quelques brèves fois ο διάβολος έκανε μάτια γλυκά en le reve de Francois μπαινεί στη ντουλάπα, το λέει στη μαμά à l'heure du déjeuner ο φοβός του ανάβει σαν μη ελεγχόμενο καλοριφέρ maman j'ai très de peur υπάρχει ο διάβολος και ο Δρακουμέλ en soir grands ils deviennent με δόντια μεγάλα και περιβολές Maman rit rassurante πριν πέσεις για ύπνο πολύ να γελάς
le bruit et le diable passe vite δεν έχεις εγκέφαλο ούτε για ντιπ
Το δηλητήριο ήταν η γιατρεία κι έτσι την κράτησε για χρόνια την χειροβομβίδα του θανάτου πάνω από το χρυσό του κεφάλι πασχίζοντας για ένα κομμάτι αιωνιότητας.
Κι έτσι κράτησε το γαρύφαλλο στα ματωμένα χέρια του πάνω από τις αηδιαστικές επιθυμίες ανθρώπινες ως το κόκκαλο συγκράτησε μια αόριστη μυρωδία
Το δηλητήριο ήταν η γιατρεία απόψε θα ζήσει για πάντα.
Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009
Μελετώ την επιστροφή αδημονώντας για ένα αύριο ανεξακρίβωτο που θα περάσουν αιώνες και μέρες και λίγες ατέλειωτες ώρες για να επιβεβαιωθεί Μελετώ όπως χθές με τη θέρμη που κρύβουν ακόμη τα ακροδάχτυλα των άκαμπτα νεκρών εραστών όπου δεν υπάρχει χρόνος να γυρίσει πίσω δεν υπάρχει προοπτική αναίρεσης παρά ένα φύσημα αέρα και σκόνης και εδώ μελετώ ίσως χωρίς διπλανό στα χαρτιά μου με τα χέρια ψηλά κι εκείνο το μπλε κασκόλ που κάποτε ξέμεινε πάνω μου φερμένο από ξένο αυχένα που πια δεν τον θυμάμαι Και δεν θυμάμαι τίποτε πια παρά τη μυρωδιά εκείνων των ημερών δεν θυμάμαι τα πρόσωπα που καταπίνονται μη διστάζοντας να φανούν εύκολα στην λήθη και τους εγωισμούς και δεν θυμάμαι τα χέρια μα εκείνη η θέρμη από τα νεκρά ακροδάχτυλα που ζωντανεύουν την πύρινη ανάμνηση κατάφωτη από την αμαρτία γι'αυτό γλυκιά Μελετώ την επιστροφή αδημονώντας για ένα αύριο ανύπαρκτο για μια ελπίδα που απόσπαρτάρισε ξεστρατώντας από όσα οι Μοίρες όρισαν μελετώ την επιστροφή
Έπεσε στα απελπισμένα γόνατα του Θεού η προσευχή και κρεμάστηκε με χέρια τρεμάμενα θολά οι μνήμες ρίζωσαν τα πουλιά πάγωσαν στην πτήση τους η φωνή ζεστάθηκε. Έπειτα ξύπνησαν ο ένας στα χέρια του άλλου αφαίμαξε το χρώμα των ματιών του τα μυστικά έτοιμα να εκραγούν προφυλαγμένα στη σιωπή. Ο δαίμονας που παρασιτεί στο στήθος, στα τρεμάμενα χέρια και στα δάκρυα, πόσο πεινούσε απόψε για μαρτύριο. Έξω από τη μαρμάρινη αίθουσα του δικαστηρίου ο βαρδάρης μετακίνησε λίγο το τοπίο, τα φύλλα των δέντρων και τις σκιές των πουλιών. Μια νύχτα που κύλησε και χάθηκε μια πρόδρομη σκέψη που επέζησε τα δάχτυλα που γλίστρησαν ανάμεσα σε δάχτυλα μια υπόσχεση καθόλου εφικτή, μια εγγύηση που ψεύδεται ασύστολα. Απόψε, εχθές, μεθαύριο. Αγαπώ.
Σ' έχω απογοητέυσει. Στις σκόρπιες κορυφές τ' ανέγγιχτα, τ'απλησίαστα σκαρφάλωσα τα αστέρια έπεσαν σε μια στιγμή δεν υπήρχε μυρωδιά γιασεμιού στα ποτήρια κι η εξαναγκαστική νηφαλιότητα πονούσε τόσο τις αισθήσεις. Ένα πρωί με ένπιξε η δίνη του λικέρ σ'ενα ποτήρι ραγισμένο από φωνές εχθές γελούσαν ή έκλαιγαν οι επάιτες μα είχε πάντοτε τις ίδιες επιπτώσεις κι όταν η πόλη άδειαζε οι συνοικιές ξέβραζαν την νεκρική προσπάθεια για λιγοστή συμπάθεια και για χέρια πιασμένα σφιχτά σαν δεμένα όμως κανείς δεν ήξερε σαν πέρασε ο καιρός κι έμεινε μόνο η διήγηση στην παράδοση αν ήτανε απλά μύθου αίνιγμα..
Σε βέλη στιγμών ανύποπτων χαμογελούσε κρυφά κάτω από το φθηνό του καπέλο και στο κεφάλι του δεν ήταν πάντα ο αρχηγός μα ηγήθηκε και έπειτα ήρθαν οι ήττες σαν τις βροντερές καταιγίδες που δέρνουν και δεν σε αφήνουν να σκεφτείς παρά μόνο την αναζήτηση λίγων εκατοστών χώματος για να πέσεις τα φτερά λυγίζουν, άλλοτε σπάνε και κόβονται μα έτσι κι αλλιώς χρειαζόταν μονάχα ένα άλμα και λίγα σκαλιά να επιχειρήσει να συρθεί την άνοδο και τις βασανιστικές τελείες που σ'αυτό το αράδιασμα δεν μπαίνουν ποτέ γιατί ουδέποτε ήξερε να πει έναν αξιόλογο ορισμό για τη ζωή και τί είναι το ψέμα και τι εξυπηρετεί αλλά γνώριζε καλά να διαφυλάττει κάτι άγνωστο που διέφευγε του νου και πάντοτε αρκούσε..
Βάδιζε νευρικά στο δωμάτιο. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Σε λίγο έβαλε στη χούφτα μου είκοσι δραχμές και ένα κομμάτι κιτρινισμένο χαρτί. Έτσι έφυγε. Οι υποψιές αποκοιμιούνται στο μυαλό μου παθητικά. Στην παγωμένη αίθουσα ακούω τον ήχο των ρολογιών μέσα στα αυτιά μου, εκωφαντικό, απόκοσμο. Έξω νυχτώνει, ίσως ξημέρωσε δεν θυμάμαι πια γιατί πρέπει να αλλάζουν οι μέρες. Δεν θυμάμαι γιατί προσπαθώ να λύσω την αινιγματική αυτή η κίνηση. Έπαψα άλλωστε εδώ και καιρό να ονειρεύομαι κάτι άλλο πέρα από την επιστροφή που μπορεί να κατακτηθεί ίσως με μια νέα φυγή. Η βρύση του μπάνιου στάζει τακτικά. Κανένας φόβος- μόνο αναμονή. Αναμονή γιατί; Για την επίπεδη γραμμή και το κιτρινισμένο χαρτί που περισσεύει. Για τα λόγια του γερασμένου υπαλλήλου στο φαρμακείο. Για την εξήγηση των άχρηστων 20 δραχμών που άφησε φεύγοντας. Κανείς θάνατος. Καμία ζωή. Απλή, στεγνή, φειδωλή Ματαιότητα.
Άλλωστε επέστρεφε στις βραδινές ονειρικές εξορμήσεις μου σε τόπους αλλόκοτους και μη πραγματικούς. Δεν ξέρω πια αν ήθελα την επιστροφή ή μόνο τα νυχτερινά όνειρα.
i won't pick up the phone and i will dance along all alone drinking wine for a while. Tonight. What if it ain't no right? What if my banjo sounds bizzarious enough.? And i will sing funeral bells and evil playthings will build my own hommie hell. Well it sounds bizzarious ain't it? Me and my bastards, we're gonna make it red or lust. I'm gonna smoke till i fall like a smart-ass going fast. I'm licking the right to crawl. What if it aint that proper?
Ο Σουλάρας είχε αποφασίσει να μην δεχτεί πελάτες σήμερα. Για να καταλήξει κάπου η συλλογιστική του πορεία έπρεπε να χαλαρώσει.Ακολούθησε λοιπόν την προσφιλέστερη μέθοδο χαλάρωσης που πάντοτε τον έκανε να νιώθει σαν τον Τζών Λένον στο εξώφυλλο του rolling stone-μετρούσε καταστήματα Έβερεστ καθ'όλη τη διαδρομή-ώστε απεφάνθη: θα έβρισκε τον καρντάση τον πατέρα του φέρελπι γαμπρού του, του Μάο, και θα τα κανόνιζαν σαν άντρες που ήταν.
Όσο οδηγούσε σκεφτόταν,όσο σκεφτόταν, του έρχονταν στον νου ένα ζευγάρι σχιστά μάτια μέσα από τα ρέιμπαν και έχανε τα λογικά. Το εγγόνι του δεν μπορούσε να βγει Κινέζος! Κανένας Καλαματιανός δεν την έχει 10 εκατοστά! Δ ε ν γ κ έ ν ε τ !! Θα πήγαινε στον πατέρα του πουΤσάκι Τσαν και θα του γαμούσε το κέρατο!! Θα του έλεγε: "τα τσόπστικς σου και σ'αλλη παραλία"! Θα τον απειλούσε!
Τραβά χειρόφρενο για να στρίψει επί τόπου με μια απότομη κίνηση!Ένας ξεχασμένος πελάτης- τραβεστί ουρλιάζει από πόνο στη θέση του συνοδηγού! Ενώ ο Σούλης αναζητά εκ νέου τον κανονικό μοχλό του χειροφρένου, το πι της γιαγιάς που διένυε την διάβαση σε ένα απόλυτα ατυχές τάιμινγκ θρυμματίζει τη βιτρίνα ενός chinese super store.
Ο Σούλης ήταν πλέον πεπεισμένος πως η επικράτηση του κινέζικου γένους αποτελούσε απειλή τόσο για την ήδη κλονισμένη ανθρώπινη επικοινωνία, όσο και για την διατήρηση του εθνικού φρονήματος, μιας και οι τρισκατάρατοι μπρουσλήδες προέβαλλαν τώρα την δική τους αρχαία κλασική εποχή, που να τους έλαχε ο Λεβέντης για πρωθυπουργός! Δεδομένης της οικονομικής κρίσης που καταπολεμάται ολίγον τι με τους σανδαλοκαλτσοφόρους βρωμοκιτρινιαρηδες τουρίστες και του σεξουαλικού εμπάργκο από τη σύζυγο αν δεν είχε πάρει τη δόση της από κινέζικη σαπουνόπερα, αποφάσισε να κάνει τουμπεκί ή ακόμη να το "βιδώνει το μπουλόνι" όταν έπαιζε μηνιαιώς τηλεταινία προς εμπέδωση της σαπουνόπερας που προανέφερα.
Μια εβδομάδα έπειτα από τα ανίατα καθέκαστα, ο Σούλης παραλίγο να πάρει κούρσα τον Χάρο και μάλιστα χωρίς δώρο Πάσχα με αυτά που έμαθε: η μοναχοκόρη του η Μαρία, γνωστή και ως "η ξεκωλιάρα της γειτονιάς" ή "σεξουαλική επανένταξη για όλους" κυοφορούσε το πρώτο του εγγόνι. Και μη φανταστείς πως ο Σούλης ταράχτηκε φοβούμενος την κατακραυγή της γειτονιάς για το εκτός γάμου τέκνο (μπαστάρδι το έλεγαν στα χρόνια μου). Το υπέρτατο καράφλιασμα επήλθε με την γαμπριάτικη επιφάνεια: ο γαμπρός ήταν γόνος Κινέζου μεγαλομετόχου σε αλυσίδα τραπεζικών καταστημάτων.!! Τώρα το εγγόνι του θα ήταν μούφα καλαματιανό ! Αντί για ννιε και λλλιε θα πρόφερε το σουν και το τζου! Άσε που θα ήταν κιτρινιάρικο ! Πώς θα πιάσει το τιμόνι του ταξί; Θα το μπερδεύουν το παιδί με το καπό, ίδια κοψιά, ίδιο χρώμα! Πώ γαμώ τη τύχη , ήθελα να 'ξερα, το αστικό ΚΤΕΛ τους έστειλε για να τον ξεκάνουν;
Με τα προαναφερθέντα και λίγο κλισέ συζυγικό σεξ, ο Σούλης έδιωξε τον γαμπρό με τρόπο ευγενικό και με κανα-δυο σούσι στον κώλο, μαύρισε τη γυναίκα του στο ξύλο για να εξασφαλίσει λίγη αντίθεση ενόψει τόσης κιτρινίλας και επέβαλλε για τετρακισεκατομμυριοστή φορά στον μαλάκα τον γιό του, πρωτοπαλίκαρο της χέστρας, δίαιτα αυστηρή και χωρίς ψωμί. Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα,έφτυσε τα φτερά από τα μυγάκια και ξεκίνησε για τη δουλειά: τη μόνη στιγμή οπότε μπορούσε να συντονιστεί στο ντέρτι εφ εμ και συλλογιστεί καθαρά και ανεπηρέαστα.
Annie K used to talk about midnight moon landings and the way she was fighting an internal enemy that always survives how she got killed while hunting and some tears of hate that turned to misty her eyes. Falling her asthray on the floor with no noise and sometimes her love was so annoying
Annie K used to narrate of a block forest home and of too many times she has flight off her mind human empathy just leave her alone love torturing and the life she had fight when the senses are gone blank head-shell held on a phone
Annie K was a mistery punk dyed pink hair and a bass playing funk she had an alien lover still she has had her mind fucked seems to be never real sober body nibbled run out of luck human sympathy, so offered hands just leave her alone she was building her own mind's home love torturing and the life she had fight when the senses are gone blank head-shell held on a phone
Άλλα γιατί με κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις. Ίσως γιατί στέκομαι πάντα κάτω από μια μαρκίζα, αλλά δε βλέπουν ότι μια ζωή δεν αρκεί όταν αρχίζει να βρέχει. Κι αλήθεια τι θα συμβεί αύριο; Τι συνέβη χτες; Πράξεις χωρίς καμιά σημασία που κάνουν ακόμα πιο βαθύ το μυστήριο κι οι νεκροί μας φεύγοντας άφησαν στην είσοδο αυτή την ακαθόριστη ελπίδα που κάνει πιο αβέβαιο τον κόσμο. Όλα τόσο θολά, σαν μια συνομιλία σ' έναν πολυθόρυβο δρόμο «μα δεν ακούς, λοιπόν — δεν ακούς;» «ν' ακούσω τι;» μια θλίψη παράξενη σαν κάποιος που έμαθε το μυστικό σου ν' απομακρύνεται αδιάφορος κι άλλοτε είδα ανθρώπους πάνω στις έρημες αποβάθρες να χειρονομούν απεγνωσμένα — ποιόν ειδοποιούσαν; Τι ήθελαν να πουν;
Απ’ όλα μπορείς να σωθείς εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό που δεν το θυμάσαι.
Έτσι, παρ' όλο που το σπίτι ήταν άδειο, κανείς δεν ερχόταν, «αλήθεια, πόσος καιρός πέρασε», σκεφτόμουν και θα πεθάνουμε ολομόναχοι — κι εκείνο το μικρό καράβι που μας χάρισαν σε κάποια παιδικά γενέθλια μας πήγε μακριά. (Πότε γυρίσαμε χωρίς να το καταλάβουμε!) Τώρα περιπλανιέμαι σε βράδια που δε θα ξανάρθουν ποτέ ή μένω κλεισμένος στην κάμαρα μου — μόνο, για το Θεό, μην τραβήξετε την κουρτίνα είναι ανατριχιαστικό!
«Μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε, είχε πει ο Φίλιππος, αλλά θα 'ναι αργά» και σκέφτηκα τα φαντάσματα που εμφανίζονται όταν όλα έχουν τελειώσει (κι ίσως για να κρύψουν ακριβώς αυτό). Άλλα τώρα χειμώνιασε, ας κατεβούμε στην κήπο κι ας θάψουμε τα παλιά χειρόγραφα. Και κάποτε θα τρομάξεις όταν καταλάβεις ποιος είσαι.
Κι οι εραστές υστέρα από μια νύχτα απερίγραπτη ξυπνάνε σ' ένα φτωχό πρωινό του Νοέμβρη ενώ η βρύση στο νιπτήρα στάζει αργά σαν υπόμνηση της μονότονης διαδοχής των ήμερων. Και πεθαίνουμε στερημένοι σ' έναν παράδεισο από λέξεις.
Κι άξαφνα έρχεται η στιγμή που πρέπει να επιστρέψεις, βράδιασε, στη σάλα έχουν ανάψει τα φώτα — στάθηκα στο διάδρομο, είχα ένα σπουδαίο άλλοθι, αλλά το ξεχνούσα την κρίσιμη στιγμή — με κατηγορούσαν ότι συναντούσα, λέει, κρυφά τις σκιές τού παλιού σχολείου ναι, δεν το αρνούμαι, όμως χυνόταν μόνο το δικό μου αίμα κι υστέρα τα θλιβερά απογεύματα στέκομαι συνήθως έξω από κάποιο ορφανοτροφείο κι απορούσα μάλιστα που στα άσυλα μοιράζουν πάντα τόσο νωρίς το δείπνο, ίσως γιατί το σούρουπο είναι μια δύσκολη ώρα και καλύτερα να 'χει κανείς αλλού το νου του. Έξαλλου, εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες.
Γι’ αυτό κιόλας μ' αρέσει να χαιρετώ τα πλοία που φεύγουν για τον Άγιο Δομίνικο ή έφτιαχνα πύργους με παμπάλαιες εφημερίδες που 'γραφαν για μια χαμένη εξέγερση — ποιος τη θυμάται; κι αυτό το μυστικό που περίμενα χρόνια: κάποιος, λέει, θα με πλησίαζε και θα μου το ‘λεγε ξαφνικά — έτσι δεν πρόσεξα τίποτ' άλλο στον κόσμο. Κι εσύ, καλέ μου φίλε, μόλις πεθάνω θα σου γράψω με ειλικρίνεια, θα σου πω για τον άνθρωπο που μ' έφτυσε για το κονιάκ που μου λείπει, για τα πουλιά το πρωί που με ξαναγυρίζουν στο σπίτι τού παππού.
Κι η Τερέζα κάθε φορά που πίναμε τσάι και μου επέστρεφε το φλιτζάνι, το χέρι της ήταν ωχρό απ’ το μακρύ ταξίδι — που είχε πάει και πότε θα γυρίσουν οι νεκροί «δε σέβεστε λοιπόν ούτε το άπειρο;» τραύλισα, γι' αυτό ετοιμάζω τις αποσκευές μου αλλά δεν απομακρύνομαι — αφού για να γνωρίσεις τον κόσμο αρκεί εν' ανεξήγητο όνειρο.
Τότε το εκκρεμές άρχισε να χτυπάει κι ακούστηκε η ώρα του αναπότρεπτου έτρεξα να τους προλάβω στη σκάλα, «κανείς δεν πέθανε, τους λέω, μα όλοι είναι σιωπηλοί μάρτυρες γι' αύριο» ενώ την ίδια στιγμή «κάπως έτσι θα 'ναι η τιμωρία», σκεφτόμουν — όπως και τα παιδικά μας χρόνια την ώρα του θανάτου μας θα 'ναι εκεί και θα μας περιμένουν.
Και συχνά τις νύχτες ανέβηκα στις γέφυρες των σταθμών και κοίταξα τα φωτισμένα τραίνα να χάνονται πέρα στο πουθενά. Ώ εποχή μου, όλα ειπώθηκαν και μόνο το φθινόπωρο συνεχίζει το αιώνιο παράπονο του.
Ώσπου σιγά-σιγά το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο αίνιγμα και το φως της μέρας δεν έχει επιείκεια γι' αυτούς που ενδίδουν κι υστέρα είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο μιας αναγνώρισης που άργησε οι φίλοι που πέθαναν, οι άλλοι που χάθηκαν κυνηγώντας κάτι άπιαστο λέξεις συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο τρωτό κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι από αύριο ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή. Ποιόν θέλουμε να ξεγελάσουμε ή ποιος μας εμπαίζει;
Και καμία φορά τη νύχτα μια κραυγή που ζητάει βοήθεια ακούγεται απ’ το παρελθόν — ακριβώς γιατί ποτέ δεν το ζήσαμε ή μας βασανίζουν αναμνήσεις από γεγονότα που δε συνέβησαν ποτέ — αλλά ποιος είναι βέβαιος για το τι συνέβη; εξάλλου η κάμαρα μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της γης, θέλω να πω πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή ξένοι.
Ώ, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ' ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.
Fragmented image is such a pathetic thing to happen, but fragmented mirrors are able to create little bastards or heroes for ur postered walls. And those question marks were always so misty and the sign of salvation seemed always too far. What i ignore is true.
Well, i kept your little drama mixed with a fancy kitchy eau de toilette to feed your judging peeps. See, it was an eau toilette for sure..at least it works that way onto your photo where i'm parking my shit. So what i ignore is you.
στους απανταχού εγκλωβισμένους, βεβαίως ελεύθερους στο φρόνημα..άλλωστε τί σημασία έχουν οι δείκτες των ρολογιών αν δεν μπορούν να σωπάσουν; τα γέλια των παιδιών γεννούν τώρα έρημους δρόμους.. η προφητεία θα αποβαίνει πάντοτε ψευδής και ο κόσμος θα αυτοκτονεί όσο αλλάζουν οι χιλιετίες, πάντα ο κόσμος ο ήδη νεκρός.
"Κράτησα τη ζωή", έλεγε ο ποιητής, "γυρεύοντας το νερό που σ' αγγίζει",έπειτα σώπαινε γιατί κράτησε τη ζωή. "Έχτισα τείχη", έλεγαν οι τετράγωνοι, "να φράξω τη δυστυχία μου, την έδεσα ναυτικά με διπλό σκοινί". Στο τέλος - τέλος δεν φταίει κανείς..Τότε γιατί τίποτε δεν συγχωρείται; Γιατί το ένα δεν μεταστρέφεται; Εγώ πάντως ευτύχησα. Το εμβατήριο το έσβησα πια από τον νου. Πεθαίνω από ένα εκατομμύριο ντουφέκια που με κραυγάζουν προδότη. Αιωνιοβατώ ελεύθερος. Είχα διαλέξει. Ήταν φασίστικο...
Κι ήθελα να πιάσω τα χέρια σου, αλλά ξεχάστηκα κάπου μακριά ξερνώντας στα πατώματα άγνωστης τουαλέτας-το ξέρω, δεν ακούγεται τόσο κομψό. Οι κύριοι με τις γραβάτες, ω θέε μου, θα πρέπει να έγδυσαν τα χαμόγελα της φρεσκοανανεωμένης οδοντόπαστας μέχρι να τελείωσει η βραδιά. Ανέβηκα στο τραπέζι και τους έδειχνα τα άσεμνα δάχτυλα. Ή μάλλον δεν ήμουν εγώ, ήταν αυτό το παλιόκρασο. Έχασα το λεωφορείο σου, εσύ έφυγες χωρίς να μου σφίξεις το χέρι. Έφυγες για πρώτη φορά χωρίς να προλάβω να κλάψω. Ίσως γι'αυτό όλο το βράδυ πέρασε με εμετούς πνιγμένους στη μυρωδιά της παροίνιας. Μισώ να μην προφταίνω τους αποχαιρετισμούς. Μπορεί άλλωστε να 'ναι πάντα η τελευταία φορά για ο,τιδήποτε. Πάντως ο αέρας μύριζε σκόνη.
Έτσι έζησα τη ζωή μου. Κάπως έτσι. Τουλάχιστον εκείνο το βράδυ έτσι έμοιαζαν τα πρόσωπα σαν ψεύτικα. Το πρωί έτρεξα ενστικτωδώς προς τα ΚΤΕΛ. Απεργούσαν και είπε το ίδιο να κάνει και η παραδοχή. Κάθισα σε ένα παγκάκι περιμένοντας να έρθεις να με πάρεις. Την επομένη μέρα, φοβάμαι να την αποκαλύψω εξαιτίας δεισιδαιμονιών και προλήψεων. Πάντως ο αέρας μύριζε σκόνη.
"Σουζάν, χόρεψε μαζί μου έναν τελευταίο χορό. Άσε να αναρωτιούνται που είμαστε. Παραμένεις πάντα στο μέρος εκείνο, όπου δεν χωρά κανείς. Πώς λοιπόν να ξεκολλήσουν τα χέρια σου από πάνω μου. Σουζάν, τραγούδησε μαζί μου τον τελευταίο ήλιο. Αιώνια."
She stands with hands against the window she's a lover but she devout heal and wounds meet on the same place she's a loser she has lost face sure this sweating is gonna drain her they had raced fair he's on despair now she stands against the winding wail is plugged in now who's kidding
Doomin' insert, falling t-shirt pay and buy whatever acting pleasure, great kisser she's a drama, seems a wisher server now she stands in front hell's bells and she's open and it's now and ever acting pleasure, great kisser she's a drama but believe her never
Singing pulsing for a body hulking and it's strange and lonely tonight Well he misses while she's hunting and it's unfair, lack of rage and no way to fight
Crawling on their ugly lust playing kinda dying, no one's praying fancy talking, golden dishes it's might taken what she wishes haunted dark is full of whispers comes across with what is feared of unforgiven are the sinners from escapes and broken mirrors
Κι υπάρχει άραγε η Ελπίδα; Χιλιάδες την μνημόνευσαν άνθρωποι, τα χέρια τους βρόντηξαν επί γης στις ικεσίες. Έβγαινα στο μπαλκόνι βιαστικά μόλις το δροσερό αεράκι της νυκτός έδινε δειλά τα σημάδια της ύπαρξης, εξορμούσα αναζητώντας ένα σημάδι θεϊκό κι αναμφισβήτητο. Τώρα, λοιπόν, ξαναρωτώ: υπάρχει ελπίς, γιατρέ μου, θεέ τόσο θνητέ, ζωή μου, Μοίρες, Μούσα της έμπνευσης που σωπαίνεις..;
Γιατί γράφω; Νιώθω μόνος, ίσως ξένος, όπως νιώθει πάντοτε κανείς ισορροπώντας πάνω στα πάτρια εδάφη. Πολύ περισσότερο: νιώθω θνητός. Ανακούφιση να 'ναι ή απογοήτευση; Μιας και είχα πειστεί πως θα σώσω τον κόσμο..
Βγαίνω στο μπαλκόνι, βιαστικά σαν από συνήθεια. Θα γράφουν εκατομμύρια οι ξένοι στα πρόχειρα χαρτιά. Πάντως το μόνο που θα 'θελα σ'αυτήν μέσα την ολοσχερή μοναχικότητα, είναι να μείνω για λίγο μόνος.