Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Ο δρόμος

Κάποια μοιραία νύχτα ακούμπησες τα πράγματά μου σ' έναν σωρό στο κεφαλόσκαλο.
Έπειτα έσπρωξες το μέτωπό μου στα χείλη σου
"Καλό μου παιδί, μακρύς ο δρόμος".
Στάθηκα στο πλατύσκαλο για έντεκα ημέρες ζυγίζοντας εικοσιένα γραμμάρια και κάτι.
Εντούτοις, κάποτε τ' αποφάσισα κι αναχώρησα για έναν προορισμό που ήταν μονάχα αίνιγμα
κι έτσι τράβηξα από ένστικτο για τον ήλιο και την σελήνη.
Ο θολός ουρανός της Ανατολής -όπου τα μικρόσωμα πουλιά πετάριζαν δειλά κι εκ του ασφαλούς σε μέτρια ύψη- με ατένιζαν παράξενα καθώς σκούπιζα την άσφαλτο από το πρόσωπό μου
και την φυγή από τα ρούχα μου.
Και να που κινάω πάλι για ένα άγνωστο που 'ναι συνάμα τόσο προβλέψιμο
παρέα με τον κούφιο ήχο που συνοδεύει τις αδειανές αποσκευές.
Κι αφού ο δρόμος δεν είναι ξεκάθαρος, διασχίζω την παράκαμψη κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών υπερπηδώντας ανάλαφρα εκείνους τους άλλους που επιχειρούν να σηκωθούν τινάζοντας κι εκείνοι την πίσσα απ' το λαιμό και το στέρνο τους.
Τα αγριόχορτα στην άκρη του δρόμου λικνίζονται απ' αεράκι ανάρμοστο και παράταιρο.
Βρέχει, χιονίζει ή ανθίζει τούτος ο τόπος περιπαίζεται απ' τον χρόνο.
Κι εδώ που φθάνω μου σκίζουν την βαλίτσα και με χτυπούν ελαφρά κι αυστηρά στο κεφάλι:
"Δω είναι οι αποσκευές, βαλίτσες δεν δεχόμαστε".
Κι εδώ που φθάνω είμαστε όλοι νεκροί. Πιο νεκροί από το χώμα.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

26/10/2011, Τελεσίγραφο






Θεέ μου, με κάνεις να χάνω την έμπνευσή μου. Με κάνεις να γράφω σαν να μην βράχηκα ποτέ σε καταιγίδα. Αχ, κι αυτή η ασήκωτη νιτσεϊκή επανάληψη με καταράστηκε να ζω για πάντα τον πρώτο ενθουσιασμό. Με ξαπόστειλε σε μια ιστορία παραφροσύνης ρίχνοντας με σ' ένα ζευγάρι που δεν συγχύζεται από υπερβολές. 
Αχ, δεν καταλαβαίνεις. Χθες έγδαρα τα μάγουλα και την μύτη μου στα κλάματα. Πρωί-πρωί χτενίστηκα εξαντλημένη από αβάσταχτη λύπη. Δεν πάει άλλο: θα σηκωθώ απ' τον καναπέ μονάχα για να χορέψω. Δεν θα σηκωθώ ούτε για νεροπότηρα, ούτε για κουδουνίσματα τηλεφώνων. Μονάχα για να τρέξω στον σταθμό των λεωφορείων θα σηκωθώ ή για να σπεύσω στο πάρκο κάτω απ' τον πλάτανο να επισκεφτώ την πρώτη σου προσπάθεια για φιλί.
Η καρδιά μου πονάει για πράγματα που πια κανείς δεν ενδιαφέρεται να ακούσει. Κι αν δεν με συμμερίζεστε, δεχτείτε τουλάχιστον ότι ακόμη κι ένας πεζός κι άχαρος άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ανενόχλητη ονειροφαντασία. 
Να μην ρωτάτε για μένα, αν μπορείτε να παραμείνετε απαθείς απέναντι στον έρωτα και την παράνοια. "Ο έρωτας ταξιδεύει στην Κόλαση και τον Παράδεισο με το ίδιο εισιτήριο". Κι άμα δεν μπορείτε να χτυπήσετε μια φορά την εβδομάδα το κουδούνι του κόσμου μου για μια κούπα τσάι, αφήστε τουλάχιστον την τσαγιέρα μου να σφυρίζει και την καρδιά μου να τραυλίζει από προσμονή κι από ελπίδα για μια στάλα απογευματινή κουβέντα της προκοπής.
Το λοιπόν έχω ένα μικρό σύμπαν στριμωγμένο στον νου μου: την ιδέα ενός κόσμου αποδοχής, κάτι αγάπες διονυσιακές και τραγόμορφες, μουσική, ίσως δυο-τρεις γουλιές ποίησης. Έπρεπε να 'χω γεννηθεί σε συμπόσιο, διάβολε! Κι απ' το μυαλό μου ξεστράτισε η δικαιοσύνη γιατί ετούτη είναι υπεύθυνη για μια σωρεία ατυχών θανάτων και για λάθος δικαιώσεις. Όχι άλλη δικαιοσύνη, όχι άλλος θάνατος.
Θα μάθω να ζω τις νύχτες, τ' αποφάσισα. Θα μάθω να τρικλίζω, αφού μου λείπουν τα μεθύσια. Θα πατάω λάσπες μέσα στο μυαλό μου, μιας και ο κόσμος μ' αφήνει μόνη και ασυμπάθιστη. 
Όχι, δεν θα γράφω πια στα ιστολόγια. Θα φτιάξω ξανά ημερολόγιο. Γιατί πρέπει κι εγώ μια φορά να νικήσω στο μπρα-ντε-φερ με την ανθρώπινη αλληλεπίδραση. 
Κι εσύ με κοιτάζεις με κάτι μάτια, σαν να 'ναι όλα λογικά και ρυθμίσημα, μα άμα κάνει σελήνη, άσε τα υπόλοιπα κι έλα να τραγουδήσεις κι έλα στο πάρκο να χορέψουμε εκεί που σ' άφησα να περιμένεις. Δεν θα σου πω άλλο για δέντρα.
Αγάπα με σαν ξωτικό κι άσε με να πιστεύω σε πράγματα απίθανα. Άσε με να τρελαίνομαι για εκείνο το βιβλίο και να μελαγχολώ, οπότε πεθαίνει στην κατακλείδα η Λορίν ή όποτε χηρεύει από ταυτότητα ο Στίλερ. Μονάχα αγάπα με και μην σταματήσεις να με κοιτάς σαν να με ξέρεις πάντα. 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Στοχασμοί

Τώρα που στέκομαι λιγάκι και συλλογιέμαι
η ζωή μου ακολουθούσε πάντα τις ρυτίδες της πέτρας
κι έτσι δεν ξέφευγε ποτέ του τείχους που την κρατούσε μακριά από την πραγματικότητα.
Στον νου μου πάλι άρεσε ο δρόμος της υπερβολής
πολλά τα κλάματα, φριχτές οι κραυγές, τα γέλια όμως σιγανά
δυο δεκαετίες, τρεις, τέσσερις έτσι ζήσαμε κλαίγοντας πολύ, ουρλιάζοντας πολύ, τα γέλια όμως σιγανά
Το σώμα μου κάπου κάπου τιναζόταν στον αέρα,
κύρτωνε, τρανταζόταν ολόκληρο και σε περίμενε να το σώσεις από ανύπαρκτους κινδύνους
Έτσι, η πιο βαριά κι ανίατη αρρώστια μου ήταν ένας ρομαντισμός που μπορούσε να σε ρίξει στο κρεβάτι για μήνες
που και που η έλλειψη νοήματος...
Τώρα που στέκομαι λιγάκι και στοχάζομαι
μ' άρεσε να χαζεύω τα γρήγορα πουλιά που μετανάστευαν
κι ας μην συμμετείχα ποτέ. 
Τώρα που στέκομαι λιγάκι και το σκέφτομαι
ίσως γεννήθηκα μονάχα θεατής

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

78



Πέρασαν κάμποσοι αιώνες
μολονότι τα κλαδιά των δέντρων ταλαντεύονταν μονότονα
όπως παλιά
κι εσύ έφευγες κι εγώ ευχόμουν να με θυμάσαι
όπως τότε
που η καρδιά μου δεν ήταν ζαρωμένη από το γήρας
τα χέρια μου στριφογυρνούσαν ανώριμα στον άνεμο
μα τώρα πάει
σαν να ερωτεύομαι εκείνη την εικόνα του παλιού εαυτού
που δεν είναι εδώ και δεν θα 'ρθει
κι άλλωστε μου διαφεύγει
πότε έπαψε να μου στέλνει γράμματα από κάπου αλλού
η αργοπορημένη, η ξεχασμένη αφέλεια

Σου λέω πως γερνώ,
μα το θεό, γερνώ κι εξανθρωπίζομαι, τι κατάρα!
Σου λέω πως μπορώ και κλαίω,
τι όνειδος για έναν πολεμιστή του μισοσκόταδου!

Κι εσύ έφευγες
-κι ας μην το 'ξερες-
σαν εκείνα τα παλιά τραίνα που χάθηκαν
στις επιτάξεις
και δεν θα γυρνούσες ποτέ για μένα
συ, γοητεία της ασχήμιας που βασιλεύεις
μέσα στη μουσική πνοή
για λίγο μόνο, όπως όλα

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

πίσω

Σαν άμμος κύλησα
ζωή με ξέχασες
κάτω απ' τις σκιές των δέντρων
να ζω αιώνια

Αιώνια στην αναμονή
Μα σε συγχώρησα

Σαν άλλος έπλεξα
μύθους για ναυτικούς
κι επινοήσεις
για νόστους εραστών

Κι αυτό το πρόσωπο
σαν να με περιμένει

Κάποτε γύρισες,μόνο,
φέρνοντας το κλειδί
χούφτα μισή δικαιολογίες
στενά μαντήλια κεντητά

Για τα φαντάσματά μου
Δυο-τρεις ελπίδες για κάτι πραγματικό

Και ας μην την ζητώ πίσω την ελευθερία μου

Γραμμές

Μόλο που ήρθε χρόνος
οπότε η ακινησία γινόταν ζωή
τα πάθη άχθη ανυπόφορα
ως είθισται

Φυσικά δεν είχε πάψει να κοιτά
μέσα από το φίλτρο όπου όλα
φαινόντουσαν ασήκωτα
κι αγιάτρευτα κι ανήκουστα

Όμως κάθε βράδυ ο Κόσμος ξανανιώνει
κι όμως κάθε ξημέρωμα
βαδίζει σε χθεσινά αόρατα χνάρια χωρίς να το ξέρει
ώσπου να φτάσει στην άλλη μεριά
και να πεθάνει
μέχρι το επόμενο βράδυ
στην ίδια γραμμή με τις μικρές καμπύλες και τις στροφές
που το φίλτρο σου την μοιάζει Γολγοθά

κι εσύ χτυπάς τους τοίχους
σαν τρίζουν τα παντζούρια
για 'κεινη την θνητή κατάρα που ειπώθηκε
μια μέρα αλλόκοτη
στης μέθης του Κόσμου τις στροφές

και έπεσε κι απόγινε και πνίγηκε
Πενθείς.




Μα κάθε βράδυ εκείνος ξανανιώνει,
γίνεται παιδί...

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Απόψε στροβιλίζονται





Μου 'πε: "Ποιά είσαι;"
"Ξοδεύω τα νιάτα μου μελετώντας λογοτεχνία,
ανάβοντας λυχνάρια σ'ένα σπίτι που από χρόνια έχει φτάσει ο ηλεκτρισμός.
Κάπου-κάπου ασφαλίζω την πόρτα και κρύβω το κλειδί
για να αποδείξω ότι υπάρχει ζωή πέρα απ'τους τοίχους,
λίγα μερόνυχτα έπειτα ξεσαλεύω φέρνοντας μαζί μου
τις διηγήσεις των ταξιδιών και τον θάνατο,
τον θάνατο που έχουμε μέσα μας. 
Κάποτε ίσως και την ζωή."
Ξαναρώτησε: "Δεν απαντάς, ποιά είσαι;"
"Αχ, δοξάζω τον όποιο θεό που δεν είμαι ο υπεράνθρωπος του Νίτσε
προικισμένος με την δύναμη μιας τόσο εξαίσιας βαριάς αποστολής.
Ξέρω ποια ήμουν πριν λίγα δευτερόλεπτα. Και θυμάμαι τον Στίλερ."
Έπειτα σίγησε, έπειτα χάθηκε παίρνοντας τον δρόμο στα δεξιά από το κεφαλόσκαλο. 
Αχ, ξοδεύω τη ζωή μου μελετώντας λογοτεχνία. Ξοδεύω τη ζωή μου φυλάσσοντας τις σιωπές με το σπαθί της άκαρπης φλυαρίας. Είναι γιορτή που κρατά μονάχα για εκείνες τις μαρκόσυρτες στιγμές η φθηνή μας ζωή. Στίλερ. 

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

dining with ghosts

Φέτος, άκουσα πολλές εκδοχές της αγάπης, πολλές διαστρεβλώσεις των ηθών, ποικίλες ασάφειες στις ιδεολογίες. Μολονότι ήταν πλέον σύνηθες όλοι όσοι επιστρέφουν να ετοιμάζουν μια μικρή βαλίτσα με ιδέες τάχα νεωτεριστικές κι εκκεντρικές μαζί με τα ασπρόρουχά τους, κάθε χρόνο αδυνατώ να παλέψω με το παράλογο.

Κάθε φορά, λοιπόν, στην ορισμένη αυτή περίοδο του χρόνου συμβαίνει κάτι απίστευτο: δεν δύναμαι να θυμηθώ τον εαυτό μου. Τούτες οι αλλαγές μοιάζουν με μια παρέκκλιση που ούτε γνωρίζω πως στον διάβολο προέκυψε. Για ένα-δυο βράδια πασχίζω να επιστρέψω. Έπειτα αηδιάζω με την αλαζονεία, τους περιπαιγμούς και την μοναξιά. Έπειτα εγκαταλείπω.

Και μιλώ για ένα εκατομμύριο άγνωστα ντόμινο που πέφτουν και πέφτουν και με κυνηγούν.
Ύστερα ορίζω τις έννοιες που στέκονται στους βασικούς σταθμούς της ζωής: την ελευθερία, τον θάνατο, την σκέψη, την εντιμότητα, τις σχέσεις. Κι ύστερα σφάλλω. Σφάλλω σε όλα αυτά και πασχίζω να βρω τις σωστές απαντήσεις. Όμως σφάλλω και θα χρειαστούν δυο ζωές για να με δω όπως είμαι.

Μέσα σ'όλα, τι νόημα έχει να γυρίζει κανείς στο παρελθόν; Αξίζει να κοιτά μόνο τα δικά του χνάρια, παλιά και φθαρμένα, και να αγνοεί τις πινακίδες και τα καταστήματα του δρόμου.

Από την άλλη, κανείς δεν εντυπωσίασε με τις φρεσκοφορεμένες απόψεις και την ασυνέπεια εφέτος.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

o.th.ro.

Καθώς ξεκινούσε το λεωφορείο αναλογιζόμουν τούτα τα πάθη που πέρασαν απ' τα χέρια μου τα τελευταία δυόμιση χρόνια. Κάθε στιγμή ο έρωτας υπήρξε το ιδιοτελέστατο σημείο-κλειδί, ένα φαρδύ σκαλοπάτι προς τον ασκητισμό και την θέωση.

Άραγε χρειαζόμαστε όλοι ένα δέλεαρ για να προβούμε σε θυσίες; Είμαστε όλοι γεννημένοι Τριστάνοι και Ρωμαίοι;

Κάπου-κάπου προσπαθούσα να κάνω μια σύντομη παύση στον νου για αναπνοή, επιχειρώντας να μυρίσω και να αφουγκραστώ τον κόσμο. Άλλωστε εκεί αποκοιμιούνται όλα τα μυστηριακά ερωτήματα που σιωπούν επίμονα εις τους αιώνες.

Αυτός ο καθρέφτης του Λουκιανού με προβληματίζει συνεχώς. Δυσκολεύομαι να κοιμηθώ. Διστάζω να συγκεντρωθώ. Οι τελευταίοι μήνες με προλαβαίνουν συνεχώς και μου φορτώνουν έκσταση.

Θυμάμαι την απορία του Κούντερα: ανακούφιση το ελαφρύ; ανυπόφορο το βαρύ; μάταιο το ανάλαφρο; ποθητό το αβάσταχτο;

Ήταν ένα σκαλοπάτι στον δρόμο έξω από το σπήλαιο. Όμως, ήταν μονάχα η αρχή που γκρεμίζεται.

Κοιμάμαι με φαντάσματα.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

το αγρίμι

Για κάποιον λόγο, πάντως, σφίγγω τα δόντια όταν διαβάζω πάλι γράμματα ξεχασμένα.
Καίω τα δάχτυλά μου στη φωτιά. Ρυθμικά, μυστικιστικά. Φόβος.
Φόβος και έλεος.

Τα πνεύματα σιωπούσαν. Οι αυθεντίες έσβηναν αργά καθώς απομακρύνονταν από τις ιδεοληψίες τούτου του κόσμου κι εγώ έπρεπε να κάνω μια ποιήση πιο ανθρώπινη, μα με σταματούσαν πάντα τα αγρίμια του καιρού.

Τώρα.

Κάπου εδώ, φίλε, η πίστη στέρευε. Τα λόγια γίνονταν πιο πικρά, πιο μολυσμένα. Μιαρές κηλίδες σ' ένα αταίριαστο άσπρο. Κανείς δεν έμεινε άσπηλος από φθόνο. Φόβος.
Φόβος στερείται κάθαρσης.

Μαθαίνω να χάνω.

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Λ.ορ.



Α. Οι άνθρωποι.

Συνήθως διατείνονται πως σκέφτονται, άρα υπάρχουν.

Υποθέτω πως είναι πάντοτε σε ετοιμότητα να δουν την φωτεινή πλευρά των πραγμάτων κολλημένοι αβάσταχτα σε κάποιο τετράγωνο: τετράγωνες οθόνες lcd, τετράγωνα γειτονικά παράθυρα, τετράγωνες λογικές εξωγήινες. Άνθρωποι σε αιώνια αναζήτηση κατάλληλου καθοδηγητή. Ρε πούστη μου, μην του λές "εύγε", κάν'το καλύτερα από εκείνον.


Β. Η μετριοφροσύνη.

Είναι απλά μετριότητα. Αφόρητη, βαρετή, εξίσου τετράγωνη. Μέτρια όνειρα. Μέτρια βήματα σε κατευθύνσεις με προβλέψιμο ρίσκο. Ζωές που δεν παίζονται στα ζάρια δεν είναι παρά χαμένες ευκαιρίες. Αυτό που αποκαλούν στον πνευματώδη "μετριοφροσύνη" είναι μονάχα αυτογνωσία. Εν οίδα οτι ουδέν οίδα.


Γ. Ο έρωτας.
Συνδέσεις απλώς για την ζωή μέσα σε μια σχέση. Φόβητρα μοναξιάς. Σχέσεις τυπικές, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς αιτία. Δεσμοί δίχως έρωτα. Πεθαίνουν τόσοι στερώντας από τον εαυτό τους αυτή την ανιδιοτέλεια. Σκορπάνε ανίδεοι και ιδιοτελείς. Φεύγουνε πάντα με βαλίτσες.


Δ. Οι αποσκευές.

Τα στερεότυπα. Οι ίδιες σκέψεις, οι ίδιοι προορισμοί. Μην αλλάζεις, μην πας πουθενά αν δεν μπορείς να μην κοιτάς στον καθρέφτη.


Τετρἀγωνα.


Κι όμως, καρδιά μου, πόσο χρόνο έχασα περιμένοντας είκοσι χρόνια για να σε φιλήσω.


Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

John Frusciante's "Afterglow"



Undenied
Death before life

You're in my place again

Echoes deprive us enough
You're in my wailing
Decide what it means to work in fire
Decide what it means to work in fire

Shadows casting bodies

Who knows which way things will go?
All shifting images
Upside down to be upright
Upside down, you'll make them cry

Death before life


Another place again

You and my loneliness speak now
I realize
I don't have much further to go

The afterglow


Life running backwards, nailed up and freezing


Put the past before you


Down is my placement

No place out there I have to be
Lost is where I hide (and)
And I've no reason to be found

To resound

From no sound to resound

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Ρέκβιεμ

Ο Λέοναρντ χάζευε αδιάφορα τα περαστικά πουλιά. Πέτρες ακίνητες γεμάτες ιστορία.
Μα ο Λέοναρντ παρατηρούσε σιωπηλά το μειδίαμα της αφέλειας στα πρόσωπα των ανυποψίαστων -δεν σκεφτόταν. Δεν δικαιώθηκε ποτέ. Και τούτο εδώ το περίγραμμα βρισκόταν αλλότροπα κάτω από τα δέντρα. Αφίλητα στόματα σε πλήρη αμηχανία, δυο μαθητές, κοιτάζονται πάνω από τα γρασίδια. Κι ο Λέοναρντ τους ακολουθεί με μάτια πλανεμένα κι άσωτα. Ο ένας διαβάζει τους στίχους κάπου στο ύψος του στήθους του, ο άλλος του αγγίζει τα δάχτυλα. Στόματα αφίλητα. Μυστικό είν' ολόκληρο το συναίσθημα σε όλες του τις φύσεις. Χέρια αγγιγμένα..

Κι εσύ σπίτι μου...

Βλέμμα φουσκωμένο από υποσχέσεις ανείπωτες,
λόγια στριμωγμένα 
στ' αριστερά,
σπίτι, κολώνες, επιθυμία μου...

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

lay

Όμως το βράδυ αγγίζω τη δροσιά των οικείων χειλιών
και λέω "δεν πειράζει, ας έρθουν κι άλλα".
Έπειτα λυγίζω στον ώμο της ποίησης σαν να 'ταν κάτι εύθραυστο,
η ξιφολόγχη τρία εκατοστά απέχουσα απ'το στήθος μου
υπήρξε έμπνευση.
Κι ο φόβος είναι κατάσταση που οδηγεί στην εξοικείωση,
σύντομα δεν αρκεί για να βάλει ένα τέλος,
σχήματα κύκλου,
αυτή η ιστορία δεν λήγει ποτέ.
Κι αυτό το γεμάτο φεγγάρι...
Κάποτε έκλαιγαν μπροστά στα πασούμια των κοριτσιών
οι λογοτέχνες
κλέβοντας έτσι μια ποιοτική περιγραφή.
Σήμερα τι;

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Κάτω από τα δέντρα


Θυμάμαι
για να μην ξεχνώ να ζω.
Βουτάς
μέχρι να σου κοπεί κάθε αναπνοή.
Βουτώ
πάντα για να σε βρω.
Δεν υπάρχει τίποτε το απελεύθερο
κάτω από τα δέντρα.
Κάτω από τα δέντρα...

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Le misanthrope


[...]"Όταν αποφάσισα πια να γίνω παντελώς γαϊδούρα ήταν ήδη πολύ αργά για το "παντελώς". Συν τοις άλλοις, το δραματικό μου ταλέντο με είχε εγκαταλείψει δια παντός και -τώρα που το σκέφτομαι- μαζί του αποχώρησε το τελευταίο δείγμα υπομονής που με μεγάλη επιμέλεια είχα φροντίσει να σφαλίσω στην ντουλάπα. Φυσικά, η υπομονή και ο Παλαιοκώστας βρίσκουν πάντα τον τρόπο.
Κάπως έτσι, η Πανδώρα έβγαλε για ακόμη μια φορά το πώμα και κρυφοκοίταξε στον πάτο του πυθαριού. Too late, η Πανδώρα έχασε την Ελπίδα μέσα από τα χέρια της κι εγώ πήρα τα αρχίδια της.
(για την Ελπίδα άκουσα πως εθεάθη σε γνωστό ριάλιτι σόου του Ant1)
Μέσα σ' όλα, το αγόρι μου είχε καταληφθεί από μια βαρβάτη εμμονή μίσους ενάντια στο ΔΝΤ που δεν τον άφηνε να κλέισει μάτι. Ξημερώματα σηκωνόταν κι έτρεχε στις λαϊκές αγορές με την ελπίδα να συναντήσει κάποιον ανταποκριτή του Αυτιά και να του βάλει το αγγούρι στον κώλο. Ήταν δυο χρόνια πρωτύτερα, όταν αγόρασε το βιβλίο του γνωστού δημοσιοκάφρου ονόματι "Τα όσα θα προσφέρει το ασφαλιστικό στα έξοδα κηδεία σας". Τώρα δεν υπήρχε καν ασφαλιστικό ζήτημα. Μάλιστα, όταν κάποτε ο σύντροφος του ταψιού και της ζωής μου αποφάσισε να στείλει ανοιχτή επιστολή στον γνωστό για τα ωτικά του πτερύγια κύριο, εκείνος ανταπάντησε: "Δεν σας είχα πει ότι θα λυθεί το ζήτημα της Ασφάλισης; Ε λύθηκε! Για την ακρίβεια: καταλύθηκε!".
Όπως και να 'χει, όλη αυτή η ιστορία μας είχε ταράξει όλους όσους τρέχαμε βραδιάτικα να μαζέψουμε τον Μήτσο από τα παραρτήματα του Ερυθρού Σταυρού, τον οποίο ο Μητσουλέιτορ θεωρούσε υπεύθυνο της κρίσης για λόγους που θα εξηγήσουμε μετά το επόμενο μπουκάλι ούζο. "

Γιαγιά: "Έλα τώρα καμάρι μου, κοιμήσου. Θα συνεχίσουμε αύριο αυτό το παραμύθι"
Εγγονή: "Εντάξει γιαγιά... αλλά τί είναι αυτός ο θόρυβος".
Γιαγιά: "Τα δόντια του παππού τρίζουν ακόμη και μέσα από το βαζάκι"
Εγγονή: "Ό,τι μικρομάθεις, δεν το γεροντοαφήνεις... έτσι δεν είναι γιαγιά ;"
Γιαγιά: "Άη γαμήσου."

Επιστολές του Δ.Στ.



Κάθε φορά συνέβαινε κάτι το απίστευτο: για 'σένα αψηφούσα κάθε κίνδυνο. Περνούσα θάλασσες, πηδούσα ουρανούς, αστέρια γκρέμιζα, νικούσα τέρατα. Αιώνια πάλη ανάμεσα στο απτό και το ακατόρθωτο.

Έκλεινα τα μάτια και τα χέρια έγραφαν από μόνα τους μακρόσυρτες ερωτικές επιστολές, που φρόντιζα πάντα να στέλνω με χωλά περιστέρια. Κάπως έτσι γλίτωσα εφάπαξ απ'τα δεινά της έκθεσης.

"Να πετάς έστω και με ένα φτερό", ονειρευόμουν πως με συμβούλευε η μάνα μου. Ύστερα, το 'πιανε και με μια κίνηση μου το ἐσπαγε. Κι έπρεπε τώρα εγώ να πετάξω με το τίποτα.

Ταξίδευα, λοιπόν, μονάχος και πεζός απάνω σ'έναν δρόμο τρομακτικά επίπεδο και λείο κι έλεγα "θέε μου, στείλε μου λόφους να τους περάσω". Κι έλεγα "θέε μου" γιατί φοβόμουν πως δεν ακούει κανείς.

Μια μέρα το όπιο τέλειωσε.

Δεν το γνωρίζεις, μα μέσα μου πέρασα από ουρανούς και χθόνιους. Για 'σενα μίλησα με αγρίμια. Συ κοιμάσαι μειδιάζοντας στην γαλήνη του γνώριμου κρεβατιού. Πάντοτε επικίνδυνα όμορφη.

Στεκόμουν έτσι συχνά έρμαιο μιας γοητείας ενδότερης, για την οποία κατά τύχη βρέθηκα να κατέχω τα κατάλληλα γυαλιά. Και σε ζητούσα και σε φλέρταρα.

Κάπου-κάπου εκλιπαρούσα, όπως τότε στην αποθήκη.

Δεν το γνωρίζεις, ωστόσο μειδιάζεις στον ύπνο ανταπαντώντας στο όνειρο.

Μη μου τρομάζεις. Δεν διεκδικώ παρά τον ήχο της ανάσας που κρύβεται και τροφοδοτεί το αμυδρό σου χαμόγελο. Μένω εδώ σαν του Νερούδα το άθικτο ξύλο.

Πάντα.

Δ.Στ.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

εποχές..

Δεν ήταν αλαζονεία,
                          ήταν ερώτηση.
Δεν ήταν εγωπάθεια, δεν ήταν νους,
                                  ήταν αλλόφρον βίωμα.

Ήλιος με δόντια στις αρχές της Άνοιξης.
                                    Πάντα στις αρχές της Άνοιξης.