Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009
Ήρθαν κι άλλοι
Έτσι, άξαφνα έφτασαν με άλογα τρελαμένα.
Οι αστραποβροντές δεν λύγισαν τα γερασμένα μου παραθυρόφυλλα.
Τους είδα καθαρά στα μισοσκότεινα μέσα απ' τις γρίλιες.
Στο μυαλό μου ακούστηκε η ασφάλεια ενός σκουριασμένου σιδερικού.
Έπρεπε να καλύψω την κεφαλή.
Ή έστω να την κρύψω ανάμεσα στα πόδια μου.
Μα δεν την κάλυψα.
Και σαν έσπασαν την πόρτα
μου 'ριξαν δυο ματιές γεμάτες απορία και περιφρόνηση.
"Αυτό δα το κεφάλι πάντα συνηθισμένο στους βάρβαρους αέρηδες".
Δεν ήμουν σίγουρος.
Ίσως ήτανε η ώρα να κάμω το σταυρό μου.
Μα δεν τον έκανα.
Γιατί αυτό το κεφάλι
πάντα συνηθισμένο στους βάρβαρους αέρηδες.
Έπειτα άνοιξαν με τα νύχια τους μια τρύπα στον τοίχο.
Για να μπορούν τα τρένα τους να περνούν.
Λες και οι δικοί μου εφιάλτες άφηναν χώρο και για τρίτους.
Ίσως να έπρεπε τότε να ουρλίαξω.
Να κατεβούν τα δαιμόνια των γιορτών.
Να με σώσουν.
Θα με βεβήλωναν.
Όμως δεν ούρλιαξα.
Άλλωστε αυτή η κεφαλή πάντα συνηθισμένη
στην καταφρόνια των επιτυχών συμπτώσεων.
Σ' ολα τα μήκη της γης έβρεχε σιγανά.
Οι γυαλισμένες μπότες τους σύρθηκαν ως το κατώφλι
αφήνοντας πίσω όλο αυτό το βρεγμένο χώμα.
Πάντα κάτι μένει.
Κάπου βέβαια ξέχασαν να με σκοτώσουν σα σκυλί
πράγμα ταιριαστό για μια τέτοια βρόχινη νύχτα.
Κι αυτό το κεφάλι, όπως το τραγούδι θα ΄λεγε,
ήταν γεμάτο χρυσάφι.
Μα δεν άξιζε τίποτα.
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009
not a dumb
Those birds flaw a circle around their heads
The cup turned itself to dry
Some liquid sense of death sticks between my fingers
It's might wrong, who knows?
And those knees, they were waiting for a next life
but the guru made off with my money
and whole his fortune-telling charisma
however, roads became too wide
so i could get lost in a second
so i could find my self fortunately unable
and that smell of success
it couldn't even make me instantly high
he's found in a mess
and that famous direction to everywhere has arrived to a pointless meaning note
they're wide enough for a human
they're wide enough and i'm not a dumb
and Saturday nights he used to play his life in cards
and every dawn he spends his material success in a love lottery
where you can buy nothing but love pieces
and flesh pieces and vulgary broken bones
where your money can't buy a shit
they can't buy even a needless shit
and you're coming back home
and you've lost your life for paper kings and queens
who find theirselves so easy to be absent
and while counting fingers you cannot find
a better game to be spread
three nights before i've listened your lullaby by luck
as i was driving along the central avenue
it's been a lifetime
since those three days before
no same thing can be recognized
and i was driving a car along the central avenue
i'm a walker no more
trees on the pavement are just a grey mass
they don't smell, they don't narrate, they don't make a man longed to recall
i may am a bastard
but i am not a dumb
Faithless
from which everything can begin like a string
where Fairies enfold a possible tomorrow
but their will stays untold
'till the end of the line
Let Thiseus die with the wet sun of a morning
lovers' hearts are timed to be broken
once
is this the time for?
is this the twist?
i'm still praying
through all this defeat
faithless but consistent
i'm still praying in a God
sated by the toiled hands of a little girl
somewhere in a chinese factory
where he finds the birth of his existence
and there's no eternal hope
in a mortal soul
Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009
Lie tO mE
κι αγκαλιαζόταν από απελπισμένα χέρια,
έφευγε.
Έφευγε διωχθείς
κι αναλωνόταν μέρα με τη μέρα,
έφευγε.
Τα πρόσωπά τους μένουν στην μνήμη
σαν δυό ακίνητες φωτογραφίες φερμένες από το "κάποτε"
αναίσθητη αναπνοή στ'άσπρο χιόνι
λόγια τόσο στερεμένα από υποσχέσεις πλάι σε χαράδρες
που δεν διστάζουν να ορκιστούν αιώνες
απλά
και ξεδιάντροπα.
Ο ήχος που έκαναν τα φτερά των πουλιών, οι πευκοβελόνες που κείτονταν
ξαπλωμένες σε νιφάδες χαμένες πια από χέρι, τα σφιγμένα χέρια με τα πλεγμένα δάχτυλα,
οι ψίθυροι που ακόμη ορκίζονται.
Κι εκείνη η αδυναμία του κόσμου
να κατανοήσει την ύπαρξη ενός σύμπαντος ανέγγιχτου από χέρι
ενός σύμπαντος, όπου η αγάπη ζει..
Αιώνια, όπως την θέλησαν οι όρκοι.
Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009
Μονόδρομος για τον Charlie
Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009
παιδικούλιε
ο διάβολος έκανε μάτια γλυκά
en le reve de Francois
μπαινεί στη ντουλάπα, το λέει στη μαμά
à l'heure du déjeuner
ο φοβός του ανάβει σαν μη ελεγχόμενο καλοριφέρ
maman j'ai très de peur
υπάρχει ο διάβολος και ο Δρακουμέλ
en soir grands ils deviennent
με δόντια μεγάλα και περιβολές
Maman rit rassurante
πριν πέσεις για ύπνο πολύ να γελάς
δεν έχεις εγκέφαλο ούτε για ντιπ
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009
Το δηλητήριο
η γιατρεία
κι έτσι την κράτησε για χρόνια
την χειροβομβίδα του θανάτου
πάνω από το χρυσό του κεφάλι
πασχίζοντας για ένα κομμάτι
αιωνιότητας.
Κι έτσι κράτησε
το γαρύφαλλο
στα ματωμένα χέρια του
πάνω από τις αηδιαστικές επιθυμίες
ανθρώπινες ως το κόκκαλο
συγκράτησε μια αόριστη μυρωδία
Το δηλητήριο ήταν
η γιατρεία
απόψε θα ζήσει για πάντα.
Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009
Μελετώ την επιστροφή
αδημονώντας
για ένα αύριο ανεξακρίβωτο
που θα περάσουν αιώνες και μέρες
και λίγες ατέλειωτες ώρες
για να επιβεβαιωθεί
Μελετώ όπως χθές
με τη θέρμη που κρύβουν ακόμη
τα ακροδάχτυλα των άκαμπτα νεκρών εραστών
όπου δεν υπάρχει χρόνος να γυρίσει πίσω
δεν υπάρχει προοπτική αναίρεσης
παρά ένα φύσημα αέρα και σκόνης
και εδώ μελετώ
ίσως χωρίς διπλανό στα χαρτιά μου
με τα χέρια ψηλά κι εκείνο το μπλε κασκόλ
που κάποτε ξέμεινε πάνω μου
φερμένο από ξένο αυχένα
που πια δεν τον θυμάμαι
Και δεν θυμάμαι τίποτε πια παρά τη μυρωδιά
εκείνων των ημερών
δεν θυμάμαι τα πρόσωπα που καταπίνονται
μη διστάζοντας να φανούν εύκολα
στην λήθη και τους εγωισμούς
και δεν θυμάμαι τα χέρια
μα εκείνη η θέρμη από τα νεκρά ακροδάχτυλα
που ζωντανεύουν την πύρινη ανάμνηση
κατάφωτη από την αμαρτία
γι'αυτό γλυκιά
Μελετώ την επιστροφή
αδημονώντας
για ένα αύριο ανύπαρκτο
για μια ελπίδα που απόσπαρτάρισε
ξεστρατώντας από όσα οι Μοίρες όρισαν
μελετώ την επιστροφή
Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009
Τα ΚΤΕΛ των συγγραφέων
Έπεσε
στα απελπισμένα γόνατα του Θεού
η προσευχή
και κρεμάστηκε
με χέρια τρεμάμενα θολά
οι μνήμες ρίζωσαν
τα πουλιά πάγωσαν στην πτήση τους
η φωνή ζεστάθηκε. Έπειτα
ξύπνησαν ο ένας στα χέρια του άλλου
αφαίμαξε
το χρώμα των ματιών του
τα μυστικά έτοιμα να εκραγούν
προφυλαγμένα στη σιωπή.
Ο δαίμονας
που παρασιτεί στο στήθος,
στα τρεμάμενα χέρια και στα δάκρυα,
πόσο πεινούσε απόψε για μαρτύριο.
Έξω από τη μαρμάρινη αίθουσα του δικαστηρίου
ο βαρδάρης μετακίνησε λίγο το τοπίο,
τα φύλλα των δέντρων
και τις σκιές των πουλιών.
Μια νύχτα που κύλησε και χάθηκε
μια πρόδρομη σκέψη
που επέζησε
τα δάχτυλα που γλίστρησαν ανάμεσα σε δάχτυλα
μια υπόσχεση καθόλου εφικτή,
μια εγγύηση που ψεύδεται ασύστολα.
Απόψε, εχθές, μεθαύριο.
Αγαπώ.
Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009
τικ
Στις σκόρπιες κορυφές
τ' ανέγγιχτα, τ'απλησίαστα
σκαρφάλωσα
τα αστέρια έπεσαν σε μια στιγμή
δεν υπήρχε μυρωδιά γιασεμιού στα ποτήρια
κι η εξαναγκαστική νηφαλιότητα
πονούσε τόσο τις αισθήσεις.
Ένα πρωί
με ένπιξε η δίνη του λικέρ
σ'ενα ποτήρι ραγισμένο από φωνές
εχθές γελούσαν ή έκλαιγαν οι επάιτες
μα είχε πάντοτε τις ίδιες επιπτώσεις
κι όταν η πόλη άδειαζε
οι συνοικιές ξέβραζαν την νεκρική προσπάθεια
για λιγοστή συμπάθεια
και για χέρια πιασμένα σφιχτά σαν δεμένα
όμως κανείς δεν ήξερε
σαν πέρασε ο καιρός κι έμεινε μόνο η διήγηση στην παράδοση
αν ήτανε απλά μύθου αίνιγμα..
Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009
Το καπέλο
χαμογελούσε κρυφά
κάτω από το φθηνό του καπέλο
και στο κεφάλι του
δεν ήταν πάντα ο αρχηγός
μα ηγήθηκε
και έπειτα ήρθαν οι ήττες
σαν τις βροντερές καταιγίδες που δέρνουν
και δεν σε αφήνουν να σκεφτείς παρά μόνο την αναζήτηση
λίγων εκατοστών χώματος για να πέσεις
τα φτερά λυγίζουν, άλλοτε σπάνε και κόβονται
μα έτσι κι αλλιώς
χρειαζόταν μονάχα ένα άλμα
και λίγα σκαλιά να επιχειρήσει να συρθεί την άνοδο
και τις βασανιστικές τελείες που σ'αυτό το αράδιασμα
δεν μπαίνουν ποτέ
γιατί ουδέποτε ήξερε να πει
έναν αξιόλογο ορισμό για τη ζωή
και τί είναι το ψέμα και τι εξυπηρετεί
αλλά γνώριζε καλά να διαφυλάττει
κάτι άγνωστο που διέφευγε του νου
και πάντοτε αρκούσε..
Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009
Φύλλα πορείας
Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω.
Σε λίγο έβαλε στη χούφτα μου είκοσι δραχμές
και ένα κομμάτι κιτρινισμένο χαρτί.
Έτσι έφυγε.
Οι υποψιές αποκοιμιούνται στο μυαλό μου παθητικά. Στην παγωμένη αίθουσα ακούω τον ήχο των ρολογιών μέσα στα αυτιά μου,
εκωφαντικό,
απόκοσμο.
Έξω νυχτώνει, ίσως ξημέρωσε
δεν θυμάμαι πια γιατί πρέπει να αλλάζουν οι μέρες.
Δεν θυμάμαι γιατί προσπαθώ να λύσω την αινιγματική αυτή η κίνηση.
Έπαψα άλλωστε εδώ και καιρό να ονειρεύομαι
κάτι άλλο πέρα από την επιστροφή που μπορεί να κατακτηθεί
ίσως με μια νέα φυγή.
Η βρύση του μπάνιου στάζει τακτικά. Κανένας φόβος- μόνο αναμονή.
Αναμονή γιατί;
Για την επίπεδη γραμμή και το κιτρινισμένο χαρτί που περισσεύει.
Για τα λόγια του γερασμένου υπαλλήλου στο φαρμακείο.
Για την εξήγηση των άχρηστων 20 δραχμών που άφησε φεύγοντας.
Κανείς θάνατος.
Καμία ζωή.
Απλή, στεγνή, φειδωλή
Ματαιότητα.
Άλλωστε επέστρεφε στις βραδινές ονειρικές εξορμήσεις μου σε τόπους αλλόκοτους και μη πραγματικούς.
Δεν ξέρω πια αν ήθελα την επιστροφή
ή μόνο τα νυχτερινά όνειρα.
Φθινόπωρο.
Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009
Licking the right to crawl
Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009
Πολύ ταρίφας για να πεθάνει_επεισόδιο 4 (Σιγά τις πόρτες!)
Όσο οδηγούσε σκεφτόταν,όσο σκεφτόταν, του έρχονταν στον νου ένα ζευγάρι σχιστά μάτια μέσα από τα ρέιμπαν και έχανε τα λογικά. Το εγγόνι του δεν μπορούσε να βγει Κινέζος! Κανένας Καλαματιανός δεν την έχει 10 εκατοστά! Δ ε ν γ κ έ ν ε τ !! Θα πήγαινε στον πατέρα του πουΤσάκι Τσαν και θα του γαμούσε το κέρατο!! Θα του έλεγε: "τα τσόπστικς σου και σ'αλλη παραλία"! Θα τον απειλούσε!
Τραβά χειρόφρενο για να στρίψει επί τόπου με μια απότομη κίνηση!Ένας ξεχασμένος πελάτης- τραβεστί ουρλιάζει από πόνο στη θέση του συνοδηγού! Ενώ ο Σούλης αναζητά εκ νέου τον κανονικό μοχλό του χειροφρένου, το πι της γιαγιάς που διένυε την διάβαση σε ένα απόλυτα ατυχές τάιμινγκ θρυμματίζει τη βιτρίνα ενός chinese super store.
ΆΡΗΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ: "ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟ"
συνεχίζεται.............
Πολύ ταρίφας για να πεθάνει_επεισόδιο 3 (Ανακαλύπτοντας το αμυγδαλωτό μάτι του κακού)
Μια εβδομάδα έπειτα από τα ανίατα καθέκαστα, ο Σούλης παραλίγο να πάρει κούρσα τον Χάρο και μάλιστα χωρίς δώρο Πάσχα με αυτά που έμαθε: η μοναχοκόρη του η Μαρία, γνωστή και ως "η ξεκωλιάρα της γειτονιάς" ή "σεξουαλική επανένταξη για όλους" κυοφορούσε το πρώτο του εγγόνι. Και μη φανταστείς πως ο Σούλης ταράχτηκε φοβούμενος την κατακραυγή της γειτονιάς για το εκτός γάμου τέκνο (μπαστάρδι το έλεγαν στα χρόνια μου). Το υπέρτατο καράφλιασμα επήλθε με την γαμπριάτικη επιφάνεια: ο γαμπρός ήταν γόνος Κινέζου μεγαλομετόχου σε αλυσίδα τραπεζικών καταστημάτων.!! Τώρα το εγγόνι του θα ήταν μούφα καλαματιανό ! Αντί για ννιε και λλλιε θα πρόφερε το σουν και το τζου! Άσε που θα ήταν κιτρινιάρικο ! Πώς θα πιάσει το τιμόνι του ταξί; Θα το μπερδεύουν το παιδί με το καπό, ίδια κοψιά, ίδιο χρώμα! Πώ γαμώ τη τύχη , ήθελα να 'ξερα, το αστικό ΚΤΕΛ τους έστειλε για να τον ξεκάνουν;
Με τα προαναφερθέντα και λίγο κλισέ συζυγικό σεξ, ο Σούλης έδιωξε τον γαμπρό με τρόπο ευγενικό και με κανα-δυο σούσι στον κώλο, μαύρισε τη γυναίκα του στο ξύλο για να εξασφαλίσει λίγη αντίθεση ενόψει τόσης κιτρινίλας και επέβαλλε για τετρακισεκατομμυριοστή φορά στον μαλάκα τον γιό του, πρωτοπαλίκαρο της χέστρας, δίαιτα αυστηρή και χωρίς ψωμί. Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα,έφτυσε τα φτερά από τα μυγάκια και ξεκίνησε για τη δουλειά: τη μόνη στιγμή οπότε μπορούσε να συντονιστεί στο ντέρτι εφ εμ και συλλογιστεί καθαρά και ανεπηρέαστα.
Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009
Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009
Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009
Into the sea
Annie K used to talk about midnight moon landings
and the way she was fighting an internal enemy that always survives
how she got killed while hunting
and some tears of hate that turned to misty her eyes.
Falling her asthray on the floor with no noise
and sometimes her love was so annoying
Annie K used to narrate of a block forest home
and of too many times she has flight off her mind
human empathy just leave her alone
love torturing and the life she had fight
when the senses are gone
blank head-shell held on a phone
Annie K was a mistery punk
dyed pink hair and a bass playing funk
she had an alien lover
still she has had her mind fucked
seems to be never real sober
body nibbled run out of luck
human sympathy, so offered hands
just leave her alone
she was building her own mind's home
love torturing and the life she had fight
when the senses are gone
blank head-shell held on a phone
Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009
Απογευματινό τσάι (Τάσου Λειβαδίτη)
Άλλα γιατί με κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις. Ίσως
γιατί στέκομαι πάντα κάτω από μια μαρκίζα, αλλά δε βλέπουν ότι μια ζωή δεν αρκεί
όταν αρχίζει να βρέχει. Κι αλήθεια τι θα συμβεί αύριο; Τι συνέβη χτες; Πράξεις χωρίς καμιά σημασία
που κάνουν ακόμα πιο βαθύ το μυστήριο κι οι νεκροί μας φεύγοντας άφησαν στην είσοδο αυτή την ακαθόριστη ελπίδα
που κάνει πιο αβέβαιο τον κόσμο. Όλα τόσο θολά, σαν μια συνομιλία σ' έναν πολυθόρυβο δρόμο
«μα δεν ακούς, λοιπόν — δεν ακούς;» «ν' ακούσω τι;»
μια θλίψη παράξενη σαν κάποιος που έμαθε το μυστικό σου ν' απομακρύνεται αδιάφορος
κι άλλοτε είδα ανθρώπους πάνω στις έρημες αποβάθρες
να χειρονομούν απεγνωσμένα — ποιόν ειδοποιούσαν; Τι ήθελαν να πουν;
Απ’ όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το θυμάσαι.
Έτσι, παρ' όλο που το σπίτι ήταν άδειο, κανείς δεν ερχόταν, «αλήθεια, πόσος καιρός πέρασε», σκεφτόμουν
και θα πεθάνουμε ολομόναχοι — κι εκείνο το μικρό καράβι που μας
χάρισαν σε κάποια παιδικά γενέθλια
μας πήγε μακριά. (Πότε γυρίσαμε χωρίς να το καταλάβουμε!) Τώρα περιπλανιέμαι σε βράδια που δε θα ξανάρθουν ποτέ ή μένω
κλεισμένος στην κάμαρα μου — μόνο, για το Θεό, μην τραβήξετε την κουρτίνα
είναι ανατριχιαστικό!
«Μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε, είχε πει ο Φίλιππος, αλλά θα 'ναι αργά» και σκέφτηκα τα φαντάσματα
που εμφανίζονται όταν όλα έχουν τελειώσει (κι ίσως για να κρύψουν ακριβώς αυτό).
Άλλα τώρα χειμώνιασε, ας κατεβούμε στην κήπο κι ας θάψουμε τα παλιά χειρόγραφα.
Και κάποτε θα τρομάξεις
όταν καταλάβεις ποιος είσαι.
Κι οι εραστές υστέρα από μια νύχτα απερίγραπτη ξυπνάνε σ' ένα
φτωχό πρωινό του Νοέμβρη ενώ η βρύση στο νιπτήρα στάζει αργά σαν υπόμνηση της μονότονης
διαδοχής των ήμερων. Και πεθαίνουμε στερημένοι σ' έναν παράδεισο από λέξεις.
Κι άξαφνα
έρχεται η στιγμή που πρέπει να επιστρέψεις, βράδιασε, στη σάλα έχουν ανάψει τα φώτα — στάθηκα στο διάδρομο, είχα ένα σπουδαίο άλλοθι, αλλά το ξεχνούσα την κρίσιμη στιγμή — με κατηγορούσαν ότι συναντούσα, λέει, κρυφά τις σκιές τού παλιού σχολείου
ναι, δεν το αρνούμαι, όμως χυνόταν μόνο το δικό μου αίμα
κι υστέρα τα θλιβερά απογεύματα στέκομαι συνήθως έξω από κάποιο ορφανοτροφείο
κι απορούσα μάλιστα που στα άσυλα μοιράζουν πάντα τόσο νωρίς το δείπνο, ίσως γιατί το σούρουπο είναι μια δύσκολη ώρα
και καλύτερα να 'χει κανείς αλλού το νου του. Έξαλλου, εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες.
Γι’ αυτό κιόλας μ' αρέσει να χαιρετώ τα πλοία που φεύγουν για τον Άγιο Δομίνικο
ή έφτιαχνα πύργους με παμπάλαιες εφημερίδες που 'γραφαν για μια χαμένη εξέγερση — ποιος τη θυμάται;
κι αυτό το μυστικό που περίμενα χρόνια: κάποιος, λέει, θα με πλησίαζε και θα μου το ‘λεγε ξαφνικά —
έτσι δεν πρόσεξα τίποτ' άλλο στον κόσμο. Κι εσύ, καλέ μου φίλε, μόλις πεθάνω
θα σου γράψω με ειλικρίνεια, θα σου πω για τον άνθρωπο που μ' έφτυσε
για το κονιάκ που μου λείπει, για τα πουλιά το πρωί που με ξαναγυρίζουν στο σπίτι τού παππού.
Κι η Τερέζα κάθε φορά που πίναμε τσάι και μου επέστρεφε το φλιτζάνι, το χέρι
της ήταν ωχρό
απ’ το μακρύ ταξίδι — που είχε πάει και πότε θα γυρίσουν οι νεκροί «δε σέβεστε λοιπόν ούτε το άπειρο;» τραύλισα, γι' αυτό ετοιμάζω
τις αποσκευές μου αλλά δεν απομακρύνομαι — αφού για να γνωρίσεις τον κόσμο αρκεί
εν' ανεξήγητο όνειρο.
Τότε το εκκρεμές άρχισε να χτυπάει κι ακούστηκε η ώρα του αναπότρεπτου
έτρεξα να τους προλάβω στη σκάλα, «κανείς δεν πέθανε, τους λέω, μα όλοι είναι σιωπηλοί μάρτυρες γι' αύριο»
ενώ την ίδια στιγμή «κάπως έτσι θα 'ναι η τιμωρία», σκεφτόμουν — όπως και τα παιδικά μας χρόνια την ώρα του θανάτου μας
θα 'ναι εκεί και θα μας περιμένουν.
Και συχνά τις νύχτες ανέβηκα στις γέφυρες των σταθμών
και κοίταξα τα φωτισμένα τραίνα να χάνονται πέρα στο πουθενά.
Ώ εποχή μου, όλα ειπώθηκαν και μόνο το φθινόπωρο συνεχίζει το αιώνιο παράπονο του.
Ώσπου σιγά-σιγά το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο αίνιγμα και το φως της μέρας δεν έχει επιείκεια γι' αυτούς που ενδίδουν κι υστέρα είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο μιας αναγνώρισης που
άργησε οι φίλοι που πέθαναν, οι άλλοι που χάθηκαν κυνηγώντας κάτι
άπιαστο
λέξεις συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο τρωτό κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι από αύριο
ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή. Ποιόν θέλουμε να ξεγελάσουμε ή ποιος μας εμπαίζει;
Και καμία φορά τη νύχτα μια κραυγή που ζητάει βοήθεια ακούγεται απ’ το παρελθόν — ακριβώς γιατί ποτέ δεν το ζήσαμε
ή μας βασανίζουν αναμνήσεις από γεγονότα που δε συνέβησαν ποτέ — αλλά ποιος είναι βέβαιος για το τι συνέβη;
εξάλλου η κάμαρα μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της γης, θέλω να πω πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή ξένοι.
Ώ, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ' ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς
όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα
να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.
What i ignore is true
And those question marks were always so misty and the sign of salvation seemed always too far. What i ignore is true.
Well, i kept your little drama mixed with a fancy kitchy eau de toilette to feed your judging peeps. See, it was an eau toilette for sure..at least it works that way onto your photo where i'm parking my shit. So what i ignore is you.