταν. Δεν δικαιώθηκε ποτέ. Και τούτο εδώ το περίγραμμα βρισκόταν αλλότροπα κάτω από τα δέντρα. Αφίλητα στόματα σε πλήρη αμηχανία, δυο μαθητές, κοιτάζονται πάνω από τα γρασίδια. Κι ο Λέοναρντ τους ακολουθεί με μάτια πλανεμένα κι άσωτα. Ο ένας διαβάζει τους στίχους κάπου στο ύψος του στήθους του, ο άλλος του αγγίζει τα δάχτυλα. Στόματα αφίλητα. Μυστικό είν' ολόκληρο το συναίσθημα σε όλες του τις φύσεις. Χέρια αγγιγμένα..

Κι εσύ σπίτι μου...

Βλέμμα φουσκωμένο από υποσχέσεις ανείπωτες,
λόγια στριμωγμένα 
στ' αριστερά,
σπίτι, κολώνες, επιθυμία μου...

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

lay

Όμως το βράδυ αγγίζω τη δροσιά των οικείων χειλιών
και λέω "δεν πειράζει, ας έρθουν κι άλλα".
Έπειτα λυγίζω στον ώμο της ποίησης σαν να 'ταν κάτι εύθραυστο,
η ξιφολόγχη τρία εκατοστά απέχουσα απ'το στήθος μου
υπήρξε έμπνευση.
Κι ο φόβος είναι κατάσταση που οδηγεί στην εξοικείωση,
σύντομα δεν αρκεί για να βάλει ένα τέλος,
σχήματα κύκλου,
αυτή η ιστορία δεν λήγει ποτέ.
Κι αυτό το γεμάτο φεγγάρι...
Κάποτε έκλαιγαν μπροστά στα πασούμια των κοριτσιών
οι λογοτέχνες
κλέβοντας έτσι μια ποιοτική περιγραφή.
Σήμερα τι;

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Κάτω από τα δέντρα


Θυμάμαι
για να μην ξεχνώ να ζω.
Βουτάς
μέχρι να σου κοπεί κάθε αναπνοή.
Βουτώ
πάντα για να σε βρω.
Δεν υπάρχει τίποτε το απελεύθερο
κάτω από τα δέντρα.
Κάτω από τα δέντρα...

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Le misanthrope


[...]"Όταν αποφάσισα πια να γίνω παντελώς γαϊδούρα ήταν ήδη πολύ αργά για το "παντελώς". Συν τοις άλλοις, το δραματικό μου ταλέντο με είχε εγκαταλείψει δια παντός και -τώρα που το σκέφτομαι- μαζί του αποχώρησε το τελευταίο δείγμα υπομονής που με μεγάλη επιμέλεια είχα φροντίσει να σφαλίσω στην ντουλάπα. Φυσικά, η υπομονή και ο Παλαιοκώστας βρίσκουν πάντα τον τρόπο.
Κάπως έτσι, η Πανδώρα έβγαλε για ακόμη μια φορά το πώμα και κρυφοκοίταξε στον πάτο του πυθαριού. Too late, η Πανδώρα έχασε την Ελπίδα μέσα από τα χέρια της κι εγώ πήρα τα αρχίδια της.
(για την Ελπίδα άκουσα πως εθεάθη σε γνωστό ριάλιτι σόου του Ant1)
Μέσα σ' όλα, το αγόρι μου είχε καταληφθεί από μια βαρβάτη εμμονή μίσους ενάντια στο ΔΝΤ που δεν τον άφηνε να κλέισει μάτι. Ξημερώματα σηκωνόταν κι έτρεχε στις λαϊκές αγορές με την ελπίδα να συναντήσει κάποιον ανταποκριτή του Αυτιά και να του βάλει το αγγούρι στον κώλο. Ήταν δυο χρόνια πρωτύτερα, όταν αγόρασε το βιβλίο του γνωστού δημοσιοκάφρου ονόματι "Τα όσα θα προσφέρει το ασφαλιστικό στα έξοδα κηδεία σας". Τώρα δεν υπήρχε καν ασφαλιστικό ζήτημα. Μάλιστα, όταν κάποτε ο σύντροφος του ταψιού και της ζωής μου αποφάσισε να στείλει ανοιχτή επιστολή στον γνωστό για τα ωτικά του πτερύγια κύριο, εκείνος ανταπάντησε: "Δεν σας είχα πει ότι θα λυθεί το ζήτημα της Ασφάλισης; Ε λύθηκε! Για την ακρίβεια: καταλύθηκε!".
Όπως και να 'χει, όλη αυτή η ιστορία μας είχε ταράξει όλους όσους τρέχαμε βραδιάτικα να μαζέψουμε τον Μήτσο από τα παραρτήματα του Ερυθρού Σταυρού, τον οποίο ο Μητσουλέιτορ θεωρούσε υπεύθυνο της κρίσης για λόγους που θα εξηγήσουμε μετά το επόμενο μπουκάλι ούζο. "

Γιαγιά: "Έλα τώρα καμάρι μου, κοιμήσου. Θα συνεχίσουμε αύριο αυτό το παραμύθι"
Εγγονή: "Εντάξει γιαγιά... αλλά τί είναι αυτός ο θόρυβος".
Γιαγιά: "Τα δόντια του παππού τρίζουν ακόμη και μέσα από το βαζάκι"
Εγγονή: "Ό,τι μικρομάθεις, δεν το γεροντοαφήνεις... έτσι δεν είναι γιαγιά ;"
Γιαγιά: "Άη γαμήσου."

Επιστολές του Δ.Στ.



Κάθε φορά συνέβαινε κάτι το απίστευτο: για 'σένα αψηφούσα κάθε κίνδυνο. Περνούσα θάλασσες, πηδούσα ουρανούς, αστέρια γκρέμιζα, νικούσα τέρατα. Αιώνια πάλη ανάμεσα στο απτό και το ακατόρθωτο.

Έκλεινα τα μάτια και τα χέρια έγραφαν από μόνα τους μακρόσυρτες ερωτικές επιστολές, που φρόντιζα πάντα να στέλνω με χωλά περιστέρια. Κάπως έτσι γλίτωσα εφάπαξ απ'τα δεινά της έκθεσης.

"Να πετάς έστω και με ένα φτερό", ονειρευόμουν πως με συμβούλευε η μάνα μου. Ύστερα, το 'πιανε και με μια κίνηση μου το ἐσπαγε. Κι έπρεπε τώρα εγώ να πετάξω με το τίποτα.

Ταξίδευα, λοιπόν, μονάχος και πεζός απάνω σ'έναν δρόμο τρομακτικά επίπεδο και λείο κι έλεγα "θέε μου, στείλε μου λόφους να τους περάσω". Κι έλεγα "θέε μου" γιατί φοβόμουν πως δεν ακούει κανείς.

Μια μέρα το όπιο τέλειωσε.

Δεν το γνωρίζεις, μα μέσα μου πέρασα από ουρανούς και χθόνιους. Για 'σενα μίλησα με αγρίμια. Συ κοιμάσαι μειδιάζοντας στην γαλήνη του γνώριμου κρεβατιού. Πάντοτε επικίνδυνα όμορφη.

Στεκόμουν έτσι συχνά έρμαιο μιας γοητείας ενδότερης, για την οποία κατά τύχη βρέθηκα να κατέχω τα κατάλληλα γυαλιά. Και σε ζητούσα και σε φλέρταρα.

Κάπου-κάπου εκλιπαρούσα, όπως τότε στην αποθήκη.

Δεν το γνωρίζεις, ωστόσο μειδιάζεις στον ύπνο ανταπαντώντας στο όνειρο.

Μη μου τρομάζεις. Δεν διεκδικώ παρά τον ήχο της ανάσας που κρύβεται και τροφοδοτεί το αμυδρό σου χαμόγελο. Μένω εδώ σαν του Νερούδα το άθικτο ξύλο.

Πάντα.

Δ.Στ.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

εποχές..

Δεν ήταν αλαζονεία,
                          ήταν ερώτηση.
Δεν ήταν εγωπάθεια, δεν ήταν νους,
                                  ήταν αλλόφρον βίωμα.

Ήλιος με δόντια στις αρχές της Άνοιξης.
                                    Πάντα στις αρχές της Άνοιξης.

Ευδαιμονία



Η ευδαιμονία.
Φοβόμουν να πετάξω τα παλιά κλειδιά στο συρτάρι. Πολύ περισσότερο: αντιμετώπιζα με τρόμο το ενδεχόμενο της λησμονιάς. Έτσι, κρατούσα για μήνες δύο μπρελόκ στη τσάντα. Παρόν και παρελθόν σε μόνιμη ασυμφωνία. Φοβόμουν. Όσοι έχουν κάνει το βήμα προς τα έξω μπορούν να το καταλάβουν. Όλα αλλάζουν στο πέρασμα της κάθε ημέρας. Τα τσίγαρα αλληλοδιαδέχονται στα δάχτυλα. Το αλκοόλ αντικαθίσταται από μια νοητή πληγή που ξύνεται μοναχή της κάθε απόγευμα. Ξέρεις, τις ώρες που οι μνήμες αφυπνίζονται φυσικά και αυθόρμητα. Ώσπου μια μέρα γεννάται μια τόση δα ευδαιμονία που ολοένα αυξάνεται. Για λίγες στιγμές γίνεται έκσταση. Έπειτα σβήνει. Μελαγχολία. Βέβαια, το γρανάζι του χρόνου δεν επιτρέπει καμία βολή κι η κατάθλιψη γίνεται πάλι μειδίαμα.
Κάπως έτσι, καταιονιζόμουν από έναν κουβά γεμάτο ημιπνευματικότητα και χρησιμοποιώ το πρόθημα του μισού γιατί ετούτο εδώ το παράδοξο δεν περιείχε μονάχα γνώση. Το αντίθετο, ξεχείλιζε από μυριάδες κολασμένα τινά, όπως πάθος, έκσταση, ενσυναίσθηση, αντιδράσεις, εκδίκηση, αλαζονεία, ανεπιφύλαξη, λαβωματιές με ουλές που δεν κρύβονται καλά από τα ψηλά κασκόλ. Ένας κουβάς γεμάτος ενοχή, απόγνωση και θολούρα. Πάντως, ο κουβάς έγερνε πάνω από το κεφάλι μου πάντα την κρίσιμη στιγμή, την ύστατη ώρα σας ταχυδρόμος των δαιμόνων. Χείλη που στάζουν από έλλειψη.
Όσοι έχουν κάνουν το βήμα προς τα έξω μπορούν να καταλάβουν. Το βήμα προς τα έξω που είναι πιο πολύ προς τα μέσα. Επικοινωνιακή εσωστρέφεια. Κενά και χάσματα αδιαπέραστα. Ο κουβάς πάντα με έσωζε το τελευταίο λεπτό.

Κι απόψε τον περιμένω.

Τί ήταν για μένα η ποίηση; Ο περίπατος του αναπήρου πάνω στη θάλασσα, ό,τι απέμεινε δικό μου στο κουτί της Πανδώρας, αιώνια απορία και φάρμακο.

Γι'αυτό απόψε την περιμένω.

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Όμως ο κόσμος

Όμως ο κόσμος χλώμιαζε κι εγώ εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω.
Ἐξω χίονιζε κι εμείς δεν είχαμε κουβέρτα. Αγκαλιαζόμασταν, λοιπόν, σε μια προσπάθεια να παρακάμψουμε τα σώματά μας που ακόμη εμπόδιζαν το σφίξιμο των μπράτσων.
Επιπλέον, συνέχισε να χιονίζει κι έτσι δεν είχε αστέρια. Μπορέσαμε, το λοιπόν, να σταθούμε μόνοι χωρίς μικρούς πρίγκηπες και φώτα και κάρτες και ευχές. Το μάθαμε από την τηλεόραση: ήταν Χριστούγεννα. Απάθεια. Τα είχαμε όλα:
τις αφορμές
   τα χέρια
 τα σώματα
Πες μου απόψε, μίλα μου. Τί 'γιναν τα οράματα του κόσμου, τα χαλάσματα, οι φόβοι;
Πού πήγε ο έρωτας και αποχρωματίστηκε; Πες μου, γιατί δεν πετούν πια τα πουλιά;
Πέτερ, ο κόσμος χλώμιασε κι εγώ
εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τίποτα....

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Επανάσταση



Ρωτούν επιμόνως για την φύση της,
καταραμένοι από την μοίρα που δεν θα νιώσουν ποτέ
τούτο το ρίγος της σωστής απόφασης.
Ρωτούν συνεχώς για την φύση της,
μα δεν κοντοστέκονται ποτέ ν'αφουγκραστούν.
Έτσι τα λόγια ρέουν σε αδιέξοδα,
φουσκώνουν,
φουσκώνουν ο νους και τα οράματα
μες στα λακκάκια, σε υπονόμους, σε σάπια μυαλά φουσκώνουν
θα ξεχυθούν.
Ρωτούν για την φύση της.
Ένα τσιγάρο που τελείωνει πάντα με ακρίβεια την ώρα εκείνη της δικαίωσης,
τη στιγμή της συγχώρεσης η απολογία,
φεγγάρι χλωμό πάνω από το κεφάλι του "φτιαγμένου"
Εκείνη ήταν η φύση της

Παλιά την 'λεγάν "ἐκσταση"

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

βλέπω

Στο τέλος του δρόμου κοντοσταθήκαμε. Είπε: "Τί βλέπεις;", "Μέλλον",ομολόγησα.

Φυσικά κάπου εκεί ο δρόμος έμοιαζε να τελειώνει, καθώς θέριευαν οι φλόγες στο κατόπι μας και το μονοπάτι δεν είχε συνέχεια.

Σώπασε για μια στιγμή έπειτα ξαναρώτησε: "Λοιπόν, τί βλέπεις;". Τότε χαμογέλασα.

 Δεν ξέρω πως φτάσαμε, πάντως υπάρχει μια βάρκα στην άλλη άκρη του σκοινιού.
Αν μπορείς να δεις παραπέρα, πάντα υπάρχει μια βάρκα που αντικρύζεται μονάχα μετά την απόβαση.

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

κι αυτός

Κι αυτός που τίποτε δεν κατείχε, δεν είχε τίποτα να χάσει. Γι'αυτό ωφελεί να παραμένεις φτωχός. Μονάχα κρατούσε ένα ξύλινο προσωπείο κι απέφευγε τα γυάλινα, γιατί ήταν εύθραστα. Στην αρχή τα κρατούσε ενώπιον των λίγων, των στενόμυαλων, των μαλθακών του νου, των δειλών. Έπειτα πήραν τη μόνιμη θέση τους στο πρόσωπό του κι έμειναν. Στη γωνία του δωματίου η παγωμένη ανάσα ζεσταίνεται απ' τις σκέψεις. Από την άλλη ο νους νεκρός. Λες "τί να τα θέλω εκείνα τα απογεύματα; για ποιόν οργώνω τη σκέψη, για ποιόν το ρολόι, για ποιόν τα κλειδιά;". Παραδίδεσαι στον ύπνο, ο μόνος εύκαιρος, αρχικά, τελικά.

ή όπως θα έλεγε ο Σεφέρης :
" σιωπές αγαπημένες της σελήνης "

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

εργαλεία αντιποιητικά



Μια φορά ακόμη, Γκάμπριελ,
δώσε μου μια ελπίδα μέλλοντος
πιάσμενη στα βλέφαρά σου καθώς κοιτάζεις
ένα κορμί στερεμένο κι ανίσχυρο
απέναντί σου και από μέσα σου
στο αντίκρυσμα ενός χαμένου ληστή που σέρνεται
ανάμεσα στο παρόν, αφελής ακροβάτης
στις τεντωμένες φιλοδοξίες επάνω,
έτοιμες να κοπούν δια παντός
στην ανάγκη, Γκάμπριελ
στης ανάγκης το όνομα δώσε μου
ένα μικρό χάλκινο εργαλείο κι ένα ελάχιστο κομμάτι απ'τη καρδιά σου
σαν ευκαιρία να σκάψω τρύπες να κρυφτώ κάπου στα σχέδια σου.
Γκάμπριελ, οι κολάσεις δεν ήταν παρά αιχμηρό παιχνίδι
στα χέρια μου, παιδικά, κι είτε κόπηκα
είμαι εδώ καθισμένη και περιμένω να μαντέψεις
την ώρα και το μέρος
να περάσουμε μέσα από τη μπόρα μοιραζόμενοι την ομπρέλα και τη ζωή
Γκάμπριελ, η κιθάρα σου παραμένει αμείλικτη και ξεκάθαρα σιωπηλή
Έλεγε τούτα και χόρευε με φρένα σαλεμένα
στην ερωτευμένη μανία της σαν χάριζε λόγια και υποσχέσεις
των λαβωμένων τα όνειρα αρκούνται σε υποθέσεις

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

And then I see a darkness



Το σπίτι του ήταν εκεί όπου μια άκρη χλωρή υφίσταται,
ένα κομμάτι γης δροσερής που να χωράει τις αναμνήσεις του.

 Σπίτι του ήταν ο τόπος όπου μπορούσαν να συναντηθούν τα πνεύματα
 μ' εκείνον μόνο του, γυμνό κι εκτεθειμένο

 Εκείνο ήταν το σπίτι του...

 Σπίτι ήταν το μέρος όπου ησύχαζαν οι δαίμονες χορεύοντας
και στην ντουλάπα υπήρχε ένα μικρό ραφάκι για όνειρα

 Οι τοίχοι τον στρίμωχναν προστατευτικά
 μαλάκωναν τον πόνο του με μια τρυφερή σκοτεινότητα
κι εκείνος δεν ήξερε γιατί πάντοτε τον ακολουθούσε η αίσθηση της θλίψης
και που ήταν το κομμάτι που όφειλε να σημάνει την ολοκλήρωση

 Τα έβλεπε όλα όσα μπορούσαν να τον σώσουν
μια μέρα ή μια νύχτα
 από το σκοτάδι, από τη σκιά κι από την έλλειψη πατρίδας και στέγης
 μα ήταν άπιαστα και ξέφευγαν
 20 χρόνια τώρα, ίσως και πιο πολύ

Σπίτι του ήταν εκεί όπου οι ανάσες χωρούν
πλάι σε άδεια χαρτονομίσματα και συμβόλαια
μέσα σε υποσχέσεις αφοσίωσης

 Σπίτι του ήταν η έμπνευση
 και η ξεραμένη σκουριά κάτω από τη βάση της γλάστρας
δίπλα στην εξώπορτα

 Σπίτι του ήταν μια παράγκα με μόνη προίκα την ανοχή του ενοίκου,
ένα καλύβι με λευκές κάσες και δέντρα απανθρακωμένα στο ξύλινο πάτωμα

 Σπίτι του ήταν εκεί...