quelques brèves fois ο διάβολος έκανε μάτια γλυκά en le reve de Francois μπαινεί στη ντουλάπα, το λέει στη μαμά à l'heure du déjeuner ο φοβός του ανάβει σαν μη ελεγχόμενο καλοριφέρ maman j'ai très de peur υπάρχει ο διάβολος και ο Δρακουμέλ en soir grands ils deviennent με δόντια μεγάλα και περιβολές Maman rit rassurante πριν πέσεις για ύπνο πολύ να γελάς
le bruit et le diable passe vite δεν έχεις εγκέφαλο ούτε για ντιπ
Το δηλητήριο ήταν η γιατρεία κι έτσι την κράτησε για χρόνια την χειροβομβίδα του θανάτου πάνω από το χρυσό του κεφάλι πασχίζοντας για ένα κομμάτι αιωνιότητας.
Κι έτσι κράτησε το γαρύφαλλο στα ματωμένα χέρια του πάνω από τις αηδιαστικές επιθυμίες ανθρώπινες ως το κόκκαλο συγκράτησε μια αόριστη μυρωδία
Το δηλητήριο ήταν η γιατρεία απόψε θα ζήσει για πάντα.
Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009
Μελετώ την επιστροφή αδημονώντας για ένα αύριο ανεξακρίβωτο που θα περάσουν αιώνες και μέρες και λίγες ατέλειωτες ώρες για να επιβεβαιωθεί Μελετώ όπως χθές με τη θέρμη που κρύβουν ακόμη τα ακροδάχτυλα των άκαμπτα νεκρών εραστών όπου δεν υπάρχει χρόνος να γυρίσει πίσω δεν υπάρχει προοπτική αναίρεσης παρά ένα φύσημα αέρα και σκόνης και εδώ μελετώ ίσως χωρίς διπλανό στα χαρτιά μου με τα χέρια ψηλά κι εκείνο το μπλε κασκόλ που κάποτε ξέμεινε πάνω μου φερμένο από ξένο αυχένα που πια δεν τον θυμάμαι Και δεν θυμάμαι τίποτε πια παρά τη μυρωδιά εκείνων των ημερών δεν θυμάμαι τα πρόσωπα που καταπίνονται μη διστάζοντας να φανούν εύκολα στην λήθη και τους εγωισμούς και δεν θυμάμαι τα χέρια μα εκείνη η θέρμη από τα νεκρά ακροδάχτυλα που ζωντανεύουν την πύρινη ανάμνηση κατάφωτη από την αμαρτία γι'αυτό γλυκιά Μελετώ την επιστροφή αδημονώντας για ένα αύριο ανύπαρκτο για μια ελπίδα που απόσπαρτάρισε ξεστρατώντας από όσα οι Μοίρες όρισαν μελετώ την επιστροφή
Έπεσε στα απελπισμένα γόνατα του Θεού η προσευχή και κρεμάστηκε με χέρια τρεμάμενα θολά οι μνήμες ρίζωσαν τα πουλιά πάγωσαν στην πτήση τους η φωνή ζεστάθηκε. Έπειτα ξύπνησαν ο ένας στα χέρια του άλλου αφαίμαξε το χρώμα των ματιών του τα μυστικά έτοιμα να εκραγούν προφυλαγμένα στη σιωπή. Ο δαίμονας που παρασιτεί στο στήθος, στα τρεμάμενα χέρια και στα δάκρυα, πόσο πεινούσε απόψε για μαρτύριο. Έξω από τη μαρμάρινη αίθουσα του δικαστηρίου ο βαρδάρης μετακίνησε λίγο το τοπίο, τα φύλλα των δέντρων και τις σκιές των πουλιών. Μια νύχτα που κύλησε και χάθηκε μια πρόδρομη σκέψη που επέζησε τα δάχτυλα που γλίστρησαν ανάμεσα σε δάχτυλα μια υπόσχεση καθόλου εφικτή, μια εγγύηση που ψεύδεται ασύστολα. Απόψε, εχθές, μεθαύριο. Αγαπώ.