Πέρασαν κάμποσοι αιώνες
μολονότι τα κλαδιά των δέντρων ταλαντεύονταν μονότονα
όπως παλιά
κι εσύ έφευγες κι εγώ ευχόμουν να με θυμάσαι
όπως τότε
που η καρδιά μου δεν ήταν ζαρωμένη από το γήρας
τα χέρια μου στριφογυρνούσαν ανώριμα στον άνεμο
μα τώρα πάει
σαν να ερωτεύομαι εκείνη την εικόνα του παλιού εαυτού
που δεν είναι εδώ και δεν θα 'ρθει
κι άλλωστε μου διαφεύγει
πότε έπαψε να μου στέλνει γράμματα από κάπου αλλού
η αργοπορημένη, η ξεχασμένη αφέλεια
Σου λέω πως γερνώ,
μα το θεό, γερνώ κι εξανθρωπίζομαι, τι κατάρα!
Σου λέω πως μπορώ και κλαίω,
τι όνειδος για έναν πολεμιστή του μισοσκόταδου!
Κι εσύ έφευγες
-κι ας μην το 'ξερες-
σαν εκείνα τα παλιά τραίνα που χάθηκαν
στις επιτάξεις
και δεν θα γυρνούσες ποτέ για μένα
συ, γοητεία της ασχήμιας που βασιλεύεις
μέσα στη μουσική πνοή
για λίγο μόνο, όπως όλα
-κι ας μην το 'ξερες-
σαν εκείνα τα παλιά τραίνα που χάθηκαν
στις επιτάξεις
και δεν θα γυρνούσες ποτέ για μένα
συ, γοητεία της ασχήμιας που βασιλεύεις
μέσα στη μουσική πνοή
για λίγο μόνο, όπως όλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου